BACK TO THE BEGINNING: Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΑ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙ

 


Στις 5 Ιουλίου 2025, στο γήπεδο της Aston Villa,  Villa Park, γράφτηκε ιστορία. Μια αποχαιρετιστήρια συναυλία προςε τιμήν του Ozzy και των Black Sabbath, που παρ΄όλη την κακή υγεία του, ζήτησε να κάνει αυτήν την συναυλία στη γεννέτηρά του, γνωρίζοντας πόσο θα επιδείνωνε την υγεία του. Η αναγγελία θανά του του, μόλις 3 εβδομάδες μετά, ήταν ότι ποιο βαρύ συναισθηματικά ζήσαμε τον τελευταίο καιρό, με τον Ozzy να μην είναι πλέον μεταξύ μας.Τάφηκε στην οικογενειακή του έπαυλη στο Μπάκιγχαμσαϊρ της Αγγλίας, μετά από ιδιωτική τελετή που τελέστηκε στο σπίτι της οικογένειας, στο Gerrards Cross και σύμφωνα με την επιθυμία του τάφηκε  κοντά σε μια λίμνη στην απέραντη ιδιοκτησία τους 250 στρεμμάτων στην αγροτική Αγγλία. Σύμφωνα με την Daily Mail, 9δεν υπάρχουν φωτό) υπήρχε ένα τεράστιο στεφάνι στη μνήμη του, το οποίο έγραφε με κεφαλαία γράμματα «OZZY FUCKING OSBOURNE». Την κηδεία του παρακολούθησαν 110 άτομα, συμπεριλαμβανομένων της οικογένειας του ενώ από καλλιτέχνες ήταν οι Tony Iommi, Bill Ward, Geezer Butler, Zakk Wylde, James Hetfield, Corey Taylor, Marilyn Manson, Rob Zombie, Elton John, Robert Trujillo και ο Yungblud (από την Sun).  
Ο Κώστας Τσιρανίδης, παρακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος της Back to the Beginning συναυλίας και μεταφέρει τις εντυπώσεις του!     

Η ιστορία μας ξεκινάει λίγους μήνες πριν, τον Φλεβάρη συγκεκριμένα όταν μια παρέα, με ...φιλική συμμετοχή από Βέλγιο, έχουμε από 4 διαφορετικές IP προκειμένου να τολμήσουμε το απονενοημένο. Να βρούμε εισιτήρια για το Άγιο Δισκοπότηρο των συναυλιών, το μεγαλύτερο heavy metal event σίγουρα αυτού του αιώνα (και μέσα στα σημαντικότερα όλων των εποχών), το πολυθρύλητο Back to the Beginning. Ένας φόρος τιμής στον Ozzy Osbourne και τους Black Sabbath στην τελευταία εμφάνιση τους επί σκηνής, στην ιδιαίτερη πατρίδα τους όπου ξεκίνησαν όλα, το Birmingham της Αγγλίας. Το εισιτήριο τσουχτερό, με το μικρότερο ποσό στην αρένα να ξεκινάει στις £262.50 (περίπου 300€) και κάποιες θέσεις στις £197.50 (περίπου 230€). Από την άλλη, η σημειολογική παρουσία στην εν λόγω συναυλία, σε συνδυασμό με τους καλλιτέχνες που θα «ξεπροβόδιζαν» τo συγκρότημα που, κατά γενική παραδοχή, γέννησε το heavy metal, δικαιολογούσαν στο έπακρο την τιμή.
Οι προσπάθειές μας τίμιες, συγκινητικές θα έλεγα, αφού σαν ονειροπόλοι ξεκινήσαμε με μεγάλες φιλοδοξίες, μόνο και μόνο για να καταλήξουμε στον πάτο του Ticketmaster. Θυμάμαι ότι το κοντινότερο που έφτασε κάποιος από εμάς στην σειρά ήταν κάπου στην θέση 28.000. Δεν το λες και παρά τρίχα. Μετά από δύο μέρες προσπαθειών, συμφιλιωθήκαμε με την μοίρα μας και διακριτικά υποχωρήσαμε στις σκιές.
Οι μήνες πέρασαν, η φάση πέρασε στην σφαίρα του ουτοπικού, και το αφήσαμε κατά μέρος. To event είχε ξεπουλήσει μέσα σε ώρες, σε όλες τις προπωλήσεις, ωστόσο πρόσφερε μία ακόμη επιλογή. Το pay-per-view, όπου ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να το παρακολουθήσει από την άνεση του σπιτιού του, με αντίτιμο 25€, όπου υπήρχε η δυνατότητα για μία «αναβάθμιση» στα 56€, που περιλάμβανε κι ένα αναμνηστικό t-shirt.



Κάπου στα τέλη του Ιούνη, έσκασε στο Facebook μία ειδοποίηση για ένα…διαφορετικό event. Ένα από τα αγαπημένα μου στέκια στην Θεσσαλονίκη, το The Pub, που βρίσκεται στο πιο rock δρομάκι της πόλης, στην οδό Αιγύπτου στα Λαδάδικα, θα διοργάνωνε μία βραδιά Back to the Beginning, ένα watch party, όπου θα είχαμε την δυνατότητα να απολαύσουμε την συναυλία μέσω του pay-per-view stream, μαζί με τις μπύρες, τα ποτά και τα συνοδευτικά μας. Φανταστείτε πως είναι να βγαίνετε κάπου για να παρακολουθήσετε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, μόνο που αντί για μπάλα να βλέπετε να γράφεται ζωντανά ιστορία σε μία από τις πιο σημαντικές μέρες στα χρονικά του metal.
Το επίμαχο βράδυ είχε καύσωνα στα μέρη μας, όμως στο Birmingham, όπου τα μάτια όλων των rock fans παγκοσμίως ήταν στραμμένα, ήταν ένα γλυκό καλοκαιρινό απόγευμα, με θερμοκρασία λίγο παραπάνω από 20 βαθμούς Κελσίου, όπως είδα στο κινητό μου, σε μία νοητή προσπάθεια να βρεθώ όσο πιο κοντά μπορούσα εκεί. Φτάσαμε στο The Pub την ώρα που έπαιζαν οι Pantera, αναζητώντας ταυτόχρονα μία γωνιά να αράξουμε, την οποία δεν αργήσαμε να βρούμε. 
Φανταστείτε τώρα να έχετε την αίσθηση πως βρίσκεστε στην συναυλία, απλά… 2.885 χλμ. νοτιότερα και με δύο ώρες διαφορά. Στρυμωγμένοι μέσα σε άλλους πιστούς των Sabbath και του Ozzy, παρακολουθούσαμε στις οθόνες να γίνεται ήδη πανικός κάτω από τους Pantera, με τον γνωστό ηθοποιό Jason Momoa να σέρνει τον χορό στο mosh pit που είχε δημιουργηθεί κατά την διάρκεια του Cowboys from Hell. Μάλιστα ο Momoa (που είχε ενεργό ρόλο στην παρουσίαση του event) ζήτησε από τον frontman των Pantera, Phil Anselmo, να περιμένει λίγο μέχρι να μπει και ο ίδιος στον χαμό.
Κατά κανόνα, κάθε συγκρότημα που ανέβαινε στην σκηνή έπαιζε κάποια δικά του τραγούδια μαζί με ένα τραγούδι των Sabbath. Για τους Pantera αυτό ήταν φυσικά το υπνωτιστικό Planet caravan, το οποίο είχαν διασκευάσει στο Far beyond driven (1994), καθώς και το Electric Funeral. Η παράσταση τους ήταν από τις καλύτερες της βραδιάς – τουλάχιστον από αυτές που προλάβαμε να δούμε εμείς. Η αλήθεια είναι ότι όλο αυτό το μονοήμερο φεστιβάλ είχε ξεκινήσει από τις 15:00 (13:00 ώρα Αγγλίας) και κράτησε 10 ώρες περίπου. 

ΠΟΙΟΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΑΝ ΝΑ ΠΑΝΕ

 Υπήρχαν και καλλιτέχνες που αναμένονταν αλλά δεν μπόρεσαν να έρθουν λόγω ειλημμένων υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, οι έτεροι πατέρες του metal και συμπατριώτες των Sabbath, Judas Priest, άνοιγαν για τους Scorpions στο Αννόβερο της Γερμανίας, στα πλαίσια της επετειακής περιοδείας για τα 60 χρόνια τους. Επίσης, είχαν προσκληθεί, αλλά δεν παραβρέθηκαν τα επιζώντα μέλη των Rush (ο μπασίστας Geddy Lee και ο κιθαρίστας Alex Lifeson) και των Soundgarden, o γιος του εκλιπόντος Eddie Van Halen, Wolfgang, ο frontman των nu-metallers Korn, Jonathan Davis, οι διαβόητοι αλητάμπουρες του Los Angeles, Mötley Crüe (επικαλέστηκαν προβλήματα υγείας), ενώ οι Megadeth, που είχαν συμμετάσχει στο άλμπουμ-φόρο τιμής Nativity in Black με το Paranoid και με το Never say die στο sequel Nativity in Black II, εκδήλωσαν ενδιαφέρον αλλά τελικά δεν παραβρέθηκαν, παρά το γεγονός ότι ο πρώην μπασίστας τους, David Ellefson, ήταν εκεί. Από αυτά τα 2 ιστορικά άλμπουμ διασκευών, οι μόνοι που πήραν μέρος στο Back to the Beginning”ήταν οι Pantera και οι Slayer.
Συνεπώς, την ώρα που φτάσαμε εμείς στο κατάμεστο The Pub, είχαν ήδη εμφανιστεί οι Mastodon, που έπαιξαν το Supernaut με την συμμετοχή των ντράμερ Danny Carey (Tool), Eloy Casagrande (Slipknot) και Mario Duplantier (Gojira), οι Rival Sons (διασκευάζοντας το Electric funeral), οι Halestorm (έπαιξαν το Perry Mason του Ozzy) και οι Lamb of God (παίζοντας το Children of the Grave). Ανάμεσα στους Rival Sons και στους Halestorm, εμφανίστηκαν και οι εκπληκτικοί Anthrax, που τους είδαμε εμβόλιμα σε κάποιο διάλειμμα του event. Η παρουσία των Anthrax είναι εξ’ ορισμού εγγύηση για να περάσει κάποιος καλά και φυσικά αυτοί δεν απογοήτευσαν, με μόλις δύο τραγούδια, το αγαπημένο Indians και την διασκευή στο Into the Void.
Μεταξύ άλλων, λίγο νωρίτερα εμφανίστηκε ο Jack Black, αναπαράγοντας σε βιντεοσκοπημένο κλιπ το Mr. Crowley, όπως το είχε παίξει ζωντανά ο Ozzy σε αμερικάνικο κανάλι το 1981. Στην εκδοχή του Jack Black, η μπάντα αποτελούνταν από τα πιτσιρίκια Roman Morello (κιθάρα) και Revel Ian (μπάσο), γιους των Tom Morello και Scott Ian, αντίστοιχα, τον Hugo Weiss (πλήκτρα) και την Γιαπωνέζα Yoyoka Soma (ντραμς).


Ακολούθησαν οι Alice In Chains, που συμπεριέλαβαν το Fairies Wear Boots στο set τους, και οι παντοδύναμοι Γάλλοι Gojira, που έπαιξαν το Under the Sun.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στα δύο supergroup που ανέβασε στην σκηνή ο Tom Morello. Στο πρώτο πήραν μέρος ο φοβερός κιθαρίστας Nuno Bettencourt, ο ντράμερ Mike Bordin (Faith No More και πρώην Ozzy), ο , Scott Ian (κιθάρα), ο David Ellefson (μπάσο), η Lzzy Hale (φωνητικά), ο τεράστιος πρώην Ozzy, Jake E. Lee (κιθάρα), ο επί σειρά πληκτράς του Ozzy, Adam Wakeman (γιος του μεγάλου Rick Wakeman), ο τραγουδιστής των Disturbed, David Draiman, ο τραγουδιστής Whitfield Crane των Ugly Kid Joe, οι μυστηριώδεις Λονδρέζοι Sleep Token II και ο Άγγλος τραγουδιστής Yungblud. Συγκινητικό highlight ήταν όταν ο Bettencourt εμφανίστηκε με την φανέλα του αδικοχαμένου συμπατριώτη του ποδοσφαιριστή της Liverpool, Diogo Jota, ενώ απεναντίας ο o αμφιλεγόμενος, πλέον, Draiman, δέχτηκε τις αποδοκιμασίες του κοινού λόγω των ακραίων θέσεων του στο θέμα του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Ο Yungblud κέρδισε τις εντυπώσεις με την παθιασμένη ερμηνεία του στο Changes, ενός εκ των πέντε τραγουδιών που έπαιξε αυτή η ομάδα καλλιτεχνών.


Το δεύτερο all-star συγκρότημα που ανέβηκε στην σκηνή αποτελούνταν από τον εντυπωσιακό Danny Carey των Tool (ντραμς), τον ηγέτη και frontman των Smashing Pumpkins, Billy Corgan, το πρώην ιστορικό μέλος των Judas Priest, κιθαρίστα K.K. Downing, τον κιθαρίστα των Tool, Adam Jones, τον κιθαρίστα Vernon Reid των Living Colour, τον Αμερικάνο μουσικό Andrew Watt, την θρυλική φωνή των Aerosmith, Steven Tyler, τον «Κόκκινο Βαρόνο» Sammy Hagar, τον ηγέτη των Ghost, Tobias Forge (ως Papa V Perpetua), τον σπουδαίο κιθαρίστα των Rolling Stones, Ronnie Wood και τον αξεπέραστο πρώην Ozzy/Quiet Riot/Whitesnake μπασίστα Rudy Sarzo. Οι Bettencourt και Morello συμμετείχαν και εδώ. Τούτοι εδώ, εκτός από τραγούδια των Sabbath και του Ozzy,  έπαιξαν τραγούδια και από τις δικές του καριέρες, όπως το Rock Candy (με τον Sammy Hagar στο μικρόφωνο), Train Kept A-Rollin και Walk This Way με τον Tyler στα φωνητικά και το Whole Lotta Love των Led Zeppelin. Πάντως, ιδιαίτερη αίσθηση έκανε και η τριάδα των ντράμερ Danny Carey, Chad Smith (Red Hot Chili Peppers) και Travis Barker (Blink-182) που έπαιξαν, μαζί με τους Bettencourt, Morello και Sarzo, το Symptom of the Universe.


Μετά από λίγες μπύρες, λοιπόν, βλέπουμε να ανεβαίνουν οι Tool στην σκηνή, σε μία πρωτότυπη πλατφόρμα η οποία περιστρεφόταν για να στήνονται διαδοχικά τα ντραμς και λοιπός εξοπλισμός για κάθε συγκρότημα, προκειμένου να μην χάνεται χρόνος. Οι Tool έδωσαν ρεσιτάλ με το ιδιαίτερο στυλ τους, παίζοντας τα, κλασικά πλέον, Forty Six & 2 και Ænema, ενώ από τον κατάλογο των Sabbath διάλεξαν το Hand of Doom. Παρά την πολυπλοκότητα των κομματιών τους, οι Tool απέδωσαν εξαιρετικά το πιο «βατό» Sabbath τραγούδι, φυσιολογικό θα έλεγα, μιας και πρόκειται για ένα σφιχτοδεμένο και δουλεμένο μουσικό σύνολο.
Και σε εκείνο το σημείο, βλέπουμε στις οθόνες: Coming Next: Slayer. Εδώ πραγματικά άρχισαν τα όργανα. Μέχρι τότε, ο κόσμος, τόσο στο The Pub όσο και στο Villa Park, απλά παρακολουθούσε (με εξαίρεση τους Pantera) και συμμετείχε με μικρές εκρήξεις ενθουσιασμού. Στους Slayer, όμως, έγινε σαφές ποιος θα έκανε τον χαμό στο Back to the Beginning. Μας βγήκε όλη η ένταση και μόλις ο Tom Araya πλησίασε το μικρόφωνο, έσπασε το φράγμα της προσμονής. Τα ιερά τέρατα του thrash ξεκίνησαν με το Disciple και ακολούθησε το ορμητικό War Ensemble, που ξεκίνησε πανδαιμόνιο. Με εξαίρεση το Wicked World, που επιλέχθηκε από το συγκρότημα ως tribute στους Sabbath, επικράτησε ένα μικρό χάος στο μαγαζί, όπου είδαμε μέχρι και ένα λεπτεπίλεπτο και καλοσχεδιασμένο … stage diving, από τον Άκη, μαιτρ του είδους, που κατάφερε να ανέβει στο μπαρ και να εφορμήσει (ευτυχώς ελεγχόμενα) στον κόσμο από κάτω, με μόνο τίμημα 2-3 ποτήρια που έσπασαν κατά την διάρκεια ενός συγκρατημένου mosh pit, που ακολούθησε. Συναυλία δεν θέλαμε;;;
Μετά την μαζική επίθεση των Slayer με τα South of Heaven, Raining Blood και Angel of Death, δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο. Δεν υπήρχε αμφιβολία: οι Slayer έκαναν την βραδιά δική τους. Λείπουν από το συναυλιακό κύκλωμα, εγώ αυτό κατάλαβα. Σίγουρα θα ήθελε πολύς κόσμος να τους ξαναδεί στην πόλη του ή στην χώρα του, ωστόσο, μέχρι στιγμής, οι ίδιοι επιλέγουν να εμφανίζονται σποραδικά σε μεγάλα φεστιβάλ. Συμπερασματικά, χωρίς πολλές φανφάρες και «θόρυβο», οι Slayer έκλεψαν την παράσταση. Μόλις τελείωσε το set τους, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως η εμφάνιση αυτή δύσκολα θα ξεπερνιόταν από τα υπόλοιπα guest συγκροτήματα.
Δεν άργησα να επιβεβαιωθώ. Μετά από μία βιντεοσκοπημένη εκτέλεση του Changes (ξανά) από τον πρώην Limp Bizkit, Fred Durst, ακολούθησαν οι Guns N’ Roses. Στο μυαλό μου ήρθαν δύο πράγματα. Πρώτον, πως οι Guns N’ Roses είχαν παίξει και στη συναυλία-φόρο τιμής στους Queen και τον Freddie Mercury, τον Απρίλιο του 1992, όταν ήταν στο ζενίθ τους. Δεύτερον, θυμήθηκα την τελευταία συναυλία τους στο ΟΑΚΑ, τον Ιούλιο του 2023, και μαζί, όλη τα συναισθήματα που μας προξένησε αυτή η εμφάνιση.

Όπως και τότε, έτσι και τώρα, με το άνοιξε το στόμα του ο Axl Rose, είπα πάλι αυτό που είπα και πριν 2 χρόνια. Παρά το μεγάλο του μέγεθος ως καλλιτέχνης και δυνατός τραγουδιστής στα νιάτα του, δεν μπορεί σήμερα να υποστηρίξει το ρεπερτόριο του συγκροτήματος του. Οι Guns N’ Roses έπαιξαν τέσσερα τραγούδια των Sabbath, θαρρώ τα περισσότερα από κάθε άλλη μπάντα, συγκεκριμένα τα It's Alright, Never Say Die και Junior's Eyes (από το Never Say Die) και Sabbath Bloody Sabbath, Ήταν ενδιαφέρουσες επιλογές, αν αναλογιστεί κανείς ότι πήγαν για τα δύο τελευταία άλμπουμ με τον Ozzy στα 70s, τα οποία, κατά γενική παραδοχή, ήταν από τις όχι και τόσο επιτυχημένες τους προσπάθειες.
Το συγκρότημα τελείωσε το set του με τα δύο από τα γνωστότερα τους τραγούδια, τα Welcome to the Jungle και Paradise City.  Αυτό που έμεινε ήταν αυτή η συγκαταβατική αμηχανία που νιώθαμε και στο ΟΑΚΑ. Τι άφωνο τον είπαν τον Axl, τι Μίκυ Μάους τον είπαν, το συμπέρασμα ήταν το ένα και το αυτό: φωνητικά δεν το έχει και καλό θα ήταν να περιφρουρήσει την κληρονομιά του με καλλιτεχνική αξιοπρέπεια και να αποχωρήσει πριν βλάψει περισσότερο την εικόνα του.
Κοιλιά, λοιπόν, με τους Guns N’ Roses, τους οποίους ακολούθησε το συγκρότημα που όλοι περιμέναμε από την αναγγελία του event: το μεγαλύτερο metal συγκρότημα παγκοσμίως, των Metallica. Όταν βγήκαν στην σκηνή με τον κιτρινόμαυρο διάκοσμο της περιοδείας για το 72 Seasons, ξεκίνησαν με το Hole In The Sky των Sabbath, από το Sabotage (1975), αν και νομίζω πως έπρεπε να παίξουν το Symptom of the Universe από το ίδιο άλμπουμ, θα ήταν πιο ταιριαστό πιστεύω.

Κάπου εδώ ξεκίνησαν υποσυνείδητα οι συγκρίσεις με τον τυφώνα Slayer που προηγήθηκε. Ένιωσα πως υπήρχε μία ελαφρά προχειρότητα στην εκτέλεση των τραγουδιών, σαν τα jam που κάνουν στον χώρο τους όταν προβάρουν και γράφουν μουσική. Εκτός από το Johnny Blade που έπαιξαν αργότερα, όλα τα υπόλοιπα ήταν δικά τους. Set «έτοιμο γκολ» που λέμε στα αθλητικά, με τα Creeping Death, For Whom the Bell Tolls, Battery και Master of Puppets. Δεν χρειάζεται πολύ για να κάνεις χαμό όταν είσαι οι Metallica, αυτό είναι δεδομένο, ωστόσο, πιστεύω πως στην αναπόφευκτη σύγκριση με τους Slayer, οι δεύτεροι κερδίζουν. Όταν τους δούμε από κοντά, τον Μάιο του 2026, θα ξαναμιλήσουμε επ’ αυτού.
Η βραδιά κόντευε στην κορύφωση της. Ο Ozzy θα ανέβαινε στην σκηνή ως σόλο καλλιτέχνης για τελευταία φορά. Σίγουρα γνωρίζετε ότι κυκλοφορήσαν πολλές φήμες πριν το event σχετικά με την παρουσία και τον ρόλο του. Π.χ. ότι δεν θα μπορέσει να τραγουδήσει, δεν θα μπορούσε ίσως να παραστεί και άλλα τέτοια. Και τι έκανε ο Πρίγκηπας; Ό,τι κάνει πάντα. Τους διέψευσε όλους πανηγυρικά. Μέσα σε καταιγισμό χειροκροτημάτων και έξαλλων πανηγυρισμών, ο Ozzy αναδύθηκε από το πάτωμα της σκηνής, (ως είθισται στις συναυλίες του) υπό τους ήχους του O Fortuna από την Carmina Buranna του Orff – κομμάτι που πάντα μου θυμίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου και τις μαζικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ, στην Ελλάδα των 80s. Καθισμένος εκεί που έπρεπε, στον μαύρο θρόνο του, ο Ozzy φαινόταν τρομερά ευδιάθετος, παρά το προχωρημένο πρόβλημα υγείας του. Γύρω του, μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων έτρεχε για να τον φροντίσει και να τον τακτοποιήσει, μέχρι και τα φάρμακα του φέρανε να τα έχει δίπλα του. Με το που στήθηκε η μπάντα του, αποτελούμενη από τους Tommy Clufetos (ντραμς), Mike Inez (μπάσο) Adam Wakeman (πλήκτρα) και, φυσικά, τον Zakk Wylde στην κιθάρα, το πάρτι ξεκίνησε με το θρυλικό I Don't Know.

Περιέργως, με εξαίρεση το Mama I’m Coming Home (στίχοι του Lemmy), όπου είδαμε κόσμο να βουρκώνει και να δακρύζει, τόσο στο The Pub όσο και στο Villa Park, όλο του το set αποτελούνταν από τραγούδια του ντεμπούτου του – ίσως μνημονεύοντας έμμεσα και τον φίλο και συνεργάτη του εκείνη την εποχή, τον αγαπημένο του Randy Rhoads. Ακούσαμε το ατμοσφαιρικό Mr. Crowley, το βαρύ και ασήκωτο Suicide Solution και φυσικά το γνωστότερο του τραγούδι, το μυθικό Crazy Train, ζώντας την κάθε στιγμή, ρουφώντας το κάθε δευτερόλεπτο, προσπαθώντας κάπου να σταματήσουμε μέσα μας το ρολόι, μπας και αποφύγουμε το αναπόφευκτο. Η απόδοση του Ozzy ήταν από άλλο πλανήτη, όχι επειδή ήταν σαν τον άκουγες στο στούντιο, αλλά επειδή η εκτυφλωτική αύρα του έσβηνε ακόμα και αυτές τις φυσιολογικές ατέλειες που ο άνθρωπος έβγαζε κατά την διάρκεια του σόου του, όντας ασθενής και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας για αρκετό καιρό τώρα. Όλοι μας στο μαγαζί τραγουδήσαμε, συγκινηθήκαμε, ήπιαμε στην υγειά του και μας άφησε με αυτό το γλυκόπικρο χαμόγελο που έχεις την ώρα του αποχαιρετισμού. 
Η τελευταία πράξη του event παίχτηκε λίγο μετά τις 21:00 ώρα Ηνωμένου Βασιλείου, όταν η μυθική τετράδα που γέννησε το heavy metal, οι Tony Iommi, Geezer Butler, Bill Ward και (φυσικά) Ozzy Osbourne βρέθηκαν μαζί στην σκηνή του Villa Park, όλοι μαζί για μία τελευταία φορά. To μαγαζί πήρε φωτιά και όλοι μας τραγουδούσαμε εν χορώ όταν οι Black Sabbath ξεκίνησαν με το εμβληματικό War Pigs, ένα τραγούδι επίκαιρο όσο ποτέ. Γενικά στο set των Sabbath δεν σταματήσαμε λεπτό να τραγουδάμε, όσο οι θρύλοι του metal περνούσαν στο εξομολογητικό N.I.B., στο πιο πιασαρικο riff των πρώτων ημερών τους, το Iron Man, και φυσικά στον δημοφιλέστερο ύμνο τους, το Paranoid. Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούσαμε τι βλέπαμε εκείνη την ώρα. Αυτό το τελευταίο μισάωρο σηματοδοτούσε ένα τέλος εποχής, τον επίλογο σε μία μακριά και πολυτάραχη καριέρα που τα είχε όλα. Και μόλις τελείωσε, ο ουρανός πάνω από το γήπεδο φωτίστηκε με πυροτεχνήματα και χιλιάδες κομφετί που έπεφταν σαν χιόνι πάνω στο πλήθος. Και όλοι όσοι παρακολουθούσαμε αυτό το τελευταίο αντίο μείναμε ακίνητοι, σχεδόν κρατούσαμε την ανάσα μας, μην καταλαβαίνοντας πως το σόου είχε πια τελειώσει. Κάποια πράγματα είναι δύσκολο να τα χωνέψεις.


Αυτά που ζήσαμε, λοιπόν, εκείνο το βράδυ της 5ης Ιουλίου 2025, έστω και μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, λίγοι καλλιτέχνες μπορούν να το προκαλέσουν. Ο Ozzy και οι Black Sabbath είναι από αυτούς τους καλλιτέχνες. Δεν φύγαμε κατευθείαν, συζητούσαμε τι είδαμε, ίσως σε μία προσπάθεια να διατηρήσουμε την στιγμή του τέλους ζωντανή στο μυαλό μας. Το “Back to the Beginning” αποτέλεσε σίγουρα το μεγαλύτερο event στον χώρο του metal, και μία από τις σημαντικότερες συναυλίες όλων των εποχών, γενικότερα. Μπορεί να μην είχαμε την χαρά να το ζήσουμε από κοντά, όμως στην δική μας γωνιά του κόσμου, το απολαύσαμε όσο περισσότερο μπορέσαμε, χάρη και στην πρωτοβουλία των παιδιών του The Pub, που μας πρόσφεραν έναν χώρο και όλα τα απαραίτητα εφόδια για να νιώσουμε έστω και λίγο… Birmingham στην Θεσσαλονίκη!

ΥΓ: Αγαπημένε μας Ozzy, θα σε θυμόμαστε πάντα με αγάπη και σε ευχαριστούμε για όλα όσα μας πρόσφερες. Αυτά που μας πρόσφερες στην πολλές φορές δύσκολη καθημερινότητα μας, μας έδωσαν τα συναισθήματα, την δύναμη και την χαρά για να ανταπεξέλθουμε σε ό,τι πιθανό και απίθανο μπορούσε να έρθει στον δρόμο μας. Αιωνία η μνήμη, δεν θα ξεχαστείς ποτέ, όσο είμαστε ζωντανοί να σε θυμόμαστε.

Την άλλη Κυριακή: Ο Δημήτρης Τσουγκράνης άκουσε ολόκληρη τη δισκογραφία του Ronnie James Dio και την παρουσιάζει, δίσκο προς δίσκο! 

ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ

3/8/25 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου