AEROSMITH – GET A GRIP (1993): ΦΤΙΑΓΜΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙ ΤΑ CHARTS

Η δεκαετία του ’80, από τα μέσα της οποίας οι Aerosmith ξεκίνησαν την “ολική επαναφορά” τους, έκλεισε απόλυτα επιτυχημένα για την μπάντα, με τα Permanent Vacation (1987) και Pump (1989) να κατατάσσουν το σχήμα στα ηγετικά ονόματα του χώρου. Η είσοδος στη νέα δεκαετία του ’90, έγινε ακόμα πιο δυναμικά, με το ενδέκατο άλμπουμ τους, Get a Grip, μια κυκλοφορία που αποτέλεσε και το απώτατο σημείο καταξίωσής τους.
    Στη συγκεκριμένη κυκλοφορία, το συγκρότημα διατηρεί το υψηλό επίπεδο απόδοσης των δυο προηγούμενων κυκλοφοριών, με τους κιθαρίστες Brad Whitford και Joe Perry να αποδίδουν εξαιρετικά, το rhythm section των Tom Hamilton (μπάσο) και Joey Kramer (ντραμς) να εντυπωσιάζει, τόσο συνολικά όσο και σε συγκεκριμένα τραγούδια με ιδιαίτερο ρυθμό, ενώ ο Steven Tyler προσφέρει καταπληκτικές ερμηνείες, είτε με τα τσιριχτά/τσιτωμένα φωνητικά του είτε με τα πιο συναισθηματικά. 
    Πέρα από την άψογη απόδοση των μελών της μπάντας, το Get a Grip κινείται σε πιο εμπορικούς δρόμους σε σχέση με τα δυο προηγούμενα άλμπουμ, σε σημείο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Aerosmith, από ένα hard rock συγκρότημα με εμπορικές αναφορές μετατρέπονται σε pop-rock συγκρότημα. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πίεση της δισκογραφικής τους εταιρείας (Geffen) και κυρίως στην πίεση που τους άσκησε ο John Kalodner, υπεύθυνος ρεπερτορίου (A&R) της εταιρείας. Εδώ φαίνεται η δύναμη που είχαν εκείνη την εποχή οι δισκογραφικές εταιρείες, ακόμα και πάνω σε παγκοσμίως γνωστούς και καταξιωμένους καλλιτέχνες, καθώς, ενώ η μπάντα είχε ήδη ηχογραφήσει 12 κομμάτια για το άλμπουμ, ο Kalodner θεώρησε ότι δεν είχαν ποικιλία, ούτε ότι ήταν αρκετά «εμπορικά», υποχρεώνοντας έτσι το συγκρότημα να ξαναμπεί στο studio για να ηχογραφήσει νέα κομμάτια μαζί με εξωτερικούς συνεργάτες/τραγουδοποιούς.
    Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει η κυκλοφορία του άλμπουμ για 6 μήνες και ενώ προγραμματιζόταν να βγει στα μέσα του 1992, κυκλοφόρησε τελικά στις 20 Απριλίου 1993. Παραγωγός ήταν, όπως και στις προηγούμενες δουλειές τους, ο Bruce Fairbairn, ενώ συμμετείχαν συνθετικά οι Desmond Child, Jim Vallance, Jack Blades (Night Ranger, Damn Yankees), Tommy Shaw (φωνητικά και κιθάρα στους Styx επίσης στους Damn Yankees), Lenny Kravitz κ.α. Το Get a Grip, που κυκλοφόρησε σε διπλό βινύλιο λόγω μεγάλης διάρκειας, περιλάμβανε 14 κομμάτια, από τα οποία μόνο δύο ήταν συνθέσεις αποκλειστικά των Aerosmith, ενώ συνολικά ηχογραφήθηκαν πολύ περισσότερα, τα οποία κυκλοφόρησαν ως B’sides σε singles ή εμφανίστηκαν σε μεταγενέστερες, επετειακές κυκλοφορίες του άλμπουμ ως bonus tracks.


