TYGERS OF PAN TANG – WILD CAT(1980): ΑΛΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙΜΙΟ HEAVY METAL

Το Whitley Bay βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του Newcastle στην βόρειο-ανατολική Αγγλία. Εκτός από την αναφορά που γίνεται στο “Tunnel of Love” των Dire Straits (για τον περίφημο χώρο “Spanish City”), η πόλη είχε και μία άλλη μουσική διάκριση, σαν τη γενέτειρα ενός εκ των σημαντικότερων συγκροτημάτων του Νέου Κύματος του Βρετανικού Heavy Metal (New Wave Of British Heavy Metal - NWOBHM), των Tygers of Pan Tang. To 1978, o τραγουδιστής Jess Cox συνάντησε τον κιθαρίστα Robb Weir στο club “Mingles” του Whitley Bay και αποφάσισαν  να προχωρήσουν σ’ ένα νέο σχήμα  με τις μουσικές καταβολές του Robb Weir να προέρχονται από τους Elvis Presley, ο Little Richard, οι Beatles και Rolling Stones.  Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, λοιπόν, ορμώμενος από την επιθυμία του να παίζει ζωντανά, έβαλε αγγελία στον τοπικό τύπο, αναζητώντας μπασίστα και ντράμερ. Μετά από λίγες ώρες δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από κάποιον “Rocky” που έπαιζε μπάσο και του είπε ότι είχε ένα φίλο ντράμερ, ονόματι Brian … “Big” Dick! Η πρώτη τους εμφάνιση, αφού έφτιαξαν ένα καλό μίγμα δικών τους συνθέσεων και διασκευών, ήταν στο ίδιο club που ο Weir πρότεινε στον Cox να μπει στο συγκρότημα, το “Mingles”. Ο Cox γνώριζε ότι η μπάργουμαν του “Mingles” γούσταρε τον Weir και τον έστειλε για να την «ψήσει», προκειμένου αυτή να μεσολαβήσει στον υπεύθυνο του χώρου και να τους δώσει την ευκαιρία να παίξουν κάποια live εκεί. Το «καμάκι» του Weir αποδείχτηκε αποτελεσματικό, μιας και τους έδωσαν μία μόνιμη θέση στην σκηνή του τοπικού club.
Οι εμφανίσεις τους άρχισαν να επεκτείνονται και πέρα από το “Mingles”, όπου άρχισαν να παίζουν και στα λεγόμενα “working men's clubs”, ιδιωτικά κέντρα αναψυχής για την εργαζόμενη μικρομεσαία τάξη των βιομηχανοποιημένων περιοχών της Βρετανίας. Τέτοιοι χώροι αποτέλεσαν, μαζί με τις ταπεινές pub, χώρους εξάσκησης για τα νεαρά συγκροτήματα της εποχής, που προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν ένα ιδιαίτερα δύσκολο ακροατήριο, αυτό των μπαρουτοκαπνισμένων εργατών, που δεν χαλάλιζαν ούτε πένα παραπάνω και δεν είχαν κανένα πρόβλημα να δείξουν την αποδοκιμασία τους.
Μετά από ένα σκληρό και αδιάκοπο πρόγραμμα σερί εμφανίσεων στο τοπικό συναυλιακό κύκλωμα, προσεγγίστηκαν από τον Dave Wood, διοκτήτης των Impulse Studios στο Wallsend που έτρεχε την ιστορική (πλέον) Neat Records, μία μικρή και ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Newcastle και με την βοήθεια του Steve Thompson, παραγωγού στα Impulse, ο οποίος έγινε διευθυντής ρεπερτορίου και διαχειριστής του εκδοτικού σκέλους της εταιρείας, Neat Music. Για την ιστορία, η μάλλον σημαντικότερη εταιρεία στην αναβίωση του βρετανικού heavy metal, πουλήθηκε το 1995 στην Sanctuary Records.
Οι Tygers, δέχτηκαν την πρόταση του Wood να μπουν στο Impulse τον Γενάρη του 1979 και μετά τον Γενάρη του 1980, για να ηχογραφήσουν μία σειρά από demos, που έδιναν μία ιδέα για τον ακατέργαστο ήχο τους. Τα τραγούδια αυτά ήταν οι απόπειρες που είχαν κάνει για δικό τους υλικό, τα δύο χρόνια από τον ερχομό του Cox και έπειτα, με μπόλικα heavy boogie jams. Τα πρώτα demos ήταν τo φευγάτο “Angel”, το ισοπεδωτικό “Straight as a Die” (το οποίο στις μέρες μας θα χαρακτηριζόταν «ομοφοβικό») και το ανεβαστικό (σε αντίθεση με τον τίτλο του) “Euthanasia”. Αυτές οι ηχογραφήσεις, που ακουγόταν σαν τα μπάσταρδα παιδιά των ZZ Top με τους Motorhead, ήταν ο προάγγελος ενός συμβολαίου με την Neat Records, που γρήγορα αντιλήφθηκε ότι κάτι κινείται στον χώρο του metal, ενώ μέχρι εκείνο το σημείο είχε μόνο δύο pop (!) κυκλοφορίες με την μορφή single, τα "All I Wanna Be Is Your Romeo" των Motorway και το "One and Only Girl" της Janie McKenzie!


Κάπως έτσι έχουμε και την πρώτη επίσημη κυκλοφορία τους, το single με το πρώτο τους τραγούδι, “Don't Touch Me There” (1979), που περιείχε δύο ακόμα τραγούδια, τα “Burnin' Up” και “Bad Times”. O Dave Wood πρότεινε την συγκεκριμένη κυκλοφορία για να «δοκιμάσουν τα νερά». Το single έκανε μεγάλη επιτυχία για τα δεδομένα, με 1.000 αντίτυπα αρχική κυκλοφορία και σημαντικό ρίσκο για την Neat, το οποίο όμως απέδωσε, ξεπουλώντας σε 3 μόλις μέρες. Μάλιστα για «κράχτη», προκειμένου να πουλήσουν το single τους όπου έπαιζαν, είχαν την κοπέλα του ντράμερ τους Brian Dick! Μετά και από μία ευνοϊκή αξιολόγηση από την μουσική εφημερίδα “Sounds”, η ζήτηση για TYGERS αυξήθηκε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα η Neat να βγάλει ακόμα 4.000 δισκάκια προς πώληση.
Τελικά κατέληξε να πουλήσει πάνω από 7.000 τεμάχια στην Μεγάλη Βρετανία. Αυτή έμελλε να είναι και η πρώτη metal κυκλοφορία από την Neat (Νο03 στον κατάλογο της μετά τα προαναφερθέντα pop singles), την οποία θα ακολουθούσε μία μυθική σειρά singles και άλμπουμ από την εταιρεία.  Ακολούθησε μία σειρά 5 demos ηχογραφήθηκε σε δεύτερη φάση (“Slave to Freedom”, “The Final Answer”, “Shakespear Road”, “Don't Take Nothing”και “Alright on the Night”) με όλη την ωμή, άγρια ενέργεια του νεαρού συγκροτήματος και γιατί έγιναν βασικότατο σχήμα του νέου κινήματος που ανέτειλε στον κόσμο του metal που συνδύαζε τις παλιότερες μουσικές hard rock/metal επιρροές της δεκαετίας του ’70 με την νοοτροπία του punk. Του περίφημου (NWOBHM). Προϊόντα μίας έκρυθμης κοινωνικής κατάστασης, με τον κόσμο να διαμαρτύρεται κόντρα στην κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και στην ανατολή ενός ακραία φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, καθοδηγούμενο από την «Σιδηρά Κυρία» Margaret Thatcher. Οι  Tygers of Pan Tang είχαν την τιμητική τους, στο πρώτο άρθρο της “Sounds” και στην πρώτη αναφορά του «Νέου Κύματος», δια χειρός Geoff Barton, να αναφερθούν πλάι σε κάποιους Iron Maiden από το Λονδίνο, κάποιους Def Leppard από το Sheffield, κάποιους άλλους SaxonN από το Barnsley και αυτούς τους ιδίους από το Whitley Bay ως τα πρωταρχικά συγκροτήματα του NWOBHM.

Τον Ιούνιο του 1980 και αφού μετακόμισαν στο Λονδίνο,  μπήκαν στα Morgan Studios, για να ηχογραφήσουν το ντεμπούτο τους με παραγωγό τον Chris Tsangarides που πίστεψε πραγματικά στο νεαρό συγκρότημα καταφέρνοντας να τους προσδώσει έναν εμβληματικό ήχο, πειραματιζόμενος αρκετά, όπως π.χ. βάζοντας τον Weir να παίξει κιθάρα μέσα από ένα ηχείο που συνήθως χρησιμοποιούνταν από πληκτράδες, κάτι που ακούγεται στα αρμονικά μέρη του τραγουδιού “Slave to freedom”.
Οι νεαροί Tygers δεν έχαναν ευκαιρία να χαρούν την πρωτεύουσα, μία σαφώς σημαντική αναβάθμιση από το μικρό Whitley Bay. Έβγαιναν έξω κάθε βράδυ για πάρτι, όπου όλα τα συγκροτήματα συναντιόντουσαν αρχικά στο “The Ship” και μετά στο ιστορικό Marquee Club,  στο West End του Λονδίνου. Έτσι, σε μια τυπική βραδιά θα συναντούσαν μέλη των Iron Maiden, Motorhead, UFO, Praying Mantis σε μια «υπέροχη περίοδος φιλίας» κατά τον Robb Weir. Αποτέλεσμα του καλού κλίματος ήταν και η γρήγορη, εύκολη και διασκεδαστική ηχογράφηση του ντεμπούτου τους, σε μόλις 11 μέρες από την αρχή μέχρι το τέλος, εν μέρει και λόγω του γεγονότος ότι πλην ενός τραγουδιού, όλα τα υπόλοιπα τα έπαιζαν live ήδη δύο χρόνια, οπότε τα ήξεραν απέξω και ανακατωτά.
23 Αυγούστου 1980 έγραφε το ημερολόγιο όταν επιτέλους κυκλοφόρησε ένα από τα πιο εντυπωσιακά άλμπουμ της χρονιάς και του NWOBHM γενικότερα, το ντεμπούτο τους με τίτλο Wild Cat. Τα 10 τραγούδια που απαρτίζουν το άλμπουμ, μοιρασμένα ισομερώς στις δύο πλευρές του δίσκου, είναι boogie, είναι groovy, είναι γεμάτα μαγκιά και τσαμπουκά, έχουν αυτή την θορυβώδη γοητεία και το σκανταλιάρικο στοιχείο που έλειπε από άλλες μπάντες! Κάτι από τα riffs των πρώιμων Maiden, τον δυναμισμό των Tank και την νοοτροπία του punk, όχι με τεράστια μουσικότητα αλλά με αθωότητα και πυγμή. DiAnno των Maiden και την αυθάδη αυτοπεποίθηση του Phil Mogg των UFO, χάνοντας τις μισές νότες στην πορεία! Αυτό ήταν και ένα βασικό πλεονέκτημα της μπάντας, μαζί με το κοφτό, ογκώδες παίξιμο του Weir (με μπόλικο wah), πάντα στο πνεύμα της σκηνής και της εποχής, που έδενε ιδιαίτερα με το μετρημένο παίξιμο του μπασίστα Rocky Laws, ενώ τα drums του Dick αγκαλιάζουν ολοκληρωτικά την προσπάθεια των υπολοίπων, δίνοντας μία ευχάριστη ροή, ένα άνετο τέμπο προκειμένου να προκύψει το τελικό αποτέλεσμα.
