Στη σημερινή εποχή, είναι πια συνηθισμένο φαινόμενο να βλέπουμε τις μεγάλες ροκ μπάντες να περιοδεύουν στα πιο απίθανα μέρη του πλανήτη, σε τουρνέ που φαίνεται ότι δεν τελειώνουν ποτέ, καταναλώνοντας έτσι τον περισσότερο χρόνο τους πάνω σε μια σκηνή . Και, μερικές φορές, αναρωτιόμαστε τι θα έκαναν άραγε οι Beatles, αν ήταν ακόμα σε θέση να δίνουν συναυλίες, όπως καλή ώρα οι «συμμαθητές» τους Rolling Stones. Θα ήταν κι αυτοί με μια βαλίτσα στο χέρι, οργώνοντας τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου; Μάλλον απίθανο! Και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι γι’ αυτό. Πρώτα απ’ όλα, αντικειμενικά μιλώντας, δεν θα υπήρχαν αρκετά κατάλληλα venues για να φιλοξενήσουν τους Beatles. Ποιες χώρες θα διέθεταν επαρκείς υποδομές για μια τέτοια συναυλία; Αλλά και οι ίδιοι οι Beatles δεν θα δεχόντουσαν ποτέ να δεσμεύσουν τόσον χρόνο για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις μιας παγκόσμιας τουρνέ, την στιγμή που ο χρόνος αυτός θα μπορούσε να τους προσφέρει πιο ουσιαστικά καλλιτεχνικά ανταλλάγματα.
Δεν είναι ότι δεν έκαναν τουρνέ και οι Beatles. Στην εξαετία 1962-1966, έκαναν 1440 live εμφανίσεις, σε 16 χώρες του κόσμου: Μεγάλη Βρετανία, Ιρλανδία, ΗΠΑ, Γερμανία, Καναδά, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Δανία, Σουηδία, Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Χονγκ Κονγκ. Δεν είναι και λίγο, αν σκεφτεί κανείς και τις δυσκολίες που είχαν τα ταξίδια τότε, στη δεκαετία του ’60, χώρια που σε κάθε τουρνέ κινδύνευαν οι άνθρωποι από τη λατρεία των οπαδών τους. Γι’ αυτό και φάνηκε πολύ λογική η απόφασή τους το 1966, να σταματήσουν τις live εμφανίσεις.
Ποια λοιπόν απ’ όλες αυτές τις συναυλίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν η πιο σημαντική ή η πιο επιτυχημένη; Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Κάθε εμφάνιση των Beatles είχε κάτι το ιδιαίτερο να προσφέρει, είτε επρόκειτο για ένα live στο Cavern Club του Λίβερπουλ ή οποιαδήποτε άλλη μικρή μουσική σκηνή κάποιας αγγλικής πόλης, είτε επρόκειτο για το αχανές Shea Stadium της Νέας Υόρκης. Οι Beatles θα έδιναν εγγυημένα τον καλύτερο εαυτό τους. Πάντα όμως σε μικρές προσεγμένες δόσεις. Γιατί, τελικά, είναι αυτή η αίσθηση του ανικανοποίητου, που διατήρησε άσβεστη την Μπητλομανία.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
14/4/25
Δημοσίευση σχολίου