    O δίσκος ξεκινάει με δυο κομμάτια στα οποία έχει βάλει το χέρι του ο Vallance: Πρώτο τo “Eat the Rich”, ένα ιδανικό opener track, με χαρακτηριστικό, κολλητικό riff, πιασάρικο ρεφρέν και ωραίο σόλο από τον Perry. Tο τραγούδι αποτέλεσε το δεύτερο single, συνοδεύεται και από video και πήγε πολύ καλά στα charts φτάνοντας στη θέση 5 των mainstream rock κομματιών. Για την ιστορία, έχει και μια εισαγωγή λίγων δευτερολέπτων όπου ακούγεται και ένα sample από το γνωστό “Walk this way”. Δεύτερο το ομώνυμο “Get a Grip”, ένα ιδιαίτερα ζωηρό κομμάτι, με σχεδόν ραπ ρυθμό που, αν και έχει κάποιο στοιχείο επανάληψης, κάνει ωραίο κέφι και κολλάει άνετα στο μυαλό.
    Η καλύτερη ίσως στιγμή του πρώτου μισού του άλμπουμ είναι το “Fever”, μια σύνθεση αποκλειστικά Aerosmith (Tyler-Perry), ένα φοβερό τραγούδι σε rock n’ roll ρυθμό που κάνει αμέσως τη διαφορά, ενώ ακολουθείται από το πρώτο single του άλμπουμ, το “Livin’ on the edge”, ένα πραγματικά ποιοτικό κομμάτι με πιο σοβαρούς στίχους, με τον Whitford να αναλαμβάνει την ακουστική κιθάρα την οποία συνοδεύουν οι ανατολίτικες/ινδικές μελωδίες στα leads από τον Perry. Το “Livin’…”, μάλιστα, χάρισε στους Aerosmith βραβείο στα Grammy Awards του 1994 (για το 1993).
    Στη συνέχεια έχουμε τρείς συνθέσεις (“Flesh”, “Walk on Down”, “Shut up and Dance”) που είναι αρκετά καλές , όμως δεν είναι και από αυτές που δίνουν κάτι ιδιαίτερο στο άλμπουμ. Ξεχωρίζει ελαφρώς το “Flesh” (με συμμετοχή του Desmond Child) ενώ το “Walk on Down” έχει κάποιο ενδιαφέρον τόσο λόγω των φωνητικών του Joe Perry όσο και για το γεγονός ότι είναι αποκλειστικά δική του σύνθεση.


    «Όλα τα λεφτά» στο άλμπουμ είναι το δεύτερο μισό και ουσιαστικά οι τρεις μπαλάντες - «φωτιά» που μάλλον σε αυτές και στα βίντεο που τις συνοδεύουν χρωστάει το “Eat the Rich” την μεγάλη του επιτυχία και τις τεράστιες πωλήσεις του. Πρώτη από αυτές και ίσως, με ελάχιστη διαφορά, η καλύτερη, είναι το “Cryin’”, μια φανταστική σύνθεση, όπου ιδιαίτερη αίσθηση κάνει η χρήση πνευστών αλλά και το σόλο φυσαρμόνικας του Tyler, παράλληλα με τα κιθαριστικά σόλο των Perry-Whitford. To “Cryin’” αποτέλεσε το τρίτο single του άλμπουμ και κατάφερε να γίνει χρυσό πουλώντας πάνω από 500,000 κομμάτια στις ΗΠΑ, ενώ έφτασε και μέχρι τη θέση 1 των mainstream rock tracks του Billboard. Αυτό όμως που εκτόξευσε το κομμάτι ήταν το video του, όπου πρωταγωνιστεί το μοντέλο/ηθοποιός Alicia Silverstone, στα 17 της τότε, πραγματική «λολίτα», μια «δροσερή» παρουσία, που πρωταγωνίστησε στις φαντασιώσεις των νεαρών -και όχι μόνο – οπαδών της μπάντας!
Δεύτερη μπαλάντα με παρόμοια επιτυχία στα charts είναι το “Crazy”, τελευταίο single του άλμπουμ, που χάρισε στο συγκρότημα για δεύτερη συνεχή χρονιά το βραβείο στα Grammy Awards του 1995. Ένα φοβερό τραγούδι, στο στυλ του “Cryin’”, με ωραίο μαντολίνο σε αρκετά σημεία του και με ένα βίντεο, ακόμα πιο καυτό, όπου εκτός από την Alicia Silverstone (εννοείται ότι θα εμφανιζόταν ξανά!) εμφανίζεται και δεύτερη «λολίτα», η 16χρονη τότε κόρη του Tyler, Liv Tyler, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πανικός στις τάξεις των αρσενικών -κυρίως, αλλά όχι μόνο - οπαδών της μπάντας!
    Η κορύφωση του άλμπουμ ολοκληρώνεται στο τέλος του, με την τρίτη μπαλάντα, “Amazing”, ένα εξίσου φανταστικό – και πλέον all time classic – κομμάτι που στηρίζεται σε μια όμορφη μελωδία πιάνου και ωραίες ενορχηστρώσεις, ενώ υπάρχει φυσικά και συνοδευτικό βίντεο όπου απολαμβάνουμε την Silverstone για τρίτη φορά!


    Εκτός των τριών μπαλαντών, στο δεύτερο μισό του άλμπουμ υπάρχουν άλλα τρία κομμάτια: το “Gotta Love it”, όχι κάτι ιδιαίτερο αλλά με ωραίο funky μπάσο από τονTom Hamilton, το εξαιρετικό “Line up”, μια μίξη hard rock και Motown μουσικής, μια σύνθεση (και με συμμετοχή) του Lenny Kravitz με ωραία slide/blues κιθάρα και πνευστά και το instrumental και σχετικά αδιάφορο “Boogie Man” που κλείνει τον δίσκο.
    Όπως είναι κατανοητό, το “Get a Grip” αποτέλεσε τεράστια επιτυχία για τους Aerosmith, την μεγαλύτερη που έζησαν από την ίδρυσή τους: έβγαλε έξι singles που όλα έπιασαν θέση στην πρώτη δεκάδα των charts, κέρδισε πολλά βραβεία και πρωτιές, όχι μόνο στα Grammy Awards αλλά και στο MTV, περιοδικά και μουσικούς σταθμούς, έφτασε σαν άλμπουμ στη θέση No1 του Billboard και έγινε επτά φορές πλατινένιο, πουλώντας στις ΗΠΑ 7 εκατομμύρια κομμάτια, ενώ παγκοσμίως έφτασε στις 20.000.000 αντίτυπα! Για την προώθησή του, βγήκαν σε παγκόσμια περιοδεία 18 μηνών,  κάνοντας 247 (!) εμφανίσεις και παίζοντας σε χώρες που δεν είχαν ξαναπάει στο παρελθόν, όπως στη κεντρική και νότια Αμερική πιστοποιώντας έτσι και στην πράξη τι εμπορικό φαινόμενο αποτέλεσε το συγκεκριμένο άλμπουμ για τον χώρο του μελωδικού hard rock. 
Η special έκδοση με ...χνούδι στο εξώφυλλο του cd




TRIVIA

  • Στο video του “Cryin’ “, έχουμε την πρώτη εμφάνιση του Josh Holloway, του ηθοποιού που έγινε γνωστός από τον ρόλο του James “Sawyer” Ford στην πασίγνωστη τηλεοπτική σειρά των ‘00ς, “Lost”. Στο clip είναι ο τύπος που φλερτάρει την Silverstone στο μπαρ και επιχειρεί να της κλέψει την τσάντα.
  •  Στο video του “Livin’ on the edge”, πρωταγωνιστεί ο πιτσιρικάς – τότε – Edward Furlong, γνωστός ως ο γιος της Sarah Connor (Linda Hamilton) στο θεϊκό «Terminator 2: Judgement Day” (1991)  αλλά και ως ο αδερφός του χαρακτήρα που υποδυόταν ο Edward Norton στην ταινία “American History X” (1998).
  •  Για όσους πιθανόν να μη γνωρίζουν, η μουσική “Motown” που αναφέρθηκε πιο πάνω, αφορά ένα στυλ μουσικής rhythm & blues μαζί με στοιχεία jazz που έπαιζαν κυρίως μπάντες μαύρων τις δεκαετίες 1960 και 1970. Πήρε το συγκεκριμένο όνομα από την δισκογραφική εταιρεία “Motown” στο Detroit, που κυκλοφορούσε τις συγκεκριμένες δουλειές και ήταν και η μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία με ιδιοκτήτες Αφροαμερικάνους.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

3/11/21
 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου