Ο ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΗΧΟΣ ΤΩΝ EMERSON LAKE AND PALMER ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΚΑΝΕΝΑΝ


Λειτουργώντας σαν βασικός πυλώνας του Progressive Rock με 48.000.000 πουλημένους δίσκους, οι Emerson, Lake & Palmer (ELP) αποτέλεσαν ένα από τα καλύτερα συγκροτήματα της εποχής: μιας εποχής που είχε ξεφύγει από τα 3λεπτα τραγούδια του rock’n’roll, από τα ευχάριστα pop της δεκαετίας του 60 κι από το glam που είχε κατακλίσει τη Μ.Βρετανία. Η πλέον καινούργιa συνθετική δομή των κομματιών, απαιτούσε(!) μεγάλη διάρκεια χρόνου, μάλλον δυσνόητους στίχους, πλούσια χρήσης της σύγχρονης τεχνολογίας (synthesizer) και πάντρεμα κλασικής μουσικής, με το rock ακόμα και με τη jazz. Η ιστορία των Emerson Lake and Palmer, εν συντομία ELP όπως την κατέγραψε ο Αλέξανδρος Ριχάρδος από το 1970 έως και το 1994.
Την πρώτη και τη βαθύτερη ρίζα των ELP τη βρίσκουμε στο αγγλικό progressive συγκρότημα των Nice, που τη διετία 1968-1969 κυκλοφόρησε 3 σημαντικά άλμπουμ, χαράσσοντας την πορεία του progressive χρησιμοποιώντας στοιχεία κλασικής μουσικής, σε μια εποχή που ο όρος progressive ήταν ακόμα στα σπάργανα. Τον Μάρτιο του 1970 το συγκρότημα διαλύθηκε με τον οργανίστα Keith Emerson, να ψάχνει τον επόμενο σταθμό του. Ο νεαρός Greg Lake, καταγόταν από πολύ φτωχή οικογένεια, που τους έλειπαν ακόμα και τα απαραίτητα. Στα 12 χρόνια του έμαθε κιθάρα και είδε ότι ήταν, ο πιο εύκολος τρόπος μέσα στη μιζέρια της οικογένεια τους να βγάλει χρήματα.Ταυτόχρονα, εκείνον τον καιρό, έγραψε το πρώτο τραγούδι του που ήταν το "Lucky Man" και στα 17 ήταν επισήμως επαγγελματίας μουσικός, συνιδρύοντας μαζί με τον Robert Fripp, τους King Crimson όπου έπαιζε μπάσο, κιθάρα και τραγουδούσε, συμμετέχοντας στον ιστορικό  άλμπουμ In the Court of the Crimson King (1969) αλλά και σε 4 τραγούδια στο δεύτερο άλμπουμ τους  In the Wake of Poseidon.  
Οι δύο μουσικοί είχαν συναντηθεί για πρώτη φορά το 1969 όταν τα δύο συγκροτήματα, οι Nice και οι King Crimson, έπαιξαν στο Fillmore West του San Francisco. Κατά τη διάρκεια του soundcheck πρόβαραν μαζί και …κούμπωσαν με τον Emerson, ενθουσιασμένος που ο καινούργιος φίλος του εκτός από κιθάρα και τραγούδι, έπαιζε και μπάσο! «Πριν καταλήξω στον Lake, στο μυαλό μου υπήρχε ο Chris Squire (μετέπειτα Yes) αλλά και ο Jack Bruce, αλλά δεν τα βρήκαμε από την πρώτη συζήτησή μας» έχει πει ο Emerson. Με δεδομένη τη διάθεση των Emerson και Lake, να αναζητήσουν την καριέρα τους μακριά από τα συγκροτήματά τους, οι Emerson και Lake, ήλθαν σε επαφή το Απρίλιου του 1970 όταν οι Nice είχαν διαλυθεί κι ο Lake ήταν εκτός King Crimson.

ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ...JIMI HENDRIX 

 Στη συνέχεια, έχοντας αποφασίσει να προχωρήσουν σαν τρίο, άρχισαν να ψάχνουν ντράμερ, με τον Lake να συναντιέται με τον Mitch Mitchell, ο οποίος είχε αποχωρήσει από τους The Jimi Hendrix Experience. Ο Mitchell του επισήμαινε ότι «ο Jimi θέλει να κάνει κάτι διαφορετικό, θα ήταν καλή ιδέα να τζαμάρουμε και οι 4»! Φανταστείτε ένα συγκρότημα που αν χρησιμοποιούσαν τα αρχικά των επιθέτων τους, θα λεγόταν….HELP. Ο Keith Emerson στο περιοδικό Classic Rock Σεπτ. 2004, είπε ότι τζάμαρε με τον Hendrix αλλά ήταν ένας άνθρωπος που η μουσική του ήταν πολύ διαφορετική από αυτή που είχαν στο μυαλό τους οι Emerson και Lake, με τον τελευαίο να δηλώνει στην εφημερίδα Phoenix New Times και στο περιοδικό Classic Rock την προσωπική του άποψη:« O Hendrix είχε παρακολουθήσει αρκετές φορές τους King Crimson κι όταν αποφασίσαμε με τον ο Keith Emerson να σχηματίσουμε ένα δικό μας συγκρότημα, σκεφτήκαμε να πάρουμε για ντράμερ τον Mitch Mitchell των Experience, οι οποίοι μόλις είχαν διαλυθεί και ο Hendrix είχε σχηματίσει τους Band of Gypsies. Ο Mitchell ήταν διαθέσιμος να προχωρήσουμε μαζί και πρότεινε να καλέσει και τον Hendrix αφού τελείωνε τις εμφανίσεις που είχε κλείσει με τους Band of Gypsies. Δεν είχαμε καταλήξει ακόμα, όταν μας τηλεφώνησε ο manager των Cream και Bee Gees, Roger Stigwood (ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας RSO Records) και μας πρότεινε για τη θέση του ντράμερ, τον Carl Palmer. Κάναμε μια πρόβα και είδαμε ότι ταιριάζαμε και είχαμε τον ήχο που θέλαμε. Αποφασίσαμε να προχωρήσουμε δίνοντας βάση στα πλήκτρα και στη μελωδία [ λίγο αργότερα ο Hendrix πέθανε]. Όσα ακούγονται ότι θα ονομαζόμαστε HELP (σ.σ. από τα αρχικά των ονομάτων τους) και ότι κάναμε πρόβες είναι φήμες και τίποτε άλλο».
 Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ CARL PALMER

O Palmer είναι ο πρώτος στη μέση (Atomic Rooster)

Σύμφωνα με τον Keith Emerson, o manager του Tony Stratton-Smith (μετέπειτα ιδρυτής της Charisma Records), πρότεινε τον Carl Palmer, που ήταν ήδη γνωστός, παίζοντας με τους Atomic Rooster και The Crazy World of Arthur Brown. Η πρόβα που έκαναν οι τρεις μουσικοί ήταν αποδοτική κι αποφάσισαν να προχωρήσουν με υποψήφια ονόματα, Triton (άρεσε στον Emerson), Triumvirate(αργότερα εμφανίστηκε γερμανικό συγκρότημα με αυτό το όνομα) και Seahorse για να καταλήξουν στο Emerson, Lake & Palmer, με πρώτο το όνομα του Keith Emerson που ήταν ο πιο γνωστός από τους τρεις. Ο Carl Palmer(72 ετών σήμερα) είχε πάρει τα πρώτα μαθήματα ντραμς από τον παππού του που ήταν καθηγητής μουσικής στη Royal Academy(σ.σ. όχι, παίζουμε),έχοντας πρότυπο τον jazz ντράμερ, Gene Krupa, με πρώτο συγκρότημα του να είναι οι King Bees, που άλλαξαν το όνομά τους σε Craig και το 1966, κυκλοφόρησαν ένα μικρό δίσκο με το τραγούδι “I must be Mad”, έντονα επηρεασμένο από τον ήχο των Who. Την ίδια περίπου εποχή έκανε την πρώτη audition του για τους Chants, για να καταλήξει ντράμερ στους Thunderbirds, το συγκρότημα που συνόδευε τον  Chris Farlowe.  Ήταν μόλις 16 ετών!!!« Την Παρασκευή έφυγα από το σχολείο, την Κυριακή έφυγα από το σπίτι μου και την Τετάρτη είχα προσληφθεί στους Thunderbirds »(Classic Rock Σεπτ. 2004). Το 1969 τον βρίσκουμε να αντικαθιστά τον Drachen Theaker στα ντραμς στην μπάντα του Arthur Brown(ο Palmer ΔΕΝ παίζει στο "Fire") για να ξανά φύγει κι από τους Crazy World of Arthur Brown, μαζί με τον οργανίστα Vincent Crane και να σχηματίσουν τους Atomic Rooster, με τραγουδιστή/μπασίστα τον Nick Graham. Ο Palmer μιλάει με τα καλύτερα λόγια για τον Crane (έφυγε από τη ζωή το 1989), ο οποίος αντιμετώπισε και ψυχολογικά προβλήματα. Μετά  την κυκλοφορία του πρώτου ομότιτλου άλμπουμ των Atomic Rooster (1970), του τηλεφωνεί ο Keith Emerson και του προτείνει να κάνει audition για το νέο συγκρότημα που ετοίμαζε. Ο Palmer ήταν ήδη …μέσα! «Ήθελα να παίξω σε ένα trio. Το πρώτο που κάναμε ήταν να αγοράσουμε ένα Mercedes van για να μετακινούμαστε, ενώ τον Craig Lake δεν τον ήξερα κι ήμουν συγκρατημένος. Ήξερα τους King Crimson αλλά δεν ήξερα ποιος τραγουδούσε». Το αστείο είναι ότι ο Palmer συμμετείχε στην αρχική ηχογράφηση του τραγουδιού των Atomic Rooster,”Tomorrow Night” το οποίο το συγκρότημα επαναηχογράφησε με ντράμερ τον Paul Hammond. Το τραγούδι σταμάτησε στο Νο11 του βρετανικού chart, κάνοντας τον Palmer να αναλογιστεί αν είχε κάνει καλά που αποχώρησε! Μέλος πλέον των ELP, έκαναν τις πρώτες πρόβες στο Island Studios του Notting Hill, όπου οι τρεις μουσικοί διαπίστωσαν ότι μεταξύ τους ήταν ανταγωνιστικοί αλλά όχι καταστροφικοί. Αντίθετα, επειδή ο καθένας ήταν προσηλωμένος στο όργανό του, το επίπεδο παιξίματός τους ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Ένα από τα πρώτα κομμάτια που πρόβαραν ήταν το "The Barbarian", μια διασκευή στο έργο του Ούγγρου συνθέτη Béla Bartók για να ακολουθήσει το κλασικό «Rondo", μια διασκευή της jazz σύνθεσης, "Blue Rondo à la Turk" του Dave Brubeck, το οποίο είχαν ηχογραφήσει οι Nice με την ονομασία "Nut Rocker". Για τη βελτίωση του ήχου τους, αγόρασαν ένα Moog modular synthesizer, το οποίο δεν υπήρχε στην αγγλική αγορά και το έφεραν από την Αμερική, κόστους 4.000λιρών και ένα μείκτη για τη κονσόλα στα live τους αντί £9,000! 

 Κι ενώ έχουν αρχίσει τις πρώτες πρόβες, με τους δημοσιογράφους να έχουν μάθει την ύπαρξή τους, οι διοργανωτές του Isle of Wight Festival τους κλείνουν για να εμφανιστούν. Μπορεί τα αμερικάνικα ονόματα να ήταν οι δυνατοί πόλοι έλξης του φεστιβάλ αλλά οι Emerson Lake and Palmer είχαν «τραβήξει» πολύ κόσμο και δημοσιογράφους, αφού όλοι ήθελαν να δουν το μεγάλο progressive συγκρότημα που ανέτειλε. Η εμφάνισή τους είχε διαφημιστεί σαν η πρώτη στην ιστορία τους αν και η αλήθεια ήταν ότι η πρώτη εμφάνισή τους έγινε λίγες ημέρες πριν το Isle of Wight Festival, στις 23 Αυγούστου 1970 στο Plymouth Guildhall, με support τους Earth (καμία σχέση με τους pre Black Sabbath, Earth. Απλή συνωνυμία, για αυτό και οι «δικοί» μας Earth άλλαξαν το όνομά τους σε Black Sabbath). Είχαν μετακινηθεί με ένα φορτηγάκι που χρησιμοποιούσαν και οι Yes και είχαν πληρωθεί 400 λίρες.

Επίτηδες είχαν διαλέξει να παίξουν σ’ ένα μέρος εκτός Λονδίνου, ώστε σε περίπτωση που δεν πετύχαιναν, ο αντίκτυπος να είναι ελάχιστος! Η εμφάνισή τους της 29ης Αυγούστου στο Isle of Wight ήταν παρά πάνω από ικανοποιητική και τα θετικά σχόλια ερχόντουσαν ακόμα κι από τις πολιτικές εφημερίδες, με την εμφάνισή τους μπροστά σε μια λαοθάλασσα να κλείνει με το"Pictures at an Exhibition" και τη χρήση 2 κανονιών (σ.σ. είχαν προηγηθεί δεκαετίες των AC/DC), που ο Keith Emerson είχε τεστάρει σε ένα χώρο κοντά στο Heathrow.

Οι managers των δισκογραφικών εταιρειών ήταν ήδη ενημερωμένοι για την ύπαρξή τους και τελικά υπέγραψαν στην Island Records και το Νοέμβριο του 1970 κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ με τίτλο το όνομά τους (Νο4 Μ.Βρετανία, Νο 18 Αμερική) με το κοινό να αντιδρά πολύ θετικά τόσο στο άλμπουμ όσο και στο νέο μουσικό παρακλάδι του rock που είχε φυτρώσει, το Progressive rock! Εξ άλλου είχε αρχίσει να υποβάλλεται(!) από τον σύνθετο μουσικό  λόγο που είχε το progressive έχοντας ήδη ακούσει το Atom Heart Mother των Pink Floyd, το Benefit (σ.σ. όσο progressive μπορεί να θεωρηθεί) των Jethro Tull, το H to He, Who Am the Only One των Van Der Graaf Generator, τα πρώτα 2 των King Crimson αλλά και το Daughter of Time των Colosseum.  Έχοντας ακούσει το πρώτο άλμπουμ τους (όπως όλα τα υπόλοιπα) δεκάδες φορές και έχοντας παίξει φανταστικό Hammond στο γραφείο μου(!), μπορώ να δηλώσω, ότι ο υποβλητικός, μεγαλειώδης ήχος που έβγαζαν τα πλήκτρα του Keith Emerson δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο. Η μαγεία που είχαν οι Rick Wakeman, Dave Greenslade και John Lord ήταν εντελώς ξεχωριστή και προσωπική, καμία σχέση με τον όγκο των ELP. To πρώτο άλμπουμ είχε τη  διασκευή της σύνθεσης του Béla Bartók για πιάνο, «Barbarian" γραμμένο το 1911 που διαβάσατε πιο πάνω, ενώ το "Take a Pebble", σύνθεση του Greg Lake, είναι το πρώτο μελωδικό-λυρικό τραγούδι του άλμπουμ, με μελωδικά περάσματα από το πιάνο του Keith Emerson και διαφοροποιείται εντελώς από το βαρύ “Barbarian”. Ακόμα το "Knife-Edge" περιλαμβάνει ένα εκτεταμένο απόσπασμα από το Allemande της πρώτης γαλλικής σουίτας No. 1 σε ρε ελάσσονα του Johann Sebastian Bach, BWV 812, με τον Lake να έχει προσθέσει στίχους.

Το βαρύ κι ασήκωτο "The Three Fates", χαρακτηρίζεται από το παίξιμο του Emerson με επιρροές μπαρόκ και jazz και καταλήγει σε ένα σαρωτικά τέλος.  Η μαγεία κι ο ομορφιά του δίσκου, βρίσκεται στο τελευταίο τραγούδι που είναι η παλιά σύνθεση του Greg Lake, "Lucky Man" που μπήκε στο άλμπουμ τελευταία στιγμή, αφού ήθελαν ένα ακόμα κομμάτι για να το συμπληρώσουν!!! Οι στίχοι μιλούν για έναν άνθρωπο που τα είχε όλα, αλλά πήγε στον πόλεμο και σκοτώθηκε. Το σόλο Moog synthesizer στο τέλος ηχογραφήθηκε με την πρώτη! Παρ΄ολο που οι progressive δίσκοι λόγω μεγάλης διάρκειας των κομματιών τους, ΔΕΝ ήταν οι πλέον κατάλληλοι να βγάλουν singles (μικρός δίσκος), το “Lucky Man” κυκλοφόρησε σε μικρό δίσκο και σταμάτησε σχετικά χαμηλά στο αμερικάνικο chart (No48) και όλως περιέργως ΔΕΝ τους χαρακτήρισε σαν ένα μελωδικό συγκρότημα! Ήταν τέτοιος ο ήχος και ο όγκος που ξεπετάχτηκε μέσα από τα αυλάκια του, που το Emerson Lake and Palmer εύκολα ταξινομήθηκε ανάμεσα στα κορυφαία progressive άλμπουμ. Σε γενικές γραμμές, το "Tarkus" είναι ένα (πολύ) καλό άλμπουμ, σίγουρα πιο προσεκτικά δομημένο από το προηγούμενο, με την πρώτη πλευρά να αποτελεί την κορύφωσή του και χωρίς την μπαλάντα του Greg Lake και τα μακροσκελή jazz ιντερμέδια.


ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

 Παρ’όλη τη σχετική απλότητά του, το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των ELP έχει μια ιστορία. Ζωγραφίστηκε από τον Βρετανό καλλιτέχνη Nic Dartnell και λέγεται, ότι αρχικά προοριζόταν για το αμερικανικό γκρουπ Spirit και ότι ο φαλακρός άνδρας στα αριστερά του εξωφύλλου είναι ο ντράμερ των Spirit, Ed Cassidy (στην ουσία φαίνεται μόνο το αυτί του. Καλύτερα φαίνεται στο οπισθόφυλλο). Ο Dartell αρνήθηκε το γεγονός λέγοντας ότι δεν συνδέεται με τους Spirit, απλά όταν ζωγράφιζε το "Bird"(έτσι αποκαλούσαν το άλμπουμ, λόγω της ύπαρξης του περιστεριού στο εξώφυλλο), ζωγράφιζε και το εξώφυλλο των Spirit με ένα πουλί στη γωνία του εξώφυλλου. Το έστειλε στο Λος Άντζελες και του απάντησαν ότι θα το βάλουν στο πίσω μέρος του άλμπουμ τους Twelve Dreams of Dr. Sardonicus. Αργότερα, ο Dartell γνωρίστηκε με τον κιθαρίστα των Spirit, Randy California και τον φωτογράφισε με τη φωτογραφία να βρίσκεται στο EP του 1982 12" Twelve Dreams of Dr. Sardonicus.Η εικόνα στο εξώφυλλο των ELP, δεν έχει καμία σχέση με τον Ed Cassidy των Spirit και δεν του μοιάζει σε τίποτα.
Την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ ακολούθησε περιοδεία στην κεντρική Ευρώπη, για να ξανά μπουν στο studio και με παραγωγό τον Greg Lake να ηχογραφήσουν το δεύτερο άλμπουμ τους που ηχητικά ήταν στα βήματα του πρώτου αν και παρουσιάστηκαν κάποια προβλήματα στις σχέσεις των Emerson και Lake, λόγω του υλικού του οργανίστα. Αυτό οδήγησε στην πρόσκαιρη αποχώρηση του Lake οποίος επέστρεψε μετά από επέμβαση του management. Οι ηχογραφήσεις του Tarkus (No1 Μ.Βρετανία, Νο 9 Αμερική)διήρκεσαν 6 ημέρες και καθιέρωσαν τους ELP στην κορυφή της κατηγορίας των Progressive συγκροτημάτων.

Για να περάσουμε στα κομμάτια, το ομότιτλο κομμάτι που αναλύεται σε 7 επιμέρους, καλύπτει ολόκληρη την πρώτη πλευρά του δίσκου(βινυλίου) με χρόνο 21΄, ξεπερνώντας σε χρονική διάρκεια το "Supper's Ready" των Genesis και το "Close to the Edge" των Yes. Είχαμε μπει στην εποχή που ένα κομμάτι κάλυπτε μια ολόκληρη πλευρά δίσκου βινύλιου. Απολαυστικό progressive rock, με το παίξιμο, κυρίως του Keith Emerson, να είναι πιο…παιχνιδιάρικο! Η β πλευρά, περιέχει 6 κομμάτια, μικρότερης διάρκειας με το "The Only Way (Hymn)" να περιέχει αποσπάσματα από την "Toccata και Fugue σε F major, BWV 540" και το "Prelude και Fugue VI, BWV 851" του Bach, ενώ το "Are You Ready, Eddy?" αναφέρεται στον ηχολήπτη Eddie Offord και σε ένα λάθος του να μην τους «γράψει» ενώ αυτοί έπαιζαν. Έτσι έδωσαν στο τραγούδι το όνομά του!
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Άγγλος ζωγράφος και σχεδιαστής William Neal και παρουσιάζει ένα armadillo μεταμορφωμένο σε τανκ!
«Η εταιρεία που εργαζόμουν τότε, συνήθως φιλοτεχνούσε εξώφυλλα κι αφίσες reggae καλλιτεχνών κι όταν προσφέρθηκε η δουλειά για το εξώφυλλο των Emerson Lake and Palmer όλοι γέλασαν» λέει ο Neal.«Ο σχεδιασμός του εξωφύλλου είχε προσφερθεί σε διάφορους μακετίστες, όμως κανείς δεν μπόρεσε να πλησιάσει αυτό που ήθελε το συγκρότημα
To …οπλισμένο αρμαντίλλο προέκυψε τυχαία, όταν ζωγράφιζα διάφορα θέματα για το εξώφυλλο των Rare Bird, As Your Mind Flies By. Μεταξύ αυτών είχα ζωγραφίσει μια σειρά πλήκτρων σαν ζώνη (σ.σ. λουρί που κρέμεται το όπλο), αλλά η ιδέα του αρμαντίλλο που έγινε τανκ μου φάνηκε καλύτερη. Παρουσίασα στον Keith Emerson μια προσέγγισή μου για εξώφυλλο, έχοντας στο κάτω μέρος της εικόνας ζωγραφίσει ένα αρμαντίλλο με ρόδες! Μόλις το είδε  του άρεσε και μου είπε να το αναπτύξω, ενώ ζωγράφισα κι άλλα ζώα που φιλοξενήθηκαν στο εσώφυλλο. O Keith Emerson λέει ότι του είχε κολλήσει η ιδέα ενός αρμαντίλλο που σαν ζώο είναι σπάνιο και ήθελε ο τίτλος του άλμπουμ να ξεκινά με λέξη που το πρώτο γράμμα θα ήταν Τ!»
O William Neal εκτός από το εξώφυλλο του Tarkus, φιλοτέχνησε και το εξώφυλλο του Pictures at an Exhibition επίσης των Emerson Lake and Palmer και το εξώφυλλο της βιογραφίας τους, The show that never ends. 10 μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία του Tarkus (τη δεκαετία του 70, η απόσταση 10 μηνών από τη μια κυκλοφορία έως την άλλη, ήταν ΠΟΛΥ μεγάλη χρονική απόσταση!!!), το Νοέμβριο του 1971 κυκλοφορεί το  βαρύ κι ογκώδες Pictures at an Exhibition, που ήταν live ηχογραφημένο στο Δημαρχείο του Newcastle. Κατ’ αρχάς, μού φαινόταν αδιανόητο, να κυκλοφορούν live δίσκο με υλικό που ΔΕΝ είχαν συμπεριλάβει στα άλμπουμ τους, αλλά το ξεπέρασα γρήγορα. Δεν ξεπέρασα όμως ότι ένα συγκρότημα μπορούσε να ηχογραφήσει στο…Δημαρχείο! Το Pictures at an Exhibition διέφερε από όλα τα άλλα άλμπουμ progressive rock που είχα ακούσει έως τότε, που μέσα από τη μουσική τους, προέβαλαν τις μελωδίες, το στοιχείο της κλασικής μουσικής, την πολυπλοκότητα των συνθέσεων, αλλά κι έναν μουσικό πολιτισμό, που δεν είχα ακούσει από άλλο είδος μουσικής. Στα 11 κομμάτια του άλμπουμ, κυριαρχούν τα (βαριά) συνθεσάιζερ και λιγότερο το Hammond του Keith Emerson και για να επαναλάβω ακόμα μια φορά, ο όγκος της μουσικής είναι τεράστιος. Ευτυχώς που υπάρχει και η φωνή του Greg Lake να απαλύνει(!) το βάρος των πλήκτρων! Επιπλέον,ακόμα κι αν σε αυτό το άλμπουμ ΔΕΝ υπάρχει η γλυκιά μπαλάντα του Gregg Lake για να χρωματίσει το δίσκο( ίσως με μόνη προσπάθεια στο "Sage"), είναι τέτοια η ενέργεια κι ο όγκος των συνθεσάιζερ που κυριαρχούν,με αποτέλεσμα να περιοριστούν οι οποιεσδήποτε λυρικές προσπάθειες. Και κοντά τους, τα ντραμς του Carl Palmer, επιβεβαιώνουν, ότι ο ζωντανός ήχος των αρχών της δεκαετίας του '70 είναι αρκετά ακατέργαστος σε σχέση με τα σημερινά πρότυπα, αλλά …έτσι μας αρέσει…. Η επιλογή του έργου του Mussorgsky (ήταν ιδέα του Emerson) απέδειξε τον προσανατολισμό των progressive συγκροτημάτων προς την κλασική μουσική και την γενικότερη αποδοχή κλασικών μελωδιών στη μουσική τους.  
To Trilogy (1972, N2 U.K., No 5 USA) ήταν το τρίτο studio άλμπουμ τους που πιστοποίησε την υπέρ-ανοδική πορεία του progressive, όχι μόνο στη γενέτειρά του, αλλά και στην Αμερική. Και το γράφω αυτό, γιατί οι σταθμοί της Αμερικής, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του Billboard chart, αφού τα τραγούδια (κι όχι κομμάτια όπως στην περίπτωση των ELP) έχουν διάρκεια 3-4, το πολύ 5 λεπτών. Πώς λοιπόν, να παίξουν ένα δίσκο που τα περισσότερα τραγούδια του είναι ορχηστρικά και μεγάλης διάρκειας; H παρουσία της πανέμορφης μπαλάντας "From the Beginning", βοήθησε πολύ τα πράγματα, φέρνοντας το συγκρότημα στα play lists των dj’s. O Greg Lake είχε χαρακτηρίσει το Trilogy ως έναν ιδιαίτερα λεπτομερή δίσκο, κι ακόμα, εκτός από το "From the Beginning", ένα κομμάτι που ακούστηκε πολύ ήταν το Hoetown, σύνθεση του Αμερικάνου συνθέτη Aaron Copland.
Για την αμερικάνικη περιοδεία του Trilogy, εκτελώνισαν 200 κομμάτια διαφόρων οργάνων, από τα οποία τα 13 ήταν πλήκτρα του Keith Emerson κι ένα ολοκαίνουργιο Moog. Υπήρχε επίσης ένα περσικό χαλί για να στέκεται ο Greg Lake ενώ έπαιζε μπάσο και βέβαια όλα αυτά δημιούργησαν πολλά αστεία και πειράγματα, όπως πώς οι Emerson Lake and Palmer αλλάζουν μια λάμπα; Δεν το κάνουν. Ο Carl Palmer κρατά τη λάμπα ενώ 63 roadies γυρίζουν το φωτιστικό!" Για το εξώφυλλο είχαν προτείνει να το αναλάβει ο Salvador Dali, ο οποίος ζήτησε 150.000 £ και απορρίφθηκε αμέσως, δίνωντας ευκαιρία στην Hipnosis να επωμίστηκε εν τέλει το εργό.Έτσι, για πρώτη φορά  απεικονίστηκαν οι ELP στο εξώφυλλο του άλπουμ τους, γεγονός το οποίο για τα δεδομένα της δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο .



Εκείνη την εποχή, η μουσική εφημερίδα New Musical Express είχε γράψει ότι το συγκρότημα διαλύεται κι αυτό μετά από ένα Δελτίο Τύπου που είχε βγάλει ο Keith Emerson, ότι προτίθεται να κυκλοφορήσει ένα προσωπικό άλμπουμ με jazz μουσική. Παρ'όλα αυτά, η μουσική προσωπικότητα αποφάσισε, όχι μόνο να μην δημιουργήσει προσωπικό άλμπουμ (ευτυχώς), αλλά στην συνέχεια μαζί με τους άλλους Lake, Palmer και τον manager τους Stewart Young, να ιδρύσουν τη δική τους δισκογραφική εταιρεία Manticore Records. (διάβασε πιο κάτω)
Παράλληλα, αγοράζουν στο Φούλαμ έναν χώρο, που λειτουργούσε ως  πρώην κινηματογράφος, μετατρέποντας τον χώρο για πρόβες. Το καλοκαίρι του 1973 μετά από 15 μήνες από την κυκλοφορία του Trilogy (πάρα πολύς χρόνος για τα δεδομένα της εποχής) μπαίνουν στα Advision και Olympic Studios του Λονδίνου, όπου ηχογραφούν και πάλι με παραγωγό τον Lake, αλλά χωρίς την παρουσία του ηχολήπτη Eddie Offord (ηχογραφούσε στο Advision το Close to the Edge των Yes) το τέταρτο studio άλμπουμ τους που ήταν το βαρύγδουπο Brain Salad Surgery (1973, Νο2 Μ.Βρετανία, Νο11 Αμερική). Οι στίχοι των κομματιών (όσα είχαν), γράφτηκαν από τους Greg  Lake και Peter Sinfield (στιχουργός και των King Crimson)και το εξώφυλλο, συμπεριλαμβανομένου του logo τους, σχεδιάστηκε από τον Ελβετό H. R. Giger. Βρισκόμαστε πλέον στο 1973 όπου το progressive καθημερινά, γιγαντώνεται, ξεφεύγει από την πραγματικότητα, αλλά αρέσει στον κόσμο. Το Brain Salad Surgery απαρτίζεται από 5 κομμάτια, ένα από τα οποία το "Jerusalem", που βασίζεται στο ποίημα του William Blake, στο οπoίο ο Emerson χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το πολυφωνικό synthesizer, Moog Apollo. H "Toccata" είναι μια διασκευή από το Piano Concerto No. 1 του Alberto Ginastera, το "Benny the Bouncer"παρουσιάζεται ως ανάλαφρο έως κι αδιάφορο, το "Still...You Turn Me On" μία μπαλάντα που όλοι αναζητούσαμε, ενώ το 29λεπτό(!!!) "Karn Evil 9". Το"Still...You Turn Me On" παρ' όλο που ακούστηκε από το ραδιόφωνο και ήταν το τραγούδι που (εύκολα) ξεχώρισε, δεν κυκλοφόρησε σε single για 2 λόγους: ο πρώτος ήταν, ότι δεν έπαιζε ο Carl Palmer κι ο δεύτερος ότι, δεν ήταν αντιπροσωπευτικό του ήχου του άλμπουμ! Η αλήθεια είναι, ότι το sci-fi rock, Brain Salad Surgery είναι το πιο ογκώδες άλμπουμ τους και ίσως σε ορισμένους να ακούστηκε ακόμα και ως δυσνόητο. Όμως έτσι «πρόσταζε» η εποχή, με τους ELP να είναι ένας από τους πυλώνες του είδους,(ενώ θα μείνω στην ποιότητα του ήχου τους (παιξίματός τους) που είναι τουλάχιστον υπέροχη). Πάντως, μετά τις πωλήσεις του πρώτου άλμπουμ τους, το Brain Salad Surgery ήταν το δεύτερο εμπορικό τους άλμπουμ.  
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Ο Διευθυντής της δικής τους δισκογραφικής εταιρείας, της Manticore Rec. Peter Zumsteg ήταν αυτός που τους πρότεινε τον Ελβετό καλλιτέχνη Hans Ruedi Giger, ο οποίος διότι ζούσε στη Ζυρίχη, κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής περιοδείας τους του 1973, ο Keith Emerson ο οργανίστας του συγκροτήματος μαζί με τον Zumsteg τον επισκέφτηκαν για να δουν αν μπορούν να συνεργαστούν.
Έως εκείνη τη στιγμή, το συγκρότημα είχε τελειώσει με τις ηχογραφήσεις των καινούργιων κομματιών τους στα οποία είχαν δώσει τον προσωρινό τίτλο Whip Some Skull on Ya, η οποία σαν έκφραση σημαίνει πεολειχία!
Ο Hans Ruedi Giger ήταν ένας καλλιτέχνης πολύ μπροστά από την εποχή, (σ.σ. σκοτώθηκε το Μάιο του 2014 όταν έπεσε από τις σκάλες του σπιτιού του) και αφού άκουσε κομμάτια από το επερχόμενο άλμπουμ τους, τους πρότεινε για εξώφυλλο ένα κρανίο, όπου το εξώφυλλο άνοιγε σε τρίπτυχο και εμφανιζόταν στη θέση του κρανίου ένα γυναικείο κεφάλι. Όταν το σχέδιο του έγινε δεκτό, άλλαξαν και τον τίτλο του άλμπουμ σε Brain Salad Surgery, η οποία ως έκφραση έχει το ίδιο νόημα με τον προηγούμενο τίτλο, δηλαδή πεολειξία!(σ.σ. αρχίζω να εκπλήσσομαι με την αγγλική γλώσσα που έχει τόσες πολλές εκφράσεις για μια τέτοια λέξη!). Ο Giger επανασχέδιασε και το λογότυπο του συγκροτήματος το οποίο διατήρησαν αρκετά χρόνια.
Το πρόσωπο της κοπέλας που χρησιμοποίησε είναι της Ελβετίδας ηθοποιού και μοντέλου Li Tobler (αριστερα, φωτό), που ήταν η μούσα του Ginger.  
Η μεγάλη εμπορική επιτυχία τους, τους βγάζει στο δρόμο, σε μια μεγάλη περιοδεία που κράτησε από το Νοέμβριο του 1973 έως και το Σεπτέμβριο του 1974. Μέσα σε αυτό το διάστημα έπαιξαν και στο περίφημο California Jam Festival (6 Απριλίου 1974) στο Ontario Motor Speedway της Καλιφόρνια, μπροστά από 250.000 θεατές, μαζί με τους Deep Purple, Rare Earth, Earth, Wind & Fire, Eagles, Seals and Crofts, Black Oak Arkansas και Black Sabbath. Η συγκεκριμένη περιοδεία δέχτηκε πολλά σχόλια, καθώς ήταν μια μίξη βιρτουόζικων ερμηνειών από τους Emerson (κατά κύριο λόγο) και Carl Palmer, με τα εντυπωσιακά περιστατικά επί σκηνής να είναι πάμπολλά,  με τον Keith Emerson να ανεβαίνει πάνω στα πλήκτρα, να ρίχνει το Hammond κάτω, ακόμα και να χρησιμοποιεί ένα μαχαίρι που του είχε δώσει ο Lemmy όταν δούλευε σαν roadie στους Nice, με το οποίο κάρφωνε το κενό μεταξύ των πλήκτρων για να παίζουν διαρκώς. Ο συνολικός όγκος των οργάνων που κουβαλούσαν σε εκείνη την περιοδεία ήταν 40 τόνοι!!!! Ακόμα, κατά την διάρκεια των εμφανίσεων τους, κυκλοφόρησαν στο 3πλό live άλμπουμ τους Welcome Back, My Friends, to the Show That Never Ends (1974, No5  UK, No4 US).

Μπορεί να μην έχει ηλεκτρική κιθάρα, μπορεί να μην έχει riffs που σε κάνουν να χτυπάς ρυθμικά το πόδι στο πάτωμα, αλλά τα πλήκτρα δίνουν όγκο. Και τι όγκο! Σε μεγάλη ημέρα ο Keith Emerson, έχει μεταφέρει το ντελίριο του στα πλήκτρα του που κελαηδούν. Όσο κι αν προσπαθεί ο γλυκός και μελωδικός Greg Laκe, όσο κι αν η παρουσία του ήταν καταλυτική στα άλμπουμ του με τα μελωδικά τραγούδια του, στο Welcome Back, My Friends, to the Show That Never Ends, απλά η φωνή και το μπάσο του, στολίζουν τα κομμάτια. Ευτυχώς υπάρχουν τα "Battlefield"/"Epitaph" και “Take a Pebble” με ένα πέρασμα από το πανέμορφο “Still, you Turn me On”, χωρίς να καταφέρνει να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ των κατακλυσμιαίων πλήκτρων και της κιθάρας του.  Ειδικά στα “Hoedown”, “Jerusalem”, “Toccata” και στα 6 κομμάτια που παίζουν από το άλμπουμ Tarkus, o Emerson παίζει, λες κι έχει πάθει παροξυσμό. Κι από τον …παροξυσμό, περνάμε στο “Piano Improvisations” με τον Emerson να προσφέρει ένα διαφορετικό κομμάτι του ταλέντου του (σ.σ τα βιρτουόζικα κόλπα που διαβάσατε πιο πάνω). Η σύνθεση των Emerson, Lake and Pete Sinfield (σ.σ. έγραφε τους στίχους) στο"Karn Evil 9"καταλαμβάνει ένα σχετικά μεγάλο μέρος του άλμπουμ, αλλά αναδεικνύει την ποιότητα τους με το αρμονικό παίξιμό τους, να αφήνει τον ακροατή να καταλάβει, γιατί αυτοί οι τρεις μουσικοί, κατάφεραν τόσα σπουδαία πράγματα (που μπορεί από τους punks να θεωρήθηκαν «δεινοσαυρικά», αλλά σίγουρα είχαν να κάνουν με μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση της ποιότητας, της δεξιοτεχνίας αλλά και της κλασικής μουσικής.)

Ο γράφων, δεν είναι καθόλου fan της κλασικής μουσικής, αλλά αν μπορεί να ακούσει έστω και λίγο από αυτή τη μουσική, το οφείλει στους Emerson Lake and Palmer, καθώς και στους μαγευτικούς Procol Harum. Το Welcome Back My Friends to the Show That Never Ends προσφέρει μια ολοκληρωμένη εικόνα του ήχου τους κι ας βρίσκει τον Keith Emerson σε μειονεκτική θέση, γιατί έχει (μόνο) δύο χέρια και δεν μπορεί να πετύχει τον ήχο που βγάζει στο studio. Κι όπως καταλάβατε, τα overdubs είναι μηδαμινά.
Οι συνεχείς περιοδείες τους κάνουν να μπουν σε ένα μεγάλο διάλειμμα, που κράτησε σχεδόν 2 χρόνια. Το 1976 επανασυνδέονται κι ηχογραφούν (για λόγους φορολογικούς) στο Montreux και στο Παρίσι, το Works Volume 1(1977, Νο9 UK, No 12 USA), όπου ήταν ένας 2πλός δίσκος με κάθε πλευρά του , κομμάτια από κάθε μέλος, ενώ στην 4η πλευρά του δίσκου έπαιζαν και οι τρεις. Χαρακτηριστικό είναι ότι η πλευρά του Emerson, περιείχε μόνο ένα κομμάτι, το 18λεπτο "Piano Concerto No. 1", ενώ από την 4η πλευρά, ξεχώρισε η διασκευή τους στη σύνθεση του Aaron Copland, "Fanfare for the Common Man"(Νο2 UK), που ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία τους στους μικρούς δίσκους.

To άλμπουμ ήταν πολύ καλό, αλλά όπως και να το κάνουμε αντικατόπτριζε μια αυξανόμενη διάσπαση μέσα στο γκρουπ. Και οι τρεις ήταν κουρασμένοι από τις εξαντλητικές περιοδείες ενώ συνάμα, στο πίσω μέρος του μυαλού τους, υπήρχε η διάθεση για ένα προσωπικό άλμπουμ. Από την άλλη πλευρά, ίσως καλύτερα που αποφάσισαν να παρουσιάσουν τις προσωπικές δουλείες τους σε κάθε πλευρά του άλμπουμ, κάνοντας έτσι το Works Vol 1, το πιο περίπλοκο και απαιτητικό τους.

Από τον Keith Emerson αυτό περιμέναμε, ένα μεγαλοεπίβολο κλασσικό κομμάτι, από τον Lake μια σειρά μάλλον ρομαντικών συνθέσεων, με το “C’est la vie” να ξεχωρίζει εύκολα. Η δε πλευρά του Carl Palmer, είναι η πιο προσιτή από τις τρεις σόλο πλευρές, ακούγοντας δυνατά τις κλασικές διασκευές(Prokofievκαι Bach) και με τον Joe Walsh στην κιθάρα για ένα τραγούδι. Όμως, δεν είναι μόνο το "Fanfare for the Common Man" που κάλυπτε με περίτεχνο τρόπο την ιστορία τους αλλά και το "Pirates" που άφησαν τους fans, απόλυτα ικανοποιημένους. Η επιτυχία του Works Vol1, (ξεπέρασε σε πωλήσεις το 500.000 αντίτυπα στην Αμερική), φέρνει λίγους μήνες αργότερα το Works Vol2( (Νοέμβριος 1977, No20 UK, No37 USA) που ήταν μονό και περιελάβανε μικρότερης διάρκειας κομμάτια, που είχαν ηχογραφηθεί μεταξύ 1973-1976.

Το άλμπουμ δεν σημείωσε την εμπορική επιτυχία του προκατόχου του, αλλά σε γενικές γραμμές ήταν καλό. Τα πομπώδη και ογκώδη κομμάτια έχουν αρχίσει να αντικαθίστανται από μικρότερα σε χρόνο κομμάτια, ή καλύτερα να γράψω τραγούδια. Εξ΄άλλου, μη ξεχνάτε, ότι βρισκόμαστε στο 1977 και η Μ.Βρετανία ζει στους ρυθμούς του punk. Οι μικρές, εκλεκτικές συνθέσεις του Vol 2 καλύπτουν μια σειρά από μουσικά στυλ, συνδυάζοντας εντυπωσιακά πρωτότυπα και όμορφες ενορχηστρωμένες ερμηνείες των "Maple Leaf Rag", "Honky Tonk Train Blues" και"Tiger in a Spotlight", με το τελευταίο να γίνεται σχετική επιτυχία, ενώ η συνεργασία τους με τον στιχουργό Peter Sinfield να συνεχίζεται και σε αυτόν το δίσκο. Ιδιαίτερη μνεία για το "I Believe in Father Christmas", σύνθεση των Lake/Sinfield (Νο2 UK), ένα τραγούδι που όλοι το θεωρούμε χριστουγεννιάτικο, αλλά σύμφωνα με τους δημιουργούς του, γράφτηκε για να διαμαρτυρηθεί για την εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων.
Την κυκλοφορία των 2 Works, ακολούθησε  μεγάλη περιοδεία 120 ημερομηνιών σε Αμερική και Καναδά, με την πρώτη φάση της να υπάρχει μεγάλη Συμφωνική και χορωδία, η οποία επιβάρυνε πάρα πολύ το budget με αποτέλεσμα μετά τις 18 πρώτες ημερομηνίες, να διακοπεί η συνεργασία μαζί τους, αφού προηγουμένως είχαν χάσει 3.000.000$ μόνο στην περιοδεία!!! Η τελευταία συναυλία τους με τη συνοδεία τους έγινε στις 26 Αυγούστου 1977 στο Olympic Stadium του Μόντρεαλ, μπροστά σε 78.000 θεατές.  Η συναυλία κυκλοφόρησε σε άλμπουμ με τίτλο Emerson, Lake & Palmer in Concert(1979, Νο 73 USΑ). Η επιθυμία του Emerson ήταν να κυκλοφορήσει διπλό, αλλά η Atlantic Records είχε διαφορετική γνώμη, βλέποντας το συγκρότημα να είναι έτοιμο να διαλυθεί.
Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ
Με τη μουσική να αλλάζει, το συγκρότημα δεν διαλύεται όπως τουλάχιστον φαινόταν, με το κάθε ένα από τα μέλη να καταθέτει τις προτάσεις του για τη συνέχεια τους. Τελικά απομονώνονται στο σπίτι του Emerson στο Nassau στις Μπαχάμες και ηχογραφούν το Love Beach (1978, Νο48 Μ.Βρετανία, Νο 55 Αμερική) που ποιοτικά απέχει από τον κλασικό ήχο τους. Για το δε εξώφυλλο, που φέρνει περισσότερο σε …Bee Gees παρά σε κορυφαίο progressive συγκρότημα., αλλά και για τον τίτλο, ο Keith Emerson διαφωνούσε, αλλά η Atlantic δεν άλλαξε γνώμη. Η δικαιολογία ότι το άλμπουμ ήταν απόρροια συμβολαίου για να απαλλαχθούν, δεν στέκει με τίποτε. Το Love Songs (απαράδεκτος τίτλος) ήταν το τελευταίο άλμπουμ της υπέροχης τριάδας των μουσικών, που άφησαν πίσω τους ένα πλούσιο και ξεχωριστό μουσικό ιδίωμα. Παρ΄όλα αυτά, ξεπέρασε το 500.000 αντίτυπα σε πωλήσεις στην Αμερική! Όμως το 1979 συγκρότημα ξεκίνησε να οργανώνει αποχαιρετιστήρια περιοδεία η οποία δεν έγινε ποτέ γιατί δεν συμφώνησαν στο «τι θα παίξουν και τι δεν θα παίξουν».
To 1985 κι ενώ η μουσική έχει αλλάξει, οι Emerson και Lake επανανσυνδέονται, αλλά πλέον χωρίς τον Palmer που ήταν μέλος των Asia. Στη θέση του έχει έλθει ο πρώην ντράμερ των Rainbow, Cozy Powell,  με την αρχική πρόταση να έχει γίνει στον Bill Bruford που κι αυτός ήταν απασχολημένος με τους King Crimson και Earthworks. Οι τρεις μουσικοί κυκλοφόρησαν μόνο ένα άλμπουμ με τίτλο Emerson Lake & Powell(1986, No35 UK, No23 USΑ) με το "Touch and Go" να ξεχωρίζει. Δεν μπορώ να μην σχολιάσω, ότι η επιλογή του Cozy Powell, ταίριαζε στο όνομα του συγκροτήματος, όσο αφορά το αρχικό γράμμα του επιθέτου του!!!!
Λίγα χρόνια αργότερα, επανήλθαν με το όνομα 3 (Emerson, Berry & Palmer) και το άλμπουμ To the Power of Three(1988) που ακούγεται μέσα στην εποχή του και το 1992 έχουμε την επανασύνδεσή τους σαν Emerson Lake & Palmer και την κυκλοφορία του ανούσιου Black Moon, που ήταν εντελώς εκτός εποχής. Γενικά το τρίο ήταν το μοναδικό progressive συγκρότημα που κανένα reunion του δεν πέτυχε!
Η καριέρα τους, σημάδεψε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70, όταν ο βαρύς και ορισμένες φορές απόκοσμος ήχος του, βασισμένος τα πλήκτρα του Hammond, χαρακτήρισε το progressive. To πάντρεμα με την κλασική μουσική, που βέβαια οφείλεται στον Keith Emerson ήταν μοναδικό γι αυτό ακόμα και σήμερα παραμένει ξεχωριστό, καταφέρνοντας με τη δύσκολη μουσική τους να γεμίσουν στάδια και να πουλήσουν 48.000.000 δίσκους, διαμορφώνοντας μια γνήσια συγχώνευση rock και jazz, με πολλά προσωπικά ευρηματικά στοιχεία. Βέβαια, μην φανταστείτε ότι δεν δέχτηκαν κριτική για τον επιτηδευμένο ήχο τους και δεν ήταν καθόλου τυχαίο ότι η έκρηξη του punk και των 3λπετων τραγουδιών, «σημάδευε» κι αυτούς.

ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
O Carl Palmer το 1975 έκανε την παραγωγή στο 4ο άλμπουμ των Back Door, Activate, ενός jazz fusion τρίο που πέρασε απαρατήρητο. O πρώτος που κυκλοφόρησε προσωπική δουλειά ήταν ο ντράμερ Carl Palmer που σχημάτισε τους PM, κυκλοφορώντας το άλμπουμ 1PM με τραγουδιστή τον Todd Cochran από τους Automatic Man και τον κιθαρίστα John Nitzinger. Το 1PM ήταν το μοναδικό άλμπουμ τους, μάλλον απογοητευτικό αφού η μουσική του δεν είχε καμία σχέση με αυτήν των ELP και ήταν πιο κοντά σε pop-rock ύφος με μέτριες συνθέσεις που εύκολα ξεχνιούνται. Από το 1980 έως και το 1985 ήταν ντράμερ των Asia για να επανέλθει το 2008 όπου παραμένει έως σήμερα. Παράλληλα, έπαιξε στο άλμπουμ του Mike Oldfield, Five Miles Out (1982),σχημάτισε τους Quango με τους οποίους ηχογράφησε 1 live άλμπουμ και σχημάτισε τους Carl Palmer Band, με τους οποίους παίζει ορχηστρικά τα κομμάτια των ELP.

Δεξιά βλέπετε αποκόμματα για το πρώτο άλμπουμ από το Φαντάζιο, γραμμένο από την Όλγα Μπακομάρου και το περιοδικό Ηχος, στο οποίο δεν φαίνεται το όνομα του συντάκτη για τον απλό λόγο, ότι τότε το είχα κόψει!
Ο Keith Emerson ασχολήθηκε με τα soundtracks, γράφοντας τη μουσική για την ταινία Ιnferno (1980) του Dario Argento και τον αμέσως επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε το άλμπουμ Honky(1981) που αιφνιδίασε τους προσωπικούς του fans, αφού ήταν αρκετά μακριά από το προσωπικό του ύφος, προσεγγίζοντας μουσικά είδη, όπως calypso και reggae! Η δισκογραφία του περιλαμβάνει ακόμα 6(!) soundtracks όπως τα Nighthawks (1981, πρωταγωνιστεί ο Sylvester Stallone), Murderock (1984), Best Revenge (1985), Harmageddon/China Free Fall (1987),  Iron Man Vol. 1(2001), La Chiesa (2002),Godzilla: Final Wars (2004) και το Godzilla vs. Hedorah (2021, κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του).    
Εκτός από τα soundtracks, κυκλοφόρησε τα άλμπουμ The Christmas Album (1988), Changing States (1995), Emerson Plays Emerson (2002) , Keith Emerson Band featuring Marc Bonilla (2008) και The Three Fates Project (με τους Marc Bonilla, Terje Mikkelsen) (2012). Από το 1993 παρουσίασε μια πάθηση που σχετίζεται με τα νεύρα, τα οποία με τη σειρά τους επηρέαζαν το δεξί του χέρι και πιο συγκεκριμένα το παίξιμό του. Την ίδια περίοδο, χώρισε και κάηκε το σπίτι του στο Σάσσεξ, με αποτέλεσμα να έχει  οικονομικές δυσκολίες, με ακόμα χειρότερο αποτέλεσμα να στραφεί στο αλκοόλ. Αυτοκτόνησε με περίστροφο στις 11 Μαρτίου 2016 στο σπίτι του στη Santa Monica, με το γιατρό του να δηλώνει ότι έπασχε από καρδιακό πρόβλημα και κατάθλιψη.  Σύμφωνα με τη σύντροφό του, τον τελευταίο καιρό ήταν νευρικός και αγχώδης, έχοντας επηρεαστεί από τα αρθριτικά του που δεν τoυ επέτρεπαν να παίζει πιάνο όπως παλαιότερα και φοβόταν ότι θα απογοήτευε τους fans του!!!!!!!!!!!!

Μια άγνωστη εξέλιξη στην καριέρα του, ήταν η συμμετοχή του στους Best, το 1990. Μαζί του έπαιζαν οι John Entwistle μπάσο(Who), Joe Walsh κιθάρα φωνή (Eagles, James Gang), Rick Livingstone τραγούδι, Jeff "Skunk" Baxter κιθάρα (Steely Dan, the Doobie Brothers) και Simon Phillips ντραμς (Jack Bruce band, 801, Jeff Beck Group, Toto). Σύμφωνα με τον Entwistle, οι Best περιόδευσαν σε Ιαπωνία αλλά η αμερικάνικη περιοδεία τους δεν έγινε ποτέ.
Η συναυλία τους στη Yokohama (2010) κυκλοφόρησε σε dvd.Όμως η πιο εντυπωσιακή συνεργασία του ήταν το 2009 με τον Glenn Hughes στο live άλμπουμ Boys Club (Live From California). Μαζί τους, ο κιθαρίστας  Marc Bonilla, οι Bob Birch και Mick Mahan μπάσο ( ο Hughes μόνο τραγουδάει), o κιθαρίστας Mike Wallace κι ο ντράμερ Joe Travers. 
O Greg Lake αν και είχε αισθητά μικρότερη προσωπική δισκογραφική καριέρα, ήταν αρκετά πιο πετυχημένη. Το 1981 κυκλοφόρησε το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του με τίτλο το όνομά του Greg Lake (1981, Νο62 Μ.Βρετανία, Νο 62 Αμερική), αρκετά διαφορετικό από τον ήχο των ELP, με περισσότερη κιθάρα και τρανταχτές συμμετοχές όπως  Gary Moore, Clarence Clemons, Steve Lukather, David Hungate και Jeff Porcaro(και οι τρεις, Toto). O Gay Moore έχει γράψει το τραγούδι, "Nuclear Attack". Στην Ιαπωνία, το άλμπουμ κυκλοφόρησε με τίτλο Greg Lake & Gary Moore. Δύο χρόνια αργότερα, κυκλοφόρησε το Manoeuvres (1983) με τη συμμετοχή των Gary Moore, Tris Margetts (μπάσο),Ted McKenna (The Sensational Alex Harvey Band, Rory Gallagher) και Tommy Eyre πλήκτρα). Με αυτή τη σύνθεση κυκλοφόρησε και το King Biscuit Flower Hour Presents Greg Lake in Concert(1985), ηχογραφημένο το 1981 στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου. Αργότερα, κυκλοφόρησαν και κάποια άλλα live όπως τα Songs of a Lifetime και Live In Piacenza (2017). Είχε παίξει με τους Ringo Starr & His All-Starr Band, Who, Ian Anderson, Roger Daltrey  και σε όλα τα reunions των ELP. Έφυγε από τη ζωή το 2016, σε ηλικία 69, χτυπημένος από καρκίνο.
 



MANTICORE RECORDS

•  Η Manticore Records, ιδρύθηκε από τα 3 μέλη των ELP και τον manager τους Stewart Young. Πήρε το όνομά της από το μυθικό περσικό θηρίο, που είχε ανθρώπινο κεφάλι και σώμα λεονταριού.  Οι ELP έδωσαν την διανομή των δίσκων τους στην Island Records για την Ευρώπη και στην Atlantic για την Αμερική. Μερικά από τα ονόματα που είχε υπογράψει ήταν τα ιταλικά progressive συγκροτήματα των Banco del Mutuo Soccorso (Banco) και Premiata Forneria Marconi (PFM), Pete Sinfield, Keith Christmas, John Greaves (μπασίστας των Henry Cow), Hanson, Little Richard, Stray Dog, τις προσωπικές καριέρες των Keith Emerson και Greg Lake και φυσικά οι ίδιοι οι Emerson, Lake & Palmer. Από τα μέσα της δεκαετίας του 80, η εταιρεία αδράνησε και λίγο πριν το θάνατο του Lake μετά από δική παράκληση και επαναδραστηριοποιήθηκε το 2017 με  την επιτήρηση των κληρονόμων του.


 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ

30/7/22 


Την επόμενη Κυριακή: Billy Idol: The Golden boy of the 80's

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου