Το σημερινό «Έτσι γράφτηκε» είναι αφιερωμένο στο τραγούδι ορόσημο των seventies, ‘Stairway to Heaven’ και λόγω του εκτενούς περιεχομένου θα παρουσιαστεί σε δύο μέρη.
Το φθινόπωρο στην Ουαλία είναι βαρύ σαν το δικό μας χειμώνα, ίσως και χειρότερο. Το Νοέμβριο του 1970, μετά από μία εξουθενωτική τουρνέ στις ΗΠΑ, οι Led Zeppelin έπαιρναν μία ανάσα και χαλάρωναν κάτω από τα επιβλητικά βουνά της Ουαλίας, έχοντας βρει καταφύγιο σ’ ένα απομονωμένο χωριό με το περίεργο όνομα Bron-Yr-Aur. Έμεναν σ’ ένα τεράστιο παλιό αρχοντικό, πήγαιναν για βόλτα στα βουνά και μαζεύονταν το απόγευμα μπροστά από τη φωτιά στο τζάκι του καθιστικού για να συγκεντρώσουν όποιες μουσικές ιδέες είχαν και να τις επεξεργαστούν.
Από καιρό ο Jimmy Page είχε στο νου του να κάνει κάτι «μεγάλο», τόσο σε σπουδαιότητα όσο και σε διάρκεια. Ήθελε να είναι η συνέχεια του “Dazed and Confused”. Να έχει ήχο από πλήκτρα, ακουστική κιθάρα που εξελίσσεται και τέλος ηλεκτρική κιθάρα, κάτι που να φθάνει ίσως και μέχρι τα 15 λεπτά. Ένα κομμάτι πρόκληση, σύνθετο και δύσκολο στην εκτέλεση στο σημείο που ‘δένει’ η ακουστική με την ηλεκτρική κιθάρα.
Γι’αυτό το λόγο ο Page είχε πάντα μαζί του ένα κασετόφωνο, όπου κατέγραφε ‘τις ιδέες του’ παιγμένες στην κιθάρα. Από αυτά τα ηχογραφημένα μέρη προήλθε το πρώτο μέρος ενός τραγουδιού, το οποίο προοριζόταν να γίνει το σήμα κατατεθέν όχι μόνο του συγκροτήματος, αλλά και μίας ολόκληρης δεκαετίας, των 70s.
Εκείνο το βράδυ της δημιουργίας του πρώτου μέρους του Stairway to Heaven και μπροστά από τη φωτιά, o μπασίστας John Paul Jones, όπως αναπολεί, άκουσε την εισαγωγή και κάποιους στίχους από τους Page και Plant. Πήρε το μπάσο και το κασετόφωνο για την ηχογράφηση, έπαιξε την εισαγωγή, ενώ στη συνέχεια μετακινήθηκε στο πιάνο για να συνοδεύσει τα κιθαριστικά μέρη.
Το δεύτερο και κύριο μέρος του τραγουδιού δημιουργήθηκε πάλι μπροστά στη φωτιά ενός τζακιού, αυτή τη φορά το 1971 πια, στο καθιστικό ενός οικήματος στο Headley Grange, του Hampshire. Μπορεί το σκηνικό να μην είχε τη μαγεία του Bron-yr-Aur ήταν όμως ένα πολύ ιδιαίτερο, παλιό, τεράστιο και σκονισμένο αρχοντικό χωρίς ηλεκτρικό, αλλά με καταπληκτική ακουστική. Τα συγκροτήματα το προτιμούσαν διότι εκεί μπορούσαν να δουλεύουν με ησυχία, ενώ οι μόνοι περισπασμοί ήταν τα πρόβατα και η γενικότερη ζωή της εξοχής.
Εκεί ο Page, ιθύνων νους του κομματιού, προσπαθούσε να συνδυάσει τα κομμάτια της εισαγωγής που είχε ήδη ηχογραφήσει με ό,τι είχε στο μυαλό του, όταν φανταζόταν το τραγούδι ολοκληρωμένο. Το τμήμα που τον δυσκόλευε περισσότερο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην ακουστική και την ηλεκτρική κιθάρα: με το που τελείωνε το ακουστικό μέρος έπρεπε ν’αφήσει αυτή την κιθάρα και γρήγορα να πιάσει την ηλεκτρική.
Όλη αυτή την ώρα ο Plant καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα τοίχο κρατώντας στο χέρι μολύβι και χαρτί.
Ξαφνικά το χέρι του άρχισε να γράφει σχεδόν από μόνο του τους στίχους, ενώ σε κάποια στιγμή ο ίδιος πήδηξε από τη θέση του κι άρχισε να τραγουδά: εκείνη τη στιγμή είχε γράψει ήδη το 80% των στίχων. Τί γράφτηκε πρώτο; 'There's a lady is sure, all that glitters is gold, and she's buying a stairway to heaven'. Είναι η ιστορία μίας γυναίκας, η οποία ήθελε μόνο να παίρνει χωρίς να δίνει τίποτα και κατ’ επέκταση, είναι ένα μήνυμα ανθρωπιάς απέναντι στη ματαιοδοξία και τη φιλαργυρία.
Εκείνη την περίοδο ο Plant, θαυμαστής του μυστικισμού, διάβαζε το βιβλίο του Lewis Spence ‘Η τέχνη της Μαγείας στην Κελτική Βρετανία’, οπότε εύλογα οι σκηνές που παρουσιάζονται είναι επηρεασμένες από εκεί. Μία ακόμη επιρροή αναφέρεται ότι είναι ο ‘Άρχοντας των Δαχτυλιδιών’ του Tolkien.
Έτσι εκείνο το βράδυ, έκατσαν ο Page με τον Jones και δούλεψαν πάνω στο τραγούδι ούτως ώστε να το βρει έτοιμο ο Bonham και να μην αντιδράσει επειδή η συμβολή του στο πρώτο μέρος είναι πρακτικά ανύπαρκτη.
Ο Page είχε ήδη κατασκευάσει τη δομή του κομματιού: στην αρχή ξεκινά με ακουστική κιθάρα σε ύφος Αναγεννησιακό και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα αργό ηλεκτρικό κομμάτι, ενώ προς το τέλος υπάρχει ένα εκτενές κιθαριστικό σόλο που καταλήγει σε γοργό hard rock ρυθμό – μία σεξουαλική κλιμάκωση που οδηγεί σε ηχητικό οργασμό, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος.
Ωστόσο, τα υπόλοιπα μέλη αντέδρασαν συγκρατημένα κι επιφυλακτικά σε αυτό το παράδοξο άκουσμα, ένα τραγούδι που δεν πήγαινε στίχος-ρεφραίν και γενικότερα ήταν αντίθετο στη μανιέρα της σύγχρονης μουσικής. Αυτό όμως ήταν το ζητούμενο για τον Page: το πρότυπο της κλασικής γραφής σύμφωνα με το οποίο η μουσική εξελίσσεται διαρκώς.
Η επίσημη ηχογράφηση είχε ξεκινήσει στο studio της Island Records στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1970 και ολοκληρώθηκε πάλι εκεί με την εγγραφή του τελευταίου τμήματος του τραγουδιού, του περιβόητου σόλο, το οποίο παίχτηκε πάνω σε μία Fender Telecaster του 1959 δανεισμένη από τον Jeff Beck (αυτή που χρησιμοποιούσε στους Yardbirds) και το οποίο μάλλον δυσκόλεψε το συνθέτη του στην εκτέλεση. Όπως αναφέρει ο ηχολήπτης Andy Jones που δούλευε τότε με τον Page, ‘το πάλευε αρκετή ώρα, χωρίς να καταλήγει κάπου’, ώσπου (ο ηχολήπτης) δεν άντεξε και του είπε: ‘Αρκετά, μ’ έχεις τρελάνει!’ για να ακούσει τον Page να απαντά εκνευρισμένα: ‘Όχι, εσύ μ’ έχεις τρελάνει!’ Ουσιαστικά κάπως έτσι εκτόνωσε την έντασή του και μετά από λίγο ολοκλήρωσε την ηχογράφηση. Η πρώτη ραδιοφωνική πρεμιέρα έγινε την 1η Απριλίου του 1971 στο BBC και το πρώτο live δόθηκε στο Belfast της Ιρλανδίας λίγες βδομάδες νωρίτερα (5 Μαρτίου 1971). Ειδικά το δεύτερο, όπως θυμάται ο John Paul Jones, άφησε μέτριες εντυπώσεις στο κοινό, το οποίο βαριόταν απίστευτα και αδημονούσε να ακούσει κάποιο γνώριμο ‘ξεσηκωτικό’ κομμάτι όπως το ‘Whole Lotta Love’.
Το 4ο άλμπουμ (αυτά τα 4α άλμπουμ!!) των Led Zeppelin κυκλοφόρησε στα τέλη του 1971 χωρίς τίτλο, αλλά έγινε γνωστό ως Led Zeppelin ΙV ή Zoso. Παρά τις έντονες πιέσεις που δέχτηκαν, τόσο το συγκρότημα όσο και ο manager τους Peter Grant απαγόρευσαν στη δισκογραφική εταιρεία τους, Atlantic Records, να το κυκλοφορήσει σε single, για να προτρέψουν τον κόσμο να αγοράσει ολόκληρο το άλμπουμ.
Σιγά σιγά όμως το τραγούδι άρχισε να φτιάχνει το κοινό του, να ζητείται ολοένα και περισσότερο από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς παρά το γεγονός ότι δεν είχε κυκλοφορήσει σαν single. Τα μόνα singles που κυκλοφόρησαν ήταν μόνο για την προώθηση του άλμπουμ και βέβαια έγιναν ανάρπαστα και συλλεκτικά αμέσως! Η δε ραδιοφωνική του έκθεση δεν σταμάτησε ποτέ, αλλά συνεχίζει σταθερά έως και σήμερα.
Συνθετικά επίσης θεωρείται πολυεπίπεδο και δύσκολο για όποιον δεν έχει ιδιαίτερη εμπειρία στην κιθάρα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στο φιλμ ‘Wayne's World’ απαγορεύεται στους άπειρους μαθητές κιθάρας να δοκιμάζουν να το παίξουν εντός του καταστήματος μουσικών ειδών. Η παρτιτούρα του δε, συνεχίζει να είναι η πλέον ευπώλητη (σ.σ. τι λέξη κι αυτή- 15.000 τεμάχια ετησίως) στη rock μουσική – αφήνοντας πίσω το Free Bird των Skynyrd κατά πολύ.
Αλλά και οι επίσημες διακρίσεις του όλα αυτά τα χρόνια είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές: έχει κατ’ επανάληψη ψηφιστεί μέσα στα 10 ή τα 100 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, το 1994 μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame, το 2003 του απονεμήθηκε το βραβείο Grammy, ενώ το solo του Page έχει ψηφιστεί το καλύτερο όλων από κοινό, μουσικούς και κριτικούς και βέβαια μπροστά από τα Comfortably Numb των Pink Floyd και Hotel California των Eagles.
Και μια και αναφέρθηκε το περίφημο σόλο, σε σχετική ερώτηση ο συνθέτης του δήλωσε ότι αν και δύσκολο, δεν είναι το πιο δύσκολο που έχει παίξει. Αυτό είναι μάλλον το σόλο από το Achilles’ last stand, το οποίο και χαρακτηρίζει ως πραγματική πρόκληση. Ο κόσμος από την άλλη, συνέρρεε στις συναυλίες για να τον θαυμάσει με τη διπλή Gibson στο Stairway to Heaven. Πραγματικά δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στις συναυλίες αυτές γινόταν χαμός, με αποτέλεσμα να τις κλείνουν σχεδόν πάντα με το ‘Stairway’. Εξάλλου, ποιο τραγούδι θα μπορούσε να ακολουθήσει μετά από αυτό? (Πάνω σε αυτό λέγεται ότι ο δαιμόνιος manager τους, Peter Grant, είχε συμβουλεύσει τον Plant να μην μιλά μετά την εκτέλεση του τραγουδιού, προκειμένου να αυξήσει τη δραματικότητα και την επίδρασή του στο κοινό). Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε ορισμένες live εμφανίσεις, από τις πιο αξιομνημόνευτες ήταν σίγουρα εκείνη όπως αποτυπώθηκε στην ταινία των Led Zeppelihn ‘The song remains the same’ του 1976, το οποίο περιέχει 3 συναυλίες του συγκροτήματος στο Madison Square Garden της Ν. Υόρκης το 1973, με την ιστορική προσθήκη του Plant στους στίχους «Does anybody remember laughter?» . Σε όλες αυτές τις εμφανίσεις ο Page κρατούσε τη βαριά και διάσημη Gibson (EDS-1275 Doubleneck) με 12 και 6 χορδές αντίστοιχα για να μπορεί να μεταπηδά άνετα από το ακουστικό στο ηλεκτρικό κομμάτι (είναι το video που συνοδεύει το άρθρο).
Παρά όμως την τεράστια επιτυχία του κομματιού – ήδη ήταν η πιο συχνή παραγγελία στα FM των ΗΠΑ τη δεκαετία του 70, ένας πραγματικός ύμνος - οι συντελεστές του κάποια στιγμή άρχισαν να κουράζονται και … να το βαριούνται. Ήδη από 1977 ο Plant αναρωτιόταν: ‘ Πόσες φορές μπορείς να το τραγουδήσεις και πραγματικά να εννοείς αυτό που λέει; Καταντά υποκριτικό!’. Τα ίδια περίπου επαναλάμβανε και το 1980 σε συνεντεύξεις του, ενώ το 1988 δήλωσε χαρακτηριστικά: ‘ Θα έβγαζα καντήλες αν έπρεπε να τραγουδώ το Stairway to Heaven σε κάθε συναυλία! Εκτός αυτού, 17 χρόνια πριν είχε κάποιο νόημα, τώρα πια δεν ξέρω, είναι τόσο πομπώδες. Μερικές φορές, προσπαθώ ακόμα να καταλάβω για τι πράγμα μιλούσα και είμαι αυτός που το έγραψε (sic!)… Κι έπειτα όλη αυτή η κουβέντα για το τι αισθάνεται όταν κοιτά προς τη Δύση, τα δαχτυλίδια καπνού μέσα απ’ τα δέντρα και οι αυλητές που μας οδηγούν στη λογική, είναι όλα τόσο ασαφή, λειτουργούν βέβαια μέσα από ένα rock τραγούδι. Και το Tutti Frutti δεν σήμαινε πολλά, αλλά ήταν σπουδαίο τραγούδι.’
Η τελευταία live παρουσίαση του τραγουδιού με το συγκρότημα ήταν στο Βερολίνο στις 7 Ιουλίου 1980 και είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια (15 λεπτά – το σόλο μόνο ήταν 7).
Οι ελάχιστες επόμενες παρουσιάσεις του έγιναν από τα εναπομείναντα μέλη σε περιστάσεις όπως το Live Aid concert το 1985, τα 40ά γενέθλια της Atlantic Records το 1988 (στη δεύτερη περίπτωση με το γιο του πρόωρα χαμένου John Bonham, Jason, στα drums) ή ορχηστρικό από τον Jimmy Page στις προσωπικές του συναυλίες. Μια πό τις πιο πρόσφατες ήταν αυτή του 2007 προς τιμή του αφεντικού της Atlantic Records στο Λονδίνο, ενώ η πιο περίεργη σύμφωνα με τον τραγουδιστή ήταν αυτή του Live Aid, καθώς είχε 2 ντράμερ, τον Phil Collins και τον Tony Thomson, ενώ οι Duran Duran σε μία άκρη της σκηνής έκλαιγαν όση ώρα παιζόταν το τραγούδι!
Όμως παρά (ή ίσως εξαιτίας;) την σαρωτική του επιτυχία εμφανίστηκαν πολλές δυσκολίες στο δρόμο του Stairway to Heaven.
Στο Β΄ μέρος:
Σατανικοί στίχοι, θάνατοι και δικαστικές διαμάχες. Οι διασκευές. Το ‘Stairway’ σήμερα.
Διαβάστε εδώ το Β' Μ'ερος.
- Γράφει ο/η Ziggy Stardust
Το φθινόπωρο στην Ουαλία είναι βαρύ σαν το δικό μας χειμώνα, ίσως και χειρότερο. Το Νοέμβριο του 1970, μετά από μία εξουθενωτική τουρνέ στις ΗΠΑ, οι Led Zeppelin έπαιρναν μία ανάσα και χαλάρωναν κάτω από τα επιβλητικά βουνά της Ουαλίας, έχοντας βρει καταφύγιο σ’ ένα απομονωμένο χωριό με το περίεργο όνομα Bron-Yr-Aur. Έμεναν σ’ ένα τεράστιο παλιό αρχοντικό, πήγαιναν για βόλτα στα βουνά και μαζεύονταν το απόγευμα μπροστά από τη φωτιά στο τζάκι του καθιστικού για να συγκεντρώσουν όποιες μουσικές ιδέες είχαν και να τις επεξεργαστούν.
Από καιρό ο Jimmy Page είχε στο νου του να κάνει κάτι «μεγάλο», τόσο σε σπουδαιότητα όσο και σε διάρκεια. Ήθελε να είναι η συνέχεια του “Dazed and Confused”. Να έχει ήχο από πλήκτρα, ακουστική κιθάρα που εξελίσσεται και τέλος ηλεκτρική κιθάρα, κάτι που να φθάνει ίσως και μέχρι τα 15 λεπτά. Ένα κομμάτι πρόκληση, σύνθετο και δύσκολο στην εκτέλεση στο σημείο που ‘δένει’ η ακουστική με την ηλεκτρική κιθάρα.
Γι’αυτό το λόγο ο Page είχε πάντα μαζί του ένα κασετόφωνο, όπου κατέγραφε ‘τις ιδέες του’ παιγμένες στην κιθάρα. Από αυτά τα ηχογραφημένα μέρη προήλθε το πρώτο μέρος ενός τραγουδιού, το οποίο προοριζόταν να γίνει το σήμα κατατεθέν όχι μόνο του συγκροτήματος, αλλά και μίας ολόκληρης δεκαετίας, των 70s.
Εκείνο το βράδυ της δημιουργίας του πρώτου μέρους του Stairway to Heaven και μπροστά από τη φωτιά, o μπασίστας John Paul Jones, όπως αναπολεί, άκουσε την εισαγωγή και κάποιους στίχους από τους Page και Plant. Πήρε το μπάσο και το κασετόφωνο για την ηχογράφηση, έπαιξε την εισαγωγή, ενώ στη συνέχεια μετακινήθηκε στο πιάνο για να συνοδεύσει τα κιθαριστικά μέρη.
Το δεύτερο και κύριο μέρος του τραγουδιού δημιουργήθηκε πάλι μπροστά στη φωτιά ενός τζακιού, αυτή τη φορά το 1971 πια, στο καθιστικό ενός οικήματος στο Headley Grange, του Hampshire. Μπορεί το σκηνικό να μην είχε τη μαγεία του Bron-yr-Aur ήταν όμως ένα πολύ ιδιαίτερο, παλιό, τεράστιο και σκονισμένο αρχοντικό χωρίς ηλεκτρικό, αλλά με καταπληκτική ακουστική. Τα συγκροτήματα το προτιμούσαν διότι εκεί μπορούσαν να δουλεύουν με ησυχία, ενώ οι μόνοι περισπασμοί ήταν τα πρόβατα και η γενικότερη ζωή της εξοχής.
Εκεί ο Page, ιθύνων νους του κομματιού, προσπαθούσε να συνδυάσει τα κομμάτια της εισαγωγής που είχε ήδη ηχογραφήσει με ό,τι είχε στο μυαλό του, όταν φανταζόταν το τραγούδι ολοκληρωμένο. Το τμήμα που τον δυσκόλευε περισσότερο ήταν η γέφυρα ανάμεσα στην ακουστική και την ηλεκτρική κιθάρα: με το που τελείωνε το ακουστικό μέρος έπρεπε ν’αφήσει αυτή την κιθάρα και γρήγορα να πιάσει την ηλεκτρική.
Όλη αυτή την ώρα ο Plant καθόταν στο πάτωμα με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα τοίχο κρατώντας στο χέρι μολύβι και χαρτί.
Ξαφνικά το χέρι του άρχισε να γράφει σχεδόν από μόνο του τους στίχους, ενώ σε κάποια στιγμή ο ίδιος πήδηξε από τη θέση του κι άρχισε να τραγουδά: εκείνη τη στιγμή είχε γράψει ήδη το 80% των στίχων. Τί γράφτηκε πρώτο; 'There's a lady is sure, all that glitters is gold, and she's buying a stairway to heaven'. Είναι η ιστορία μίας γυναίκας, η οποία ήθελε μόνο να παίρνει χωρίς να δίνει τίποτα και κατ’ επέκταση, είναι ένα μήνυμα ανθρωπιάς απέναντι στη ματαιοδοξία και τη φιλαργυρία.
Εκείνη την περίοδο ο Plant, θαυμαστής του μυστικισμού, διάβαζε το βιβλίο του Lewis Spence ‘Η τέχνη της Μαγείας στην Κελτική Βρετανία’, οπότε εύλογα οι σκηνές που παρουσιάζονται είναι επηρεασμένες από εκεί. Μία ακόμη επιρροή αναφέρεται ότι είναι ο ‘Άρχοντας των Δαχτυλιδιών’ του Tolkien.
Έτσι εκείνο το βράδυ, έκατσαν ο Page με τον Jones και δούλεψαν πάνω στο τραγούδι ούτως ώστε να το βρει έτοιμο ο Bonham και να μην αντιδράσει επειδή η συμβολή του στο πρώτο μέρος είναι πρακτικά ανύπαρκτη.
Ο Page είχε ήδη κατασκευάσει τη δομή του κομματιού: στην αρχή ξεκινά με ακουστική κιθάρα σε ύφος Αναγεννησιακό και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα αργό ηλεκτρικό κομμάτι, ενώ προς το τέλος υπάρχει ένα εκτενές κιθαριστικό σόλο που καταλήγει σε γοργό hard rock ρυθμό – μία σεξουαλική κλιμάκωση που οδηγεί σε ηχητικό οργασμό, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος.
Ωστόσο, τα υπόλοιπα μέλη αντέδρασαν συγκρατημένα κι επιφυλακτικά σε αυτό το παράδοξο άκουσμα, ένα τραγούδι που δεν πήγαινε στίχος-ρεφραίν και γενικότερα ήταν αντίθετο στη μανιέρα της σύγχρονης μουσικής. Αυτό όμως ήταν το ζητούμενο για τον Page: το πρότυπο της κλασικής γραφής σύμφωνα με το οποίο η μουσική εξελίσσεται διαρκώς.
Η επίσημη ηχογράφηση είχε ξεκινήσει στο studio της Island Records στο Λονδίνο το Δεκέμβρη του 1970 και ολοκληρώθηκε πάλι εκεί με την εγγραφή του τελευταίου τμήματος του τραγουδιού, του περιβόητου σόλο, το οποίο παίχτηκε πάνω σε μία Fender Telecaster του 1959 δανεισμένη από τον Jeff Beck (αυτή που χρησιμοποιούσε στους Yardbirds) και το οποίο μάλλον δυσκόλεψε το συνθέτη του στην εκτέλεση. Όπως αναφέρει ο ηχολήπτης Andy Jones που δούλευε τότε με τον Page, ‘το πάλευε αρκετή ώρα, χωρίς να καταλήγει κάπου’, ώσπου (ο ηχολήπτης) δεν άντεξε και του είπε: ‘Αρκετά, μ’ έχεις τρελάνει!’ για να ακούσει τον Page να απαντά εκνευρισμένα: ‘Όχι, εσύ μ’ έχεις τρελάνει!’ Ουσιαστικά κάπως έτσι εκτόνωσε την έντασή του και μετά από λίγο ολοκλήρωσε την ηχογράφηση. Η πρώτη ραδιοφωνική πρεμιέρα έγινε την 1η Απριλίου του 1971 στο BBC και το πρώτο live δόθηκε στο Belfast της Ιρλανδίας λίγες βδομάδες νωρίτερα (5 Μαρτίου 1971). Ειδικά το δεύτερο, όπως θυμάται ο John Paul Jones, άφησε μέτριες εντυπώσεις στο κοινό, το οποίο βαριόταν απίστευτα και αδημονούσε να ακούσει κάποιο γνώριμο ‘ξεσηκωτικό’ κομμάτι όπως το ‘Whole Lotta Love’.
Το 4ο άλμπουμ (αυτά τα 4α άλμπουμ!!) των Led Zeppelin κυκλοφόρησε στα τέλη του 1971 χωρίς τίτλο, αλλά έγινε γνωστό ως Led Zeppelin ΙV ή Zoso. Παρά τις έντονες πιέσεις που δέχτηκαν, τόσο το συγκρότημα όσο και ο manager τους Peter Grant απαγόρευσαν στη δισκογραφική εταιρεία τους, Atlantic Records, να το κυκλοφορήσει σε single, για να προτρέψουν τον κόσμο να αγοράσει ολόκληρο το άλμπουμ.
Σιγά σιγά όμως το τραγούδι άρχισε να φτιάχνει το κοινό του, να ζητείται ολοένα και περισσότερο από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς παρά το γεγονός ότι δεν είχε κυκλοφορήσει σαν single. Τα μόνα singles που κυκλοφόρησαν ήταν μόνο για την προώθηση του άλμπουμ και βέβαια έγιναν ανάρπαστα και συλλεκτικά αμέσως! Η δε ραδιοφωνική του έκθεση δεν σταμάτησε ποτέ, αλλά συνεχίζει σταθερά έως και σήμερα.
Συνθετικά επίσης θεωρείται πολυεπίπεδο και δύσκολο για όποιον δεν έχει ιδιαίτερη εμπειρία στην κιθάρα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι στο φιλμ ‘Wayne's World’ απαγορεύεται στους άπειρους μαθητές κιθάρας να δοκιμάζουν να το παίξουν εντός του καταστήματος μουσικών ειδών. Η παρτιτούρα του δε, συνεχίζει να είναι η πλέον ευπώλητη (σ.σ. τι λέξη κι αυτή- 15.000 τεμάχια ετησίως) στη rock μουσική – αφήνοντας πίσω το Free Bird των Skynyrd κατά πολύ.
Αλλά και οι επίσημες διακρίσεις του όλα αυτά τα χρόνια είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές: έχει κατ’ επανάληψη ψηφιστεί μέσα στα 10 ή τα 100 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, το 1994 μπήκε στο Rock and Roll Hall of Fame, το 2003 του απονεμήθηκε το βραβείο Grammy, ενώ το solo του Page έχει ψηφιστεί το καλύτερο όλων από κοινό, μουσικούς και κριτικούς και βέβαια μπροστά από τα Comfortably Numb των Pink Floyd και Hotel California των Eagles.
Και μια και αναφέρθηκε το περίφημο σόλο, σε σχετική ερώτηση ο συνθέτης του δήλωσε ότι αν και δύσκολο, δεν είναι το πιο δύσκολο που έχει παίξει. Αυτό είναι μάλλον το σόλο από το Achilles’ last stand, το οποίο και χαρακτηρίζει ως πραγματική πρόκληση. Ο κόσμος από την άλλη, συνέρρεε στις συναυλίες για να τον θαυμάσει με τη διπλή Gibson στο Stairway to Heaven. Πραγματικά δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι στις συναυλίες αυτές γινόταν χαμός, με αποτέλεσμα να τις κλείνουν σχεδόν πάντα με το ‘Stairway’. Εξάλλου, ποιο τραγούδι θα μπορούσε να ακολουθήσει μετά από αυτό? (Πάνω σε αυτό λέγεται ότι ο δαιμόνιος manager τους, Peter Grant, είχε συμβουλεύσει τον Plant να μην μιλά μετά την εκτέλεση του τραγουδιού, προκειμένου να αυξήσει τη δραματικότητα και την επίδρασή του στο κοινό). Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε ορισμένες live εμφανίσεις, από τις πιο αξιομνημόνευτες ήταν σίγουρα εκείνη όπως αποτυπώθηκε στην ταινία των Led Zeppelihn ‘The song remains the same’ του 1976, το οποίο περιέχει 3 συναυλίες του συγκροτήματος στο Madison Square Garden της Ν. Υόρκης το 1973, με την ιστορική προσθήκη του Plant στους στίχους «Does anybody remember laughter?» . Σε όλες αυτές τις εμφανίσεις ο Page κρατούσε τη βαριά και διάσημη Gibson (EDS-1275 Doubleneck) με 12 και 6 χορδές αντίστοιχα για να μπορεί να μεταπηδά άνετα από το ακουστικό στο ηλεκτρικό κομμάτι (είναι το video που συνοδεύει το άρθρο).
Παρά όμως την τεράστια επιτυχία του κομματιού – ήδη ήταν η πιο συχνή παραγγελία στα FM των ΗΠΑ τη δεκαετία του 70, ένας πραγματικός ύμνος - οι συντελεστές του κάποια στιγμή άρχισαν να κουράζονται και … να το βαριούνται. Ήδη από 1977 ο Plant αναρωτιόταν: ‘ Πόσες φορές μπορείς να το τραγουδήσεις και πραγματικά να εννοείς αυτό που λέει; Καταντά υποκριτικό!’. Τα ίδια περίπου επαναλάμβανε και το 1980 σε συνεντεύξεις του, ενώ το 1988 δήλωσε χαρακτηριστικά: ‘ Θα έβγαζα καντήλες αν έπρεπε να τραγουδώ το Stairway to Heaven σε κάθε συναυλία! Εκτός αυτού, 17 χρόνια πριν είχε κάποιο νόημα, τώρα πια δεν ξέρω, είναι τόσο πομπώδες. Μερικές φορές, προσπαθώ ακόμα να καταλάβω για τι πράγμα μιλούσα και είμαι αυτός που το έγραψε (sic!)… Κι έπειτα όλη αυτή η κουβέντα για το τι αισθάνεται όταν κοιτά προς τη Δύση, τα δαχτυλίδια καπνού μέσα απ’ τα δέντρα και οι αυλητές που μας οδηγούν στη λογική, είναι όλα τόσο ασαφή, λειτουργούν βέβαια μέσα από ένα rock τραγούδι. Και το Tutti Frutti δεν σήμαινε πολλά, αλλά ήταν σπουδαίο τραγούδι.’
Η τελευταία live παρουσίαση του τραγουδιού με το συγκρότημα ήταν στο Βερολίνο στις 7 Ιουλίου 1980 και είχε τη μεγαλύτερη διάρκεια (15 λεπτά – το σόλο μόνο ήταν 7).
Οι ελάχιστες επόμενες παρουσιάσεις του έγιναν από τα εναπομείναντα μέλη σε περιστάσεις όπως το Live Aid concert το 1985, τα 40ά γενέθλια της Atlantic Records το 1988 (στη δεύτερη περίπτωση με το γιο του πρόωρα χαμένου John Bonham, Jason, στα drums) ή ορχηστρικό από τον Jimmy Page στις προσωπικές του συναυλίες. Μια πό τις πιο πρόσφατες ήταν αυτή του 2007 προς τιμή του αφεντικού της Atlantic Records στο Λονδίνο, ενώ η πιο περίεργη σύμφωνα με τον τραγουδιστή ήταν αυτή του Live Aid, καθώς είχε 2 ντράμερ, τον Phil Collins και τον Tony Thomson, ενώ οι Duran Duran σε μία άκρη της σκηνής έκλαιγαν όση ώρα παιζόταν το τραγούδι!
Όμως παρά (ή ίσως εξαιτίας;) την σαρωτική του επιτυχία εμφανίστηκαν πολλές δυσκολίες στο δρόμο του Stairway to Heaven.
Στο Β΄ μέρος:
Σατανικοί στίχοι, θάνατοι και δικαστικές διαμάχες. Οι διασκευές. Το ‘Stairway’ σήμερα.
Διαβάστε εδώ το Β' Μ'ερος.
Δημοσίευση σχολίου