Διαβάζετε μουσικά μουσικά βιβλία; Αν ναι, τότε ξέρετε τον Παναγιώτη Παπαϊωάννου και τα 2 βιβλία του, Dead Rockers Society (1019) και Σάμγουερ in 80land(2022), αν όχι, τότε είναι μια καλή ευκαιρία να τον μάθετε μέσα από το καινούργιο βιβλίο του, 30 Εισιτήρια!
Ερωτήσεις; Αλέξανδρος Ριχάρδος
1. Ποια ήταν η αφορμή για να γράψεις το καινούργιο βιβλίο σου, τα «30 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ»;
Π.Π: Το να καταθέσω μία πρόταση αντίστασης στην πολιτισμική αφασία που μας πολιορκεί. Στην αντιπολιτισμική έλλειψη μνήμης που παρατηρούμε να εξαπλώνεται τριγύρω μας, με όλα τα «άλλο τότε», «πάνε αυτά πια» και τέτοια. Για να γίνω κι επίκαιρος, έγραψα το βιβλίο για να επιτρέψω τον Νίκωνα, το εστέτ πανκιό και τον Κώστα τον Μπλέτσα τον επονομαζόμενο και Στράχαν να πλακώσουνε στις κλωτσ(ι)ές το AI, με τα Ωλ Σταρ του ο πρώτος, με τις λασπωμένες Ντοκ Μάρτινς ο δεύτερος. Για να υπογραμμίσω ότι εμείς που εξακολουθούμε να πηγαίνουμε σε συναυλίες, που βιώνουμε την κανονική μουσική ζωντανά (από τζαζ φιούζιον, μέταλ, πανκ ως και έθνικ ή και θρας) παραμένουμε alive and kicking. Για να απειλήσω την λαϊκοτραπ αισθητική, αυτούς που ανοίγουνε κουβέντα με το τσατ-τζι-πιτί για το «ποιά μουσική ταιριάζει στο ηλιοβασίλεμα» κι εκείνους που λένε ότι το να φτιάχνεις playlist δεν χρειάζεται, γιατί «έχει έτοιμες λίστες το Spetzofai» ότι δεν θα ξεμπερδέψουν τόσο εύκολα μαζί μας.
Αστειεύομαι. Η αφορμή χρονολογείται πίσω στο 2019 και πλέον, η ζημιά έχει συντελεστεί. Την πατήσατε. Θα γράφω. Το πρώτο βιβλίο (Dead Rockers Society 2019) γέννησε από τα έγκατα κάποιου κεφαλαίου του το δεύτερο (Σάμγουερ in ‘80sland 2022). Κι εκείνο αυτό εδώ, το τρίτο μου εκτός εγκληματολογικού περιεχομένου βιβλίο. Στο "Σάμγουερ…» υπήρχε ένας χαρακτήρας, ο Αργύρης, ο οποίος έλεγε στον αφηγητή ότι την επόμενη μέρα θα πήγαινε στο Rock In Athens, στο Καλλιμάρμαρο (η ιστορία εκείνη διαδραματιζόταν το 1985). Είπα λοιπόν, ποιος θα μας πει τί έκανε ο Αργύρης εκεί, αν όχι το επόμενο βιβλίο; Οπότε, η αρχική ιδέα πυροδοτήθηκε έτσι.
2. Το Dead Rockers Society περιείχε σε ορισμένα κεφάλαια μια προσωπική ματιά, όμως έγραφες πιο πολύ ως ένας ανώνυμος αφηγητής που έχει διαβάσει καλά τις ιστορίες των πεσόντων ηρώων του ροκ - εξάλλου είχες παραθέσει και παραπομπές σε βιβλία και δίσκους. Το Σάμγουερ in80sland είχε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Τί διαφορετικό έχει το 30 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ, τι πραγματεύεται;
Π.Π: Έχω ακούσει ότι η γραφή μου είναι «πολυμορφική σαν SUV». «Πολυεστιακή σαν γυαλιά πρεσβύωπα». «Ανάμικτη σαν σαλάτα μετά από 5 ώρες στην παραλία». Η αλήθεια είναι ότι το γράψιμό μου διακατέχεται από ένα transition – για να μιλήσουμε όπως οι νεόκοποι ειδικοί του ποδοσφαίρου – από το προσωπικό στο δημόσιο. Από το αποτύπωμα μιας προσωπικής ανάμνησης, από το ξύπνημα μιας αίσθησης (πώς αισθανόσουν, με ποιόν ήσουν), ως το πώς, λ.χ. έπαιξε το συγκρότημα εκείνο το βράδυ σε μια συναυλία που για χιλιάδες έμεινε αξέχαστη. Είναι ένας τρόπος γραφής. Έχω προσχωρήσει στο στυλ αυτό χωρίς να το καταλάβω. Το βρίσκω πιο ειλικρινές – εκτίθεσαι στον αναγνώστη – και αυθεντικό: κανένας δεν μπορεί να το νιώσει ή να το πει με τα ίδια λόγια που χρησιμοποιεί αυτός που γράφει. Στα «30 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ» η γραφή είναι αποσυνδεδεμένη από το προσωπικό βίωμα. Οι χαρακτήρες έχουν όνομα και συντεταγμένες, μένουν σε συγκεκριμένα μέρη, έχουν ανθρώπινα περιβάλλοντα, μερικές φορές δεν χρειάζεται να έχουν όνομα, αλλά γνωρίζουμε το τί προτιμούν, τί δουλειά κάνουν, τί έχει συμβεί στη ζωή τους την ώρα που κατευθύνονται στην συναυλία ή που αφήνονται σ’ αυτήν. Είναι μια συλλογή από διηγήματα με επίκεντρο συγκεκριμένες, πασίγνωστες συναυλίες. Όπως γράφει και στο εξώφυλλο «διαβάζεται όπως παρακολουθείται μια ταινία του Ρόμπερτ Ώλτμαν» (ακούω τα πληκτρολόγια και γελάω ήδη με τις ακυρότητες που θα απαντήσει το τσατ-τζι-πιτί).
Τα live, όπως τα λέει ο περισσότερος νορμάλ κόσμος, ήταν παρόντα ήδη από το πρώτο βιβλίο. Εκεί όμως χρησίμευαν ως εργαλείο, ως αφετηρία να γράψω για το τέλος της ζωής 29 προσωπικοτήτων του ροκ που όλοι ξέρουμε. Η αναφορά σε συναυλίες γινόταν μόνον όπου πρόλαβε η γενιά μου να έχει την εμπειρία του live με κάποιους απ’ τους διάσημους εκείνους 29 - Gary Moore, Lemmy, Ramones. Δεν θα μπορούσα να πιάσω να μιλάω για ένα live των Who με τον Keith Moon, ή των Doors με το Jim Morrison, κανείς μας δεν τους έζησε. Στο δεύτερο βιβλίο, για το μεγάλωμα της γενιάς των εφήβων του ’80, τα live στα οποία επιλεγμένα στήριξα ορισμένα κεφάλαια, ήταν γραμμένα από καθαρά αυτοβιογραφική σκοπιά, του θεατή που βρέθηκε μέσα στο κοινό: Dire Straits, Saxon, Maiden, Nick Cave. Όμως, δεν γινόταν να μιλήσει ο έφηβος αφηγητής για τη συναυλία του Gallagher, φερ’ ειπείν, αφού ήταν πολύ μικρός σε ηλικία για να έχει πάει. Το να γράψω λοιπόν το ποια τραγούδια έπαιξαν οι Sabbath στη Μαλακάσσα, ή ο Εric Burdon στο «ΡΟΔΟΝ» μου φαίνεται πεζό. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από το Dead Rockers Society, όσοι το είχαν διαβάσει μου ανέφεραν από το κεφάλαιο για την πρώτη συναυλία των Ramones στην Αθήνα τo ’89, πόσο τους άρεσε ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Μήτσος ο Μανιτάρης. Οπότε, με οδηγό τον Αργύρη και τον Μήτσο τον Μανιτάρη έφτιαξα αυτή τη φορά μια σειρά από ιστορίες με πρωταγωνιστές ανθρώπους διάφορων χρονικών στιγμών και περιόδων της Ελλάδας, από το 1980 και μετά. Άλλος είναι ο έφηβος του 1985, άλλος ο φοιτητής του 1980, άλλος ο φοιτητής του 1993, άλλος ο νεόπλουτος ροκάς του 1999, άλλος ο τσακισμένος από την οικονομική κρίση συναυλιόφιλος του 2010. Οι ζωές κάποιων πρωταγωνιστών μάλιστα στην πορεία συμπλέκονται με κάποιων άλλων. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει ποιος είναι ποιος, ή πώς κατέληξε μέσα στα χρόνια εκείνος που συνάντησε πιο πριν.
3. Τι θα έλεγες σε έναν νέο αναγνώστη-ακροατή μουσικής – για να τον προτρέψεις κάνεις να το διαβάσει;
Π.Π: Είχα ακούσει μια κουβέντα πριν από 10 χρόνια, από πολυγραφότατο και γνωστό συγγραφέα: «Οι ροκάδες δεν διαβάζουν βιβλία. Μην νομίζεις ότι ενδιαφέρονται να διαβάσουν γι’ αυτά που (νομίζουν ότι) καταλαβαίνουν όταν ακούνε μουσική ή όταν πάνε σε συναυλία». Το θεώρησα δυσοίωνο, υπερβολικό. Μάλλον, είπα μέσα μου, η θέση αυτή προϋποθέτει ότι κάποιος γράφει για τους «φίλους και τους γνωστούς του». Στη βάση της αυτή η τοποθέτηση, πέρα από το ότι δεν αποδείχθηκε στην περίπτωσή μου, είναι πολύ στενή: προϋποθέτει ότι γράφει κάποιος για τους φίλους ή τον κύκλο του (ιδίως αν έχει έναν κύκλο). Θεωρώ δεδομένο ότι, όταν κανείς γράφει, απευθύνεται και στον αναγνώστη που θα ανακαλύψει το βιβλίο μετά από 10, 20, 30 χρόνια. Τον αναγνώστη που μπορεί να μην γνωρίσει ποτέ τον συγγραφέα, αλλά που θα περάσει από το δικό του μυαλό κάτι από το σκεπτικό του συγγραφέα και την εποχή που αυτός περιγράφει. Ευτυχώς, στην περίπτωσή μου, τα βιβλία μου δεν αφορούν τους μόνον τους «ροκάδες», αλλά όλους όσους έχουν σχέση με το βιβλίο και όσους απολαμβάνουν μουσική. Από Miles Davis ως Motorhead κι από Phil Collins ως Waterboys.
4. Πως έγινε η επιλογή των 30 συναυλιών. Εσύ είχες πάει σε όλες;
Π.Π: Όταν το 2023 ο φανατικός old school rocker εκδότης του Δίαυλου Μανόλης Δεληγιαννάκης μου πρότεινε να γράψω κάτι «για συναυλίες», δέχθηκα αμέσως. Όμως, είχα στο μυαλό μου ότι θα έπρεπε να γράψω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που θα μπορούσε να γράψει, από αρχειακή άποψη πολύ πιο επιτυχώς, ένας μουσικός δημοσιογράφος που έχει παρευρεθεί σε όλες τις σημαντικές συναυλίες που έχουν γίνει στην Ελλάδα. Ή κάποιος που έχει, όχι μόνον πάει, αλλά γνωρίσει και τους καλλιτέχνες προσωπικά ή τους έχει πάρει συνέντευξη, όπως εσύ Αλέξανδρε. Οπότε, η ιδέα μορφοποιήθηκε στο ότι, ναι μεν οι συναυλίες θα πρέπει να είναι πράγματι από εκείνες που άφησαν ιστορία (οι πρώτες, οι τελευταίες ή οι μοναδικές καλλιτεχνών ή κορυφαίων συγκροτημάτων που πέρασαν από την χώρα), αλλά συγχρόνως δεν θα πρέπει να φοβηθώ να γράψω και για μερικές που δεν ήταν τόσο σημαδιακές παρά μόνον για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Ας πούμε, η τελευταία συναυλία του βιβλίου δεν έχει γίνει ακόμη. Την τοποθετώ στο 2027 και δίνει το στίγμα πολλών από τα πράγματα που θέλω να πω.
5. Υπάρχουν χαρακτήρες που «πατούν» σε εσένα; Εσύ, με ποιόν χαρακτήρα αισθάνεσαι πιο κοντά και με ποιόν όχι;
Δεν είναι κάτι που το λένε όσοι γράφουν για να αυτοκολακευτούν. Συμβαίνει στ’ αλήθεια. Όταν γράφεις δίνοντας πρόσωπο σ’ έναν χαρακτήρα μέσα σε συγκεκριμένο χωροχρονικό πλαίσιο, ο χαρακτήρας αρχίζει από σημείο και μετά να παίρνει το πράγμα πάνω του και εσύ, ως γραφιάς, τον υπηρετείς. Καλείσαι να αποτυπώσεις με σαφήνεια τί θα κατέληγε να κάνει ο συγκεκριμένος χαρακτήρας που είναι φορτωμένος με τα βιώματα, τις πεποιθήσεις, τα κολλήματα, τις ανάγκες που του έχεις εσύ δώσει. Το να ρωτάς κάποιον που γράφει διηγήματα με ποιους από τους ήρωές του ταυτίζεται είναι σα να ρωτάς τί έβαλε μέσα στο χωριάτικο λουκάνικο ο κτηνοτρόφος. Το θέμα είναι να σε κάνει να απολαμβάνεις την ανάγνωση, όχι από πού ακριβώς προήλθε η πρώτη ύλη. Δεν «είμαι» κανένας από τους χαρακτήρες των ιστοριών μου, όμως σίγουρα είμαι ο φίλος τους, ο κολλητός τους, ο συνδαιτημόνας τους, αυτός που τα κοπάνησε μια βραδιά μαζί τους, αυτός που έτρεξαν να του πουν τί ένιωσαν, αυτός που όταν τους συνέβαιναν τα γραφόμενα, παρακολουθούσε τις αντιδράσεις τους όντας δίπλα τους σε πρώτο χρόνο, αυτός που βρέθηκε μαζί τους στο κάγκελο που χωρίζει το κοινό από τη σκηνή. Πέρα από το ότι οι ιστορίες γύρω από τις συναυλίες περιλαμβάνουν ως πρωταγωνιστές χαρακτήρες που έχουν κοινά στοιχεία με ανθρώπινους τύπους, σηματοδοτούν κάτι ξεχωριστό για την εποχή που αυτές συμβαίνουν, τα κοινωνικά ζητούμενα, τον τρόπο σκέψης της εποχής. Λαογραφίζουσα ροκ μυθιστοριογραφία με τις μουσικές να ακούγονται δυνατά και καθαρά.
6. Έμπνευση –χρόνος- διάθεση. Βάλ’ τα σε μια σειρά για να γράψεις ένας βιβλίο
Π.Π: Η έμπνευση, ως γνωστόν, έρχεται δουλεύοντας. Δεν σου κάνει την χάρη να σε επισκεφθεί επειδή εσύ ο ίδιος νομίζεις ότι έχεις δικαίωμα να την επικαλείσαι. Εξάλλου, αυτός που γράφει, πριν αυτό που τον παρακινήσει το ονομάσει έμπνευση, το νιώθει ως επιταγή, ως εσωτερική ανάγκη που θα βρει τον τρόπο να ικανοποιηθεί, όπως και να’χει. Ως μια προτεραιότητα, απέναντι στην οποία δεν μπορεί να σταθεί ούτε η «κανονική δουλειά», ούτε οι όποιες υποχρεώσεις. Θα το κάνεις, γιατί υπάρχει κάτι που σε καθοδηγεί να το κάνεις, δίνοντάς σου να καταλάβεις ότι, είτε εσύ ο ίδιος νομίζεις ότι αξίζει είτε όχι, έχεις το καθήκον να το κάνεις. Στη σύγχρονη εποχή, καταλαβαίνω ότι σχεδόν όλοι οι κάτω των 40 αντιμετωπίζουν το τί «τους έρχεται να κάνουν» με βάση το «τί θα κερδίσουν κάνοντάς το». Όμως κάθε μικρή, ταπεινή ιστορία τέχνης, είτε αυτή είναι λογοτεχνία, είτε ποίηση, είτε μουσική, είτε κινηματογράφος, γράφτηκε ακριβώς επειδή όποιος θέλησε να εκφραστεί καλλιτεχνικά αγνόησε συνειδητά (ή έδεσε πισθάγκωνα και της είπε να κάτσε ήσυχη) αυτού του τύπου την πονηρή αμφιβολία. Την διάθεση, τον κόπο και την αυτοθυσία την βάζει αυτός που έχει κάτι να πει. Την αμφιβολία, την εκλογίκευση, την αφ’ υψηλού συγκριτική σκέψη αυτός που δεν έχει, ο οποίος φοβάται να εκτεθεί ο ίδιος ή που είναι απλώς πολύ πεζός για να έρθει σε επαφή η κατάθεση του δημιουργού.
7. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν νέο συγγραφέα που θέλει να δει το βιβλίο του τυπωμένο και τον κόπο να αμείβεται;
Π.Π: Eίναι -ή θα’ πρεπε να είναι- γνωστό ότι στην Ελλάδα δεν γράφεις βιβλία για να δεις «τον κόπο σου ν’ αμείβεται». Δεν αντιμετωπίζεται ως σοβαρή εργασία η τέχνη, δεν είναι «δουλειά». Στην Σουηδία, λ.χ. ένα παιδί που σκέφτεται ότι θέλει να γίνει συγγραφέας ή ζωγράφος ξεκινά και λαμβάνει από το κράτος για δύο χρόνια 2.500 Ευρώ μηνιαίο επίδομα, με μόνη του υποχρέωση να αποδίδει σε τακτά χρονικά διαστήματα ορισμένο αριθμό έργων, τα οποία δεν θα περάσει από «ποιοτικό έλεγχο» κάποιος κομπλεξικός ενταγμένος στο payroll κάποιας ιντελλιγκέντσιας, ούτε αν δεν πληρούν κάποια κριτήρια το κράτος «θα του κόψει την επιδότηση». Στην Ελλάδα, όχι μόνον δεν έχουμε μάθει να αποτιμούμε την πνευματική ιδιοκτησία, όχι μόνον δεν αναπτύσσουμε τις τέχνες και τα γράμματα, αλλά πετσοκόβουμε τα μαθήματα ελεύθερης έκφρασης από τα σχολεία και μεταβάλλουμε ακόμη και την Έκθεση σε ένα τεχνικό summary σμίκρυνσης ιδεών, ίσα για να’ ναι εύκολο για τον διορθωτή. Κτίζουν καριέρες ατάλαντοι κατακλέβοντας και μην αποζημιώνοντας την πνευματική ιδιοκτησία, πειθήνιες μετριότητες μαθαίνουμε από τα media ότι σ’ ένα αγοραστικό κοινό λίγων χιλιάδων πωλούν …εκατομμύρια αντίτυπα. Σήμερα, όποιος γράφει βιβλία δεν πρέπει να έχει στο μυαλό του ότι «θα το κάνει με σκοπό ν’ ανταμειφθεί». Πρέπει να το κάνει για να γίνει πρωτίστως καλός σ’ αυτό. Για να ασκηθεί στο να ικανοποιεί αυτή την εσωτερική ανάγκη με όλο και πιο οξυμμένα αισθητικά κριτήρια. Όχι στην προσδοκία οικονομικής «ανταμοιβής». Δεν ανταμείβονται όλα απλώς επειδή υπάρχουν. Οπότε, μια, πρώτη, καθαρά νομική, συμβουλή προς τους νέους που γράφουν είναι να μην μοιράζονται τις καλές τους ιδέες στα σόσιαλ, γιατί όλο και κάποιος «φίλος» τους θα την πάρει για δική του και θα βρει τα μέσα να την υλοποιήσει πρώτος. Ο κάθε γραφιάς – και μιλάω σ’ έναν άνθρωπο που έχει γράψει δεκάδες χιλιάδες σελίδες- το μόνο που οφείλει να κάνει είναι παράγοντας να εξελίσσεται, no matter fucking what. Όποιος το πιάνει, το πιάνει. Οι υπόλοιποι έχουν ήδη πεδίο δόξης λαμπρόν: γράφουν «εξαιρετικά», αναπτύσσουν «δράσεις», γράφουν την μπύρα και τον Σπρίνγκστην με «ι» και γίνονται tik-tokers. Και σ’ ανώτερα.
8. Και μια τελευταία ερώτηση. Εσύ τί προσδοκίες έχεις από την κυκλοφορία των «30 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ»;
Π.Π: Να μιλήσουμε για ορισμένες μουσικές αξίες και τις υπερβάσεις στις οποίες μας οδηγεί η εμπειρία μιας ζωντανής συναυλίας. Όπως και οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων που περιλαμβάνονται στα «30 ΕΙΣΙΤΗΡΙΑ», αυτός που πάει σε μια συναυλία, ιδίως ενός καλλιτέχνη που νιώθει ακόμη την ανάγκη να εκτεθεί, να αποδείξει, να ενωθεί με το κοινό του, βιώνει μια λυτρωτική, απελευθερωτική εμπειρία. Καθρεφτίζει πάνω στη δύναμη που του δίνει το ζωντανό παράδειγμα, η ενσάρκωση επί σκηνής της μουσικής το από πού έρχεται, το πού βρίσκεται και το πού θέλει να πάει. Γιατί, στις συναυλίες, είτε το θες είτε όχι πας με όλη σου τη ζωή – εξ ου και ο υπότιτλος «χίλιες ζωές σε κάθε live». Ευτυχώς, πολλά από τα ονόματα που έχουν σημαδέψει τις ιστορίες του βιβλίου είναι ακόμη, όπως κι εμείς οι συναυλιαστές, alive and kicking. Οι Metallica, οι Cure (και οι δύο έρχονται το 2026), ο Bryan Adams δεν παίρνει χαμπάρι ότι έκλεισε τα 18, οι Stranglers, oι Waterboys, o Billy Idol, ο Sting, ο Springsteen, οι Godfathers, οι αρχηγοί όλων Rolling Stones. Είπαμε, οι μουσικές εγγραφές που πολλοί από μας κουβαλάμε, έχουν συντελεστεί. Όσοι απολαμβάνουμε τη ζωντανή μουσική θα συνεχίσουμε να πατάμε τον κάλο της ψυχρής ψηφιακής εποχής και των προτύπων της και θα απποαμβάνουμε την απορία της που χαιρόμαστε τόσο πολύ σε κάθε επόμενο live. Σ΄ευχαριστώ από καρδιάς για τον χρόνο και τον χώρο και σε περιμένω στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, Παρασκευή στις 28 Νοεμβρίου στις 19:00 στο Hard Rock Cafe στο Μοναστηράκι.
Φωτογραφίες Παναγιώτης Παπαιώάννου
2/11/25





Δημοσίευση σχολίου