Οι Omen αποτελούν ένα από τα συγκροτήματα που θεμελίωσαν το Αμερικάνικο Power Metal στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980, μαζί με σχήματα όπως οι Jag Panzer, Liege Lord, Heir Apparent, οι πρώιμοι Queensrÿche και Fates Warning και αρκετά άλλα λιγότερο ή περισσότερο γνωστά ονόματα. H διάρκεια ζωής τους – της πρώτης, τουλάχιστον και πιο επιδραστικής τους φάσης – ήταν σύντομη και κράτησε μέχρι το 1988 αλλά στο μικρό αυτό διάστημα κυκλοφόρησαν τέσσερα άλμπουμ εκ των οποίων τα τρία πρώτα θεωρούνται κλασικά για το είδος. Στο παρόν άρθρο επέλεξα να θυμηθώ το δεύτερο άλμπουμ τους, Warning of Danger, όχι επειδή μπορεί να είναι καλύτερο από τα άλλα δύο αλλά για συναισθηματικούς λόγους, καθώς είναι ένας από τους πρώτους 5 δίσκους που αγόρασα κάποιες δεκαετίες πριν, όταν πρωτοξεκινούσα το ταξίδι μου στον κόσμο του metal.
ΠΡΙΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΤΟΥΝ
Ας θυμηθούμε όμως πρώτα λίγα πράγματα για την μπάντα. Η πρώτη μορφή των Omen δημιουργήθηκε στην Οκλαχόμα, από τον κιθαρίστα Kenny Powell και τους φίλους του Jody Henry (μπάσο) και Steve Wittig (ντραμς), σε ερασιτεχνικό επίπεδο και με άλλο όνομα. Στη συνέχεια, οι τρεις τους μετακόμισαν στο Los Angeles προκειμένου να αναζητήσουν περισσότερες ευκαιρίες για επιτυχία, όπως συνέβαινε άλλωστε με πολλούς μουσικούς την εποχή εκείνη και εκεί χώρισαν για λίγο οι δρόμοι τους. Στο L.A., o Kenny Powell υπήρξε για μια περίοδο και μέλος των γνωστών Savage Grace, πριν αυτοί κυκλοφορήσουν άλμπουμ, αλλά αποχώρησε από αυτούς όταν απέρριψαν κάποια τραγούδια που είχε γράψει και έτσι αναζήτησε τους παλιούς του φίλους Henry και Wittig και ξανάρχισε να παίζει μαζί τους. Στο μεταξύ, ο Powell είχε γνωριστεί με τον Brian Slagel της γνωστής δισκογραφικής εταιρείας Metal Blade, o οποίος του πρότεινε συμβόλαιο για το συγκρότημα και έτσι ξεκίνησε η επαγγελματική πλέον πορεία των Omen.
Στη θέση του τραγουδιστή ήρθε ο J.D. (John David) Kimball με τον εξής ενδιαφέροντα τρόπο: Ο μπασίστας Jody Henry, πριν επανενωθεί με τον Powell για να ενεργοποιήσουν τους Omen, έπαιζε σε ένα συγκρότημα που είχε σχηματίσει ο Steve Adler,μελλοντικός ντράμερ των Guns n Roses και στο οποίο τραγουδιστής ήταν ο Kimball. Φεύγοντας από την μπάντα ο Henry πήρε μαζί του και τον Kimball και μ’ αυτό τον τρόπο σχηματίστηκε η κλασική σύνθεση των Omen, δηλαδή J.D. Kimball-φωνητικά, Kenny Powell – κιθάρες, Jody Henry – μπάσο, Steve Wittig – ντραμς με την οποία, το 1984, κυκλοφόρησαν το εμβληματικό και κλασικό ντεμπούτο τους, Battle Cry.
Το αμέσως επόμενο έτος (1985), οι Omen επέστρεψαν με το δεύτερο άλμπουμ τους, Warning of Danger, ανεβαίνοντας επίπεδο. Αν και το πρώτο άλμπουμ έχει κορυφαία τραγούδια, στο Warning… το συγκρότημα ακούγεται βελτιωμένο σε όλους τους τομείς και καταφέρνει να ξεδιπλώσει πλήρως το ταλέντο του. Σε αυτό βοηθάει, καταρχήν, η πολύ καλή παραγωγή του Brian Slagel που είναι βαριά όσο χρειάζεται και αρκετά καθαρή καταφέρνοντας να αναδείξει κάθε όργανο αλλά και τα φωνητικά. Το στυλ των συνθέσεων ακολουθεί αυτό του πρώτου άλμπουμ, δηλαδή επικό, «βάρβαρο» metal με σαφείς επιρροές από Iron Maiden, κυρίως στις μελωδίες της κιθάρας και στον πρωταγωνιστικό ρόλο του μπάσου. Συγκριτικά όμως με το ντεμπούτο, τα κομμάτια ακούγονται πιο δουλεμένα, πιο «επαγγελματικά», χωρίς τον ερασιτεχνισμό που χαρακτήριζε αυτά του πρώτου δίσκου, ενώ η μπάντα παρουσιάζεται πιο δεμένη και με μεγαλύτερη σιγουριά στην απόδοσή της έχοντας πλέον αποβάλει το άγχος του πρωτάρη. Μεγάλη βελτίωση έχει και ο τραγουδιστής J.D. Kimball, με την βαθιά, βάρβαρη, ηρωική και με χαρακτηριστικό «τρεμούλιασμα», φωνή του που δημιουργεί μια επιβλητική και αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα σε ολόκληρο το άλμπουμ.
Το Warning of Danger ξεκινάει δυναμικά με το ομώνυμο κομμάτι: μεγαλοπρεπή riffs, αρχοντικά φωνητικά από τον βαρύτονο Kimball, γρήγορος ρυθμός, εντυπωσιακό σόλο και ρεφρέν που καρφώνεται στο μυαλό, κάνουν το τραγούδι ένα από τα καλύτερα του άλμπουμ και δίνουν την πρώτη αίσθηση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Η συνέχεια έρχεται με το March on, μια σύνθεση μέτριας ταχύτητας αλλά πολύ καλή και μάλιστα ιδανική για live καθώς αναφέρεται στους metal οπαδούς (metal warriors), για να ακολουθήσει το Ruby eyes (of the Serpent), ένα από τα κορυφαία κομμάτια του δίσκου με τρομερή πώρωση, καταπληκτικές δισολίες maiden-ικού τύπου και με το μπάσο ιδιαίτερα έντονο, να σου δίνει την εντύπωση ότι έχεις τον Steve Harris να παίζει ως guest!
Σε πιο ακουστικό και μελαγχολικό/λυρικό τόνο ξεκινάει το επόμενο, Don’t fear the night, που στη συνέχεια εξελίσσεται σε ένα σχετικά βαρύ epic/doom τραγούδι και το πρώτο μισό του άλμπουμ (ή η πρώτη πλευρά του δίσκου) κλείνει με το instrumental V.B.P. που σε αρκετά σημεία του θυμίζει Iron Maiden και κυρίως το Transylvania των τελευταίων. Ενδιαφέρουσα σύνθεση που θα μπορούσαμε όμως να ζήσουμε και χωρίς αυτή και στη θέση της να υπήρχε μια άλλη με φωνητικά.
Το δεύτερο μισό του Warning of Danger ξεκινάει πάλι με το instrumental, Premonition, που, ουσιαστικά, αποτελεί εισαγωγή του Termination, άλλης μιας τεράστιας κομματάρας με στίχους εμπνευσμένους από την υπερκλασική ταινία The Terminator με τον Arnold Schwarzenegger που είχε κυκλοφορήσει μόλις ένα χρόνο πριν (1984). Ο δίσκος έχει άλλα τρία τραγούδια (Make me your King, Red Horizon, Hell’s Gate) από τα οποία το Red Horizon μπαίνει άνετα στην κατηγορία των καλύτερων του άλμπουμ. Είναι μάλιστα αφιερωμένο και στον λαό της Πολωνίας με στίχους που κατακρίνουν το τότε κομμουνιστικό καθεστώς, θυμίζοντάς μας τις αντιλήψεις που επικρατούσαν 40 χρόνια πριν, στην καρδιά του ψυχρού πολέμου. Οι στίχοι, βέβαια σήμερα φαντάζουν αρκετά γραφικοί καθώς η Πολωνία όχι μόνο δεν υποφέρει από τον κομμουνισμό αλλά είναι πλέον μέλος του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. και μάλιστα ένα από τα υπολογίσιμα μέλη τους.
Τα άλλα δυο κομμάτια κινούνται σε πιο αργό, epic/doom ύφος, με το Make me your King να ακούγεται πιο αυστηρό και «μονολιθικό», ενώ το Hell’s Gate που κλείνει το άλμπουμ έχει λίγο πιο περίπλοκο ρυθμό, μπάσο που ξεχωρίζει, τόσο στην εισαγωγή όσο και στη διάρκεια του κομματιού και ένα ωραίο σόλο σε mid-tempo ρυθμό.
To Warning of Danger πιστοποίησε την αξία των Omen στο χώρο του US Power Metal και κατάφερε να τους δώσει επιπλέον ώθηση ώστε να ξεχωρίσουν από την πλειονότητα των συγκροτημάτων και να λάβουν μια τιμητική θέση ανάμεσα στους πρωτοπόρους του χώρου. Δικαίως θεωρείται από πολλούς ως το καλύτερο άλμπουμ τους και όποιος λέει ότι ασχολείται με το Power metal οφείλει όχι μόνο να το έχει ακούσει αλλά και να το έχει σε φυσικό format.
Ένα χρόνο μετά, το 1986, κυκλοφόρησαν το τρίτο άλμπουμ τους, The Curse, πολύ καλό και αυτό. Στη συνέχεια όμως, λόγω εντάσεων ανάμεσα στον Powell και τον Kimball ο τελευταίος αποχώρησε από το συγκρότημα και αντικαταστάθηκε από τον Coburn Pharr ο οποίος, δυο χρόνια αργότερα, το 1990, έκανε τα φωνητικά στο δεύτερο άλμπουμ των Annihilator, Never Neverland.
Μαζί του κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Escape to Nowhere, στο οποίο άλλαξαν ελαφρώς ηχητική κατεύθυνση προς το πιο εμπορικό στυλ. Αυτό οφείλεται πιθανότατα, τόσο σε πιέσεις της εταιρείας για να κινηθεί η μπάντα με το εμπορικό ρεύμα, όσο και στον παραγωγό τους ο οποίος ήταν ο γνωστός Paul O’ Neill (παραγωγός και συν-συνθέτης στους Savatage), που έβαλε μάλιστα και χρήματα από την τσέπη του για να γίνει η παραγωγή. Φυσικά, η απόπειρα αλλαγής μουσικής κατεύθυνσης δεν ευδοκίμησε και το συγκρότημα διαλύθηκε. Οι Omen επανήλθαν το 1996, με μόνο αυθεντικό μέλος τον Powell και με τον γιο του Greg Powell στα φωνητικά κυκλοφορώντας το άλμπουμ Reopening the Gates, ένα αδιάφορο έως κακό δίσκο στον οποίο την είδαν μάλλον Pantera και groove metal φάση.
Έκτοτε έχουν κυκλοφορήσει άλλα δυο στούντιο άλμπουμ, τα Eternal Black Dawn (2003) και Hammer Damage (2016) σε Power metal ύφος και πάντα με τον Powel ως το μοναδικό αυθεντικό μέλος
Tέλος, να σημειωθεί ότι ο J.D. Kimball πέθανε το 2003 από καρκίνο, ενώ φέτος (2025) πέθανε και ο Coburn Pharr από αίτια που δεν έχουν ακόμη γίνει γνωστά.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
28/5/25
Δημοσίευση σχολίου