Οι κάπως εχθρικοί προς την τρίτη ηλικία στίχοι του “Euthanasia”, δεν αποτελούν εμπόδιο στο να αρχίσει με το καλημέρα το headbanging, με ένα εκπληκτικό riff από τον Weir. Το “Slave to freedom” είναι όντως ένας ύμνος προς την ελευθερία και εναντίον της υποκρισίας και της καταπίεσης, σε κοινωνικό επίπεδο. Ακολουθεί το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Cox και το πρώτο single του άλμπουμ, με τίτλο “Don’t touch me there”, εμπνευσμένο απευθείας από το μπλοκάκι με τους στίχους του Bon Scott. Τα “Money” και “Killers” συνεχίζουν στον ίδιο ασυγκράτητο ρυθμό, Budgie, Thin Lizzy, όλες οι επιρροές τους είναι εκεί.
Η δεύτερη πλευρά, ξεκινάει επίσης δυναμικά, με το εμπνευσμένο από τον Michael Moorcock “Fireclown” ακούγεται άκρως Maiden-ικό. Ήταν το μοναδικό τραγούδι που ξαναγράφτηκε πριν ηχογραφηθεί για το άλμπουμ. Η αρχική έκδοση και αυτή που έπαιζε το συγκρότημα live  όλους τους προηγούμενους μήνες είχε ένα τελείως διαφορετικό ρεφρέν και διαφορετικό τίτλο, “The final answer”. To “Wild Cats” μπήκε στο δεύτερο single (κακώς κατά την γνώμη μου, αφού υπήρχαν πολύ καλύτερα τραγούδια) και ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που έγραψε μόνος του ο Weir. Κάπου εδώ έρχεται η πολύ δυνατή τριάδα που κλείνει το άλμπουμ. Για αρχή, “Suzie smilied”, με ρυθμό Ramones και τον Cox να τραγουδάει σαν ένας NWOBHM Billy Idol, να ανεβάζει τους παλμούς και με αδιάκοπο σφυροκόπημα να μας λέει την ιστορία μιας κοπέλας που πήγε στην πρωτεύουσα από την επαρχία για να γνωρίσει την δόξα και την φήμη, μόνο για να απογοητευτεί στο τέλος και να επιστρέψει στην μικρή πόλη της. To εν λόγω κομμάτι, μαζί με το “Slave to freedom”, παίζονται ακόμα και σήμερα από τους TYGERS στις συναυλίες τους και αυτά τα δύο είναι αγαπημένα του Robb Weir. To προτελευταίο “Badger Badger” είναι εξαιρετικό, για να μας οδηγήσει στο πιο «σκοτεινό» κλείσιμο του “Insanity”, με τον καλπάζοντα ρυθμό του, τραγούδι που σίγουρα ενέπνευσε κόσμο και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Συνδυάζοντας στοιχεία από punk, heavy metal, blues και rock n’ roll, με ωραίες εναλλαγές στον ρυθμό, τα κολλητικά riffs και τον εξαιρετικό ήχο που τους έδωσε ο Tsangarides, το Wild Cat δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο. Εκτός ίσως από τους γονείς του Robb Weir, που όταν τους έδειξε το άλμπουμ, αυτοί ανταποκρίθηκαν με κατανόηση, αφού του είπαν να βρει μία … κανονική δουλειά!
Σε δεύτερη φάση, η MCA κυκλοφόρησε σε singles τα “Suzie smiled” (με b-side την διασκευή στο “Tush” των ZZ Top), το εκτός άλμπουμ τραγούδι τους “Rock 'N' Roll Man” (με b-sides τα “All Right On The Night” και “Wild Cats”) και το “Euthanasia” (με b-side το ΤΡΟ-ΜΕ-ΡΟ “Straight as a die”).
Την αμέσως επόμενη ημέρα, οι Tygers μετέβησαν στο Reading, με εφόδια κάμποσα singles, ένα ολοκαίνουργιο πρώτο άλμπουμ και έναν νέο κιθαρίστα, για να εμφανιστούν στην τρίτη μέρα του διάσημου φεστιβάλ, στην μάλλον εντυπωσιακότερη χρονιά του με Headliners τους Whitesnake (John Sykes ακούς;). Αυτή η εμφάνιση έδωσε στο συγκρότημα την απαραίτητη ώθηση να βγουν για πρώτη φορά σε περιοδεία ως headliners. Την δεύτερη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, το “Wild Cat” μπήκε στο βρετανικό top-20, στο Nο. 18.


Όλα φαινόντουσαν καλά, εκτός από κάποιες ενστάσεις, οι οποίες απέκτησαν μέγεθος …χιονοστιβάδας μέχρι το τέλος της χρονιάς. Αρχικά, ήταν οι ανταποκρίσεις των ΜΜΕ από το Reading που έδειχναν ως αδύναμο κρίκο του συγκροτήματος τον Jess Cox, λόγω της ιδιαίτερης ερμηνείας του. Λίγο καιρό αργότερα, το management τους και ο ατζέντης τους δήλωσαν ότι «με τον τραγουδιστή που έχετε αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε πραγματικά να προχωρήσουμε την καριέρα του συγκροτήματος εκτός Ηνωμένου Βασιλείου». Και αυτοί πήραν την απόφαση να αλλάξουν την σύνθεση του συγκροτήματος. Στον τύπο δηλώθηκε ότι ο Cox αποφάσισε να εγκαταλείψει το συγκρότημα λόγω των πανταχού παρόντων «μουσικών διαφορών» που αναφέρονται σε αυτές τις περιπτώσεις. Κατά άλλους, ο Cox ήταν ήδη σε συνομιλίες με τον Dennis Stratton που μόλις είχε αφήσει τους Iron Maiden, για να δημιουργήσουν τους Lionheart. Χρόνια αργότερα, ο Cox θα γινόταν αφεντικό στην Neat Records, την πρώτη δισκογραφική στέγη των Tygers of Pan Tang!
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
To Wild Cat δεν έχει πολλή σχέση με τις καλογυαλισμένες δουλειές που ακολούθησαν. Είναι ένα αλήτικο, παιχνιδιάρικο και τίμιο άλμπουμ. Εκφράζει τα λαϊκά στρώματα στην απλότητα του, ποτισμένο από αλκοόλ και σχεδόν ευφορικό. Η λέξη-κλειδί είναι «ακατέργαστο», όπως άλλωστε και γενικότερα στο βρετανικό metal, στις αρχές της δεκαετίας του '80. Για να το θέσω απλά, αυτό είναι ένα από τα καλύτερα hard rock/heavy metal άλμπουμ εκείνης της εποχής. Και αν δεν πιστεύετε μένα, ρωτήστε τους Lars Ulrich και James Hetfield των Metallica και τον Michael Wilton των Queensryche, μεταξύ πολλών άλλων Αμερικανικών σχημάτων. 

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ

21/4/22
 

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ WILD CAT
Σπουδαίο άλμπουμ, από τα καλύτερα της εποχής του. Ωμός ήχος, ακατέργαστη heavy φωνή, που δεν γνώρισε την επιτυχία που του άξιζε, αλλά δεν πειράζει. Πολλούς από εμάς, μας σύστησε τον υπέροχο κόσμο του NWOBHM κι απορώ με τους νεότερους που ΔΕΝ έζησαν εκείνη την εποχή, που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο επόμενο άλμπουμ τους, Spellbound. Απόψεις!΄΄Όμως το Wild Cat ήταν αυτό που σημάδεψε την πορεία του και σας προτείνω αντί να διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να το ακούσετε.

 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου