Και τελικά όπως φάνηκε, όχι μόνο η δική μας. 20:30 η ώρα, οπότε και άνοιγαν οι πόρτες, είχε ήδη δημιουργηθεί μεγάλη ουρά, η οποία προχωρούσε και αργά σχετικά, για χάρη των Τιτάνων του αμερικάνικου heavy power και progressive metal. Μαζί τους, ως opening act, θα έπαιζαν οι Αθηναίοι Triumpher, που δημιουργήθηκαν το 2019 και στο ενεργητικό τους έχουν ήδη δύο άλμπουμ, τα Storming the Walls(2023) και Spirit Invictus(2024). Πρόκειται για ένα αρκετά φιλόδοξο, νέο συγκρότημα, με στυλ που κινείται επίσης στον χώρο του heavy/power και φαίνεται πως είναι λάτρεις του epic στοιχείου, το οποίο άλλωστε, φαίνεται τόσο στα τραγούδια όσο και στην μουσική τους. Αν μπορούσα να μαντέψω επιρροές θα έλεγα σίγουρα Manowar, καθώς και Virgin Steele και Iced Earth. Οπότε, αν τα ακούσματα σας περιλαμβάνουν αυτές τις μπάντες, αξίζει να τους τσεκάρετε.
Οι Triumpher ξεκίνησαν δυναμικά το set της βραδιάς κάπου στις 21:00, παίζοντας, στον χρόνο που τους αναλογούσε, οχτώ τραγούδια από τα δύο προαναφερθέντα άλμπουμ τους. Έχω την αίσθηση ότι δεν θα έπαιζαν τόσα πολλά, διότι από το πλάι της σκηνής τους έκαναν νόημα δυο-τρεις φορές να συνεχίσουν να παίζουν. Όχι ότι με χάλασε, κάθε άλλο θα έλεγα. Τα παιδιά έπαιξαν μια χαρά, συντονισμένα, καθαρά και επαγγελματικά, με καλό ήχο και διακριτική σκηνική παρουσία.
Πιστεύω πως κέρδισαν τον κόσμο με την απόδοση τους. Αν θέλετε να τους δείτε ζωντανά, απλά να γνωρίζετε ότι η επόμενες εμφανίσεις τους θα είναι σε Αθήνα με τους Γερμανούς Grave Digger (18/5) και Λάρισα (25/5), ενώ το καλοκαίρι θα παίξουν στο πανέμορφο Ρέθυμνο, στο πλαίσιο του φεστιβάλ Rethymno Rocks, την 30η Αυγούστου.
Αφού αποχαιρέτησαν το κοινό εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, οι Triumpher αποχώρησαν και σιγά-σιγά άρχισε να στήνεται το σκηνικό των Crimson Glory στη σκηνή, με το εμβληματικό εξώφυλλο του Transcendence να αναρτάται στο background. Εν έτει 2025, το συγκρότημα απαρτίζεται από τα original μέλη Ben Jackson (κιθάρα), Jeff Lords (μπάσο) και Dana Burnell (ντραμς) μαζί με τους «νέους» Travis Wills (φωνητικά – πρώην Infidel Rising) και Mark Borgmeyer (lead κιθάρα – πρώην Lost Boys). Η εμφάνιση τους στην Θεσσαλονίκη θα ήταν η δεύτερη μέσα στο 2025, αφού προηγήθηκε το Up The Hammers Festival στην Αθήνα το προηγούμενο βράδυ, στο Gagarin. Γενικότερα, το συγκρότημα έχει παίξει μόνο 4 φορές από τον Αύγουστο του 2012, όταν ακόμη στην σύνθεση τους είχαν τον έτερο original κιθαρίστα Jon Drenning και τον τραγουδιστή Todd La Torre (πλέον τραγουδιστή των Queensrÿche). Η προσμονή μας είχε κορυφωθεί. Και κάπως έτσι, γύρω στις 22:00, μέσα σε ενθουσιώδεις ιαχές, οι Crimson Glory πήραν τις θέσεις τους στην σκηνή.
Αυτό που ακολούθησε, χαρακτήρισε, ή, για να το θέσω καλύτερα, σημάδεψε όλη την υπόλοιπη βραδιά. Γενικά, γνωρίζουμε ότι το Principal έχει θέμα με τον ήχο και την ακουστική του. To έχουμε δει επανειλημμένα σε αρκετά live. Ίσως τελικά, να μην είναι φτιαγμένο για rock/metal συναυλίες. Τις περισσότερες φορές, έγκειται στον ηχολήπτη να κάνει τα δικά του για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, τηρουμένων των ιδιαίτερων συνθηκών σε κάθε live.
Έλα όμως που αυτή την φορά, όλα πήγαν λάθος. Υπήρξε σοβαρό θέμα με την ηχοληψία, κάτι το οποίο προσωπικά αντιλήφθηκα όταν διαπίστωσα πως η κιθάρα του Jackson (μία εξαιρετική Jackson, παρεμπιπτόντως) είχε βουβαθεί. Υπό κανονικές συνθήκες, το έπος Valhalla που ξεκίνησε το set θα είχε σπείρει την καταστροφή και η παλιά στέγη του Principal θα είχε απογειωθεί. Καθώς, όμως, ο Wills ξεκίνησε να τραγουδάει τους πρώτους στίχους, αντιληφθήκαμε, με μεγάλη αμηχανία, πως ούτε το μικρόφωνο λειτουργούσε σωστά. Η ίδια κατάσταση παρέμεινε και στα Dragon Lady, Lady of Winter και Where Dragons Rule. Μπροστά δεν ακούγαμε φωνή. Όσο πιο πίσω στεκόταν κάποιος στον χώρο, τόσο λιγότερα άκουγε. Σε κάποια φάση, κάναμε όλοι νόημα στον Wills πως δεν ακούγεται και να πάρει ένα άλλο μικρόφωνο, καθώς όταν οι υπόλοιποι έμπαιναν στα δεύτερα φωνητικά, ακουγόντουσαν πολύ καλύτερα. Άλλοι πιο πίσω έψαχναν τον ηχολήπτη στην κονσόλα (αν υπήρχε κι αυτός). Στο πλάι της σκηνής, καμία κινητικότητα. Δεν ξέρω με τι team ήρθαν να παίξουν οι Crimson Glory στην Θεσσαλονίκη, όμως όποιοι και να ήταν, η δουλειά τους ήταν το λιγότερο πλημμελής.Συμπερασματικά, το πρώτο τρίτο της συναυλίας πήγε κουβά, κανονικότατα και με τον νόμο. Εκεί που ήμασταν στα πρόθυρα του παραληρήματος, εκεί που είχαμε φτιαχτεί από την προσδοκία και μόνο που θα ακούγαμε αυτά τα έπη, καταλήξαμε με το π***ί στο χέρι. Δεν μπορώ να το θέσω πιο κόσμια. Νομίζω ότι περισσότερο συμπληρώναμε με το μυαλό μας τα τραγούδια παρά τα ακούγαμε.
Από εκεί και πέρα, υπήρχε αυτή η αμήχανη ενδιάμεση φάση, λίγο να ξεπεράσουμε την ετεροντροπή για το σοβαρό θέμα αφωνίας και ήχου, λίγο να σώσουμε σαν κοινό, σε συνεργασία με το συγκρότημα, ό,τι σωζόταν. Στα επόμενα τέσσερα τραγούδια, τα οποία ήταν τρία από το Transcendence(Painted Skies, Μasque of the Red Death και το πολυαγαπημένο Burning Bridges) και ένα από το ομώνυμο ντεμπούτο (Queen of the Masquerade), η κατάσταση ομαλοποιήθηκε κάπως. Όχι τελείως, αλλά κάπως σαν να αποκαταστάθηκαν τα προβλήματα. Επιτέλους, δεήσαμε να ακούσουμε τον Wills, ενός καλού κατά τ’ άλλα τραγουδιστή που υιοθετεί πολλά χαρακτηριστικά του θρύλου Midnight, έργο διόλου εύκολο, αφού προσωπικά θεωρώ τον εκλιπόντα τραγουδιστή μία από τις μεγαλύτερες και θεατρικότερες φωνές που πέρασε από το metal, γενικότερα.
Στην συνέχεια ακούσαμε τα δύο καινούρια τραγούδια που έβγαλε το συγκρότημα, ενόψει της κυκλοφορίας νέου άλμπουμ που αναμένεται κάποια στιγμή φέτος. Τα Chasing the Hydra και το «ελληνικό» Triskaideka ακούγονται αρκετά φρέσκα, χωρίς λείπει το κλασικό Crimson Glory στυλ, δίνοντας μία αισιόδοξη εικόνα για το τι μπορούμε να περιμένουμε από την επερχόμενη δουλειά του συγκροτήματος. Εν τω μεταξύ, ο Jackson άλλαξε κιθάρα και αυτή την φορά ακουγόταν μια χαρά. Ο δε Borgmeyer κράτησε στην επιφάνεια όλο το performance της μπάντας, μαζί με το rhythm section των Lords και Burnell, αφού ήταν … και οι μόνοι που ακουγόντουσαν κανονικά.
Στη συνέχεια, ξαναμπήκαμε στο κλασικό ρεπερτόριο με τα In Dark Places, Eternal World και το θεϊκό Azrael. Μέχρι εκείνο το σημείο είχαμε βρει κάπως τον χαμένο μας ενθουσιασμό κι ένα λάβαρο με τον Midnight ανέβηκε πάνω στην σκηνή, αλλά ήταν πλέον αργά. Η σκιά της πρώτης απογοήτευσης, με ένα συγκρότημα που απαγορεύεται να παίζει με τόσο κακό ήχο, τόσο λόγω ιστορίας όσο και (κυρίως) ρεπερτορίου, δεν έφυγε ποτέ. Στο τέλος του κανονικού set, όλοι κοιτιόμασταν μεταξύ μας με μία βουβή απογοήτευση.
Το encore ήρθε απλά σαν παρηγοριά στον άρρωστο, με το δραματικό Lost reflection, το χιτάκι Lonely και το καταιγιστικό Red sharks, όπου δημιουργήθηκε και ένα τύπου συμπαθητικό mosh pit. Από την μια σκέφτηκα πόση ώρα άραγε να το κρατούσαν μέσα τους, από την άλλη επίσης σκέφτηκα ότι σε άλλες εποχές τα πράγματα δεν θα εξελισσόντουσαν τόσο ομαλά για το όλο live. Οι παλαιότεροι από εσάς σίγουρα θα έχετε σχετικές αναμνήσεις.
Αποχωρήσαμε από το Principal με ανάμικτα συναισθήματα, μιας και στο τέλος κάπως έστρωσε η φάση, αλλά η απογοήτευση όλων ήταν προφανής. Μέχρι να φτάσω στο αυτοκίνητο, καθώς προσπερνούσα τον κόσμο, όλοι μιλούσαν μόνο για αυτό. Και μετά, στις πατροπαράδοτες μπύρες, πάλι τα ίδια συζητούσαμε με κόσμο που πήγε στην συναυλία. Αντίθετα, μιλώντας με φίλους από Αθήνα την Κυριακή, δεν εισέπραξα κάτι αντίστοιχο, εκεί το συγκρότημα έπαιξε και ακούστηκε μια χαρά και γενικά έμειναν ευχαριστημένοι τόσο από τους Crimson Glory όσο και από όλη την εμπειρία του Up The Hammers. Ίσως οι καλύτερες διοργανώσεις να αποτελέσουν παράδειγμα για τις άστοχες, προκειμένου να απολαμβάνουμε το καλλιτεχνικό προϊόν καλύτερα όλοι, με σεβασμό τόσο στους καλλιτέχνες όσο και στο κοινό που πληρώνει για να τους δει.
Κείμενο/Φωτογραφίες: ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
13/3/25
Δημοσίευση σχολίου