FANTASY: ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΑΝ ΠΟΤΕ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΑΝ

Κυριακάτικη περιπλάνηση στο Μοναστηράκι, κάπου στα μέσα των 90’s, με διάθεση να ανακαλύψω  ακούσματα ή συγκροτήματα που μού ήταν άγνωστα.  Το μάτι μου πέφτει σε ένα CD του (τότε άγνωστου για μένα) συγκροτήματος Fantasy. Ο τίτλος: “Beyond the beyond”. Μου άρεσαν τόσο το όνομα του γκρουπ, όσο ο τίτλος και το εξώφυλλο του CD. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού μού επέτρεψε ν’ ακούσω ένα κομμάτι κι αυτό ήταν το “Afterthought”. Ενθουσιάστηκα (τόσο πολύ που δεν πρόσεξα ότι το CD δεν ήταν αυθεντικό, αλλά αντίγραφο φτιαγμένο σε κάποιον ηλεκτρονικό υπολογιστή) και  το αγόρασα αμέσως. Έτσι γνώρισα ένα από τα καλύτερα (αν και άγνωστο στο ευρύ κοινό) συγκροτήματα των 70’s.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ CHAPEL FARM ΣΤΟΥΣ FIREQUEEN
Η ιστορία των Fantasy ξεκινά σε μια εγκαταλειμμένη φάρμα κοντά στο Gravesend του Kent. Εκεί δημιουργήθηκε το συγκρότημα, πριν περίπου πενήντα χρόνια, που  αρχικά ονομάστηκε  Chapel Farm. Ο χώρος ανήκε στον πρώτο τους τραγουδιστή Paul Petley. Η ζεστή, φιλική ατμόσφαιρα , που υπήρχε στη φάρμα, αποτέλεσε πόλο έλξης και για άλλους ταλαντούχους μουσικούς της περιοχής, όπως ο κιθαρίστας Geoff  Whitehorn , που έγινε βασικό μέλος τους και συνθέτης των περισσότερων τραγουδιών στα πρώτα βήματά τους. Ιδρυτικό μέλος των Chapel Farm ήταν και ο μπασίστας David Read, που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό τους, αφού έδωσε βάθος και έντονα μελωδική χροιά στον ήχο τους. Ο Read ασχολήθηκε τόσο με τους στίχους όσο και με την σύνθεση των τραγουδιών. Ιδρυτικό μέλος ήταν και ο κημπορντίστας David Metclafe που, όπως συνέβη με τους σημαντικότερους κημπορντίστες της εποχής, είχε κλασική μουσική παιδεία.
Ο ντράμερ Brian Chattam συμπλήρωνε τη σύνθεση των Chapel Farm, όταν ηχογράφησαν τα πρώτα τους demos. Χρειάστηκε να περάσουν δυο ολόκληρα χρόνια για να αποκτήσουν την αυτοπεποίθηση ώστε να βγουν από το «καβούκι» της φάρμας και να παίξουν μπροστά σε κοινό. Σ’ αυτό το διάστημα ο Paul Lawrence πήρε τη θέση του τραγουδιστή (αντικαθιστώντας τον Petley), γεγονός που οδήγησε στην μετεγκατάσταση του γκρουπ στο υπόγειο της οικείας του David Read. Η φωνή του Lawrence ήταν μελωδική, συναισθηματική και εκ διαμέτρου αντίθετη με εκείνη του Petley που ήταν πιο μπλουζ. Έτσι το συγκρότημα απέκτησε έναν ήχο πιο σαφή, με μεγαλύτερη ευελιξία και εύρος.  Μέλος του συγκροτήματος έγινε και ο νεαρός ταλαντούχος κιθαρίστας Bob Vann, όπως και ο Jon Webster, ένας ντράμερ με jazz καταβολές. Η πρώτη εμφάνιση των Chapel Farm έγινε κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης (με ελεύθερη είσοδο) συναυλίας, που δόθηκε στο Gravesend. Εκτός των Chapel Farm συμμετείχαν οι Edgar Broughton Band και οι Pink Fairies. Η εμφάνισή τους ενθουσίασε το κοινό. Είναι χαρακτηριστικό ότι , όταν οι διοργανωτές σταμάτησαν την παροχή ρεύματος για να ολοκληρωθεί η συναυλία, πολλοί θεατές οδήγησαν τα αυτοκίνητά τους μπροστά στη σκηνή, άναψαν τα φώτα για να τη φωτίσουν και οι Chapel Farm συνέχισαν να παίζουν unplugged τα τραγούδια τους! Ο δρόμος για την επιτυχία μοιάζει να έχει ανοίξει, κάτι που επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι επιλέγονται να ανοίξουν τη συναυλία των Argent. Δυστυχώς ένα τραγικό γεγονός θα αλλάξει τη μοίρα τους. Είναι Μάρτης του ’72, όταν αποφασίζουν να πάρουν μέρος σε έναν διαγωνισμό που διοργάνωνε η μουσική εφημερίδα“Melody Maker” σε ένα ξενοδοχείο στο Cliftonville. Ο Paul Lawrence θυμάται: «Μπήκαμε στο ξενοδοχείο, αλλά είχαμε χάσει τα ίχνη του Bob. Ανησυχήσαμε, γιατί ήταν η ημέρα των γενεθλίων του, συμπλήρωνε τα 18 του, και είχε πιεί αρκετά». Οι φόβοι τους επαληθεύτηκαν καθώς διαπιστώθηκε ότι ο Bob Vann, αφού περιπλανήθηκε μεθυσμένος στην ακτή της περιοχής, έχασε την ισορροπία του και έπεσε στα βράχια, βρίσκοντας τραγικό θάνατο. Αν και οι στιγμές είναι πολύ δύσκολες, παίρνουν την απόφαση να συνεχίσουν. Ο Webster προτείνει, για διάδοχο του Vann, τον κιθαρίστα Pete James με τον οποίο γνωρίζονταν από την κοινή τους θητεία σε μια άλλη τοπική μπάντα, τους Joy. Η απόφασή τους για ένα νέο ξεκίνημα σηματοδοτείται και από την απόφαση να αλλάξουν το όνομά τους σε Firequeen.
ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ FANTASY
Στέλνουν τα demos τους σε διάφορες εταιρίες, αλλά ουσιαστικό ενδιαφέρον δείχνει η Polydor. Όμως υπάρχει ένα πρόβλημα: το όνομα του συγκροτήματος. Ο Metclafe θυμάται: «Δεν τους άρεσε το Firequeen, γιατί ήταν πολύ κοντά στους Queen, ενώ το Chapel Farm παρέπεμπε σε country μπάντα». Η εταιρεία τους προτείνει το όνομα Fantasy. «Δεν είχαμε άλλη επιλογή και μισήσαμε το γεγονός ότι έπρεπε να υπακούσουμε, αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι είχαν δίκιο, αφού αυτό το όνομα ήταν αντιπροσωπευτικό για τον ήχο μας», θυμάται ο Paul Lawrence.  Υπογράφουν τριετές συμβόλαιο, την άνοιξη του 1973, με προοπτική να ηχογραφήσουν πέντε άλμπουμ.  Το group πηγαίνει στα Chipping Norton Studios τον Μάιο  με παραγωγό τον Peter Sames. Σχεδιάζουν την ηχογράφηση ενός album με δέκα τραγούδια, με τον ήχο τους να ακούγεται ευχάριστα στους fans των Genesis ή των  Caravan. Ο Metcalfe θυμάται: «Δεν μπορέσαμε να φτάσουμε στην αναγνωρισιμότητα  που θέλαμε. Δεν νομίζω ότι η Polydor κατάλαβε τη μουσική μας, ενώ το management αποδείχθηκε ανεπαρκές». Παρ’ όλα αυτά κάνουν το ντεμπούτο τους στο Marquee παίζοντας στο πλευρό του Robin Trower και παίζουν σε όλη τη χώρα σαν support μεγάλων ονομάτων (Uriah Heep, Free, Genesis, Supertramp, Argent, Greenslade). Μάλιστα σε μια special βραδιά στο Marquee δυο συγκροτήματα επιλέγονται για την προώθηση των πρώτων  τους άλμπουμ. Το ένα είναι οι Fantasy και το άλλο οι Queen! Το πρώτο τους άλμπουμ κυκλοφορεί το φθινόπωρο του 1973. Ο αρχικός τίτλος ήταν "Virgin On The Ridiculous", αλλά τελικά προτιμήθηκε το "Paint A Picture". Στο άλμπουμ περιέχονται όλα τα τραγούδια που έπαιζαν live, όπως το "The Award", που ήταν γραμμένο για τον Bob Vann. Το πρώτο single ήταν το "Politely Insane',  το οποίο γράφτηκε και ηχογραφήθηκε σε μια μέρα, με B-side το "I Was Once Aware" το οποίο δεν περιλαμβανόταν στο “Paint a picture”. Δυστυχώς τόσο το άλμπουμ όσο και το single απέτυχαν εμπορικά. Οι Fantasy προβληματίστηκαν, αλλά δεν απογοητεύτηκαν καθώς πίστευαν ότι η υφή του υλικού τους ήταν τέτοια που το κοινό χρειαζόταν χρόνο για να δεθεί μαζί τους. Το χειρότερο ήταν ότι από τη μέρα που μοιράστηκαν τη σκηνή του Marquee με τους Queen  δεν κατάφεραν να κάνουν μια περιοδεία για να προωθήσουν το “Paint a picture”. Παράλληλα η Polydor έριξε όλο το βάρος στην προώθηση των Slade που τότε γνώριζαν τεράστια επιτυχία, αδιαφορώντας για τους Fantasy. 
Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ
Τον Ιούλιο του 1974 επιστρέφουν στα Chipping Norton Studios με τον ίδιο παραγωγό (Peter Sames)για να ηχογραφήσουν το δεύτερο LP τους. Αποφασίζουν να στηρίξουν το ήχο τους περισσότερο στην κιθάρα του James, θεωρώντας ότι αυτό το στοιχείο έλλειψε από το “Paint a picture”. Το άλμπουμ είναι concept με τα καινούρια τραγούδια να αντλούν τα θέματά τους από το φανταστικό, τη μεταθανάτια ζωή και τις εσωτερικές αναζητήσεις.  «Από τη στιγμή που μπήκαμε στο studio είχαμε τη βεβαιότητα ότι θα δημιουργούσαμε ένα album, που θα αποτελούσε ένα βήμα μπροστά. Δυστυχώς η ατμόσφαιρα ήταν κακή, το πράγμα δεν προχώρησε. Ειδικά  ο παραγωγός δεν ήταν συγκεντρωμένος 100% στη δουλειά του», θυμάται ο Metclafe . Η Polydor απέρριψε τις ηχογραφήσεις και τους διέκοψε το συμβόλαιο.  Αυτή η εξέλιξη ήρθε σαν συνέπεια του ότι το management της μπάντας ήταν ανεπαρκές , οι σχέσεις με την εταιρεία ήταν χείριστες και τα μέλη της μπάντας δεν φέρονταν σαν επαγγελματίες καθώς διατηρούσαν τις πρωινές δουλειές τους. Ο Dave Metcalfe εγκατέλειψε το συγκρότημα και έτσι οι Fantasy διαλύθηκαν. Δυο χρόνια αργότερα έγινε μια προσπάθεια επανένωσης του συγκροτήματος, με μέλη τους: David Read (μπάσο), Nick Page (πιάνο), Paul Lawrence (φωνητικά), Jon Webster (ντράμς), Pete James (κιθάρα). Οι ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου φέρνουν τους Fantasy σε διαφορετική κατεύθυνση από τον κλασικό τους ήχο. Ακούγονται πιο νωχελικοί με περισσότερο pop διάθεση. Το σχήμα αποδείχθηκε βραχύβιο και ένα χρόνο αργότερα οι Fantasy αποτέλεσαν οριστικά μέρος του ένδοξου παρελθόντος του progressive-hard rock των 70’s.
Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΥΛΙΚΟΥ
Έπρεπε να περάσουν περίπου 15 χρόνια για να ασχοληθεί ξανά ο τύπος και το κοινό με τους Fantasy. Ήταν το 1990 όταν η εταιρεία Audio Archives έκανε γνωστό ότι θα κυκλοφορήσει το “Beyond the beyond”. Έτσι το 1992 οι ελάχιστοι που θυμούνταν τους Fantasy και οι φανατικοί φίλοι του progressive rock είχαν την ευκαιρία να απολαύσουν κομμάτια όπως: το “Beyond the beyond” με τον υπέροχο ήχο του mellotron να αποτελεί τη βάση του, το “Afterthought” με τις εντυπωσιακές αλλαγές και τις απαλές αρμονίες, το “Alanderie” που δείχνει πόσο είχαν ωριμάσει σαν συγκρότημα ή το “Church clock” που στηρίζεται στο εκκλησιαστικό όργανο, το κλαρινέτο και  το διπλό μπάσο, που συνδυάζονται με τη μελωδική φωνή του Paul Lawrence. Δυο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί και το “Vivariatum” που περιέχει σπάνιες ηχογραφήσεις από την εποχή των Chapel Farm, αλλά και από την περίοδο της σύντομης επανένωσης του group (1976-1977).
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Κανένα από τα μέλη των Fantasy δεν έκανε κάτι αξιοσημείωτο τα επόμενα χρόνια. Εξαίρεση αποτελεί ο Geoff Whitehorn που τον συναντάμε σε αρκετά γνωστά συγκροτήματα όπως: οι Crawler (όπου αντικατέστησε τον Paul Kossof, μετά τον θάνατό του), οι Procol Harum (συμμετέχει σε όλες τις ηχογραφήσεις τους από το 1991 και έπειτα). Επίσης, σαν session μουσικός έχει συνεργαστεί με τους: Bad Company, Jethro Tull, Kevin Ayers, Elkie Brooks, The Who, Roger Waters, Manfred Mann's Earth Band, Paul McCartney, Billy Ocean  και Paul Rodgers.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι πολλοί οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται αν ένα συγκρότημα θα μπορέσει να φτάσει στην επιτυχία. Δεν αρκεί το ταλέντο (που σίγουρα είχαν οι Fantasy). Χρειάζεται να έχεις επαγγελματική νοοτροπία, να κάνεις σωστές επιλογές συνεργατών, να επιβάλλεις (όταν το θεωρείς απαραίτητο) την άποψή σου κόντρα σε εκείνη της εταιρείας  και επίσης να έχεις τύχη. Δυστυχώς τίποτα απ’ αυτά δεν υπήρξε χαρακτηριστικό των Fantasy, με αποτέλεσμα να παραμείνουν στην αφάνεια, αν και τα  LP τους θεωρούνταν συλλεκτικά αποκτήματα και κόστιζαν πάνω από 300 λίρες.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
•    Paint a picture (1973)
•    Beyond the beyond (1992)
•    Vivariatum (1994)

Θόδωρος Τερζόπουλος

24/6/19
Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου