STEVE VAI: PRINCIPAL CLUB THEATER ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 21.4.2023. O ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙ


 Με τον Steve Vai ήταν μοιραίο να ξεκινήσω τις ανταποκρίσεις, για λογαριασμό του rockmachine.gr, από την όμορφη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικώ μόνιμα εδώ και λίγες εβδομάδες. Έναν ζωντανό θρύλο της ηλεκτρικής κιθάρας, ένα ιερό τέρας του οργάνου και μεγάλης μορφής που έχαιρε (και εξακολουθεί να χαίρει) τεράστιας εκτίμησης από συναδέλφους του κιθαρίστες και καλλιτέχνες πάσης φύσεως.
Η ώρα είναι 20:45 περίπου και βρισκόμαστε ήδη έξω από τον συναυλιακό χώρο, στο Principal Club, στο συγκρότημα του Μύλου, πάνω από τον χώρο του λιμανιού. Ένα μέρος που τυπικά λαμβάνουν χώρα τα περισσότερα συναυλιακά events της πόλης, τουλάχιστον αυτά που γίνονται σε κλειστό χώρο.
Η πρόσβαση στον χώρο ήταν σχετικά εύκολη και απρόσκοπτη, από το παρκάρισμα μέχρι και την είσοδο μας στο club. Ανεβαίνοντας στον χώρο της σκηνής, διαπίστωσα ότι είχε έρθει κόσμος. Πολύς κόσμος. Δεν το λέω υποτιμητικά για τον Steve Vai, όχι ασφυκτικά, αλλά γέμισε παρόλαυτα, για έναν καλλιτέχνη που περίμενα ότι θα μάζευε μόνο ένα εκλεκτικό κοινό από μουσικούς, κιθαρίστες κυρίως. Μάλλον έπεσα έξω!
Αφού μπήκαμε έριξα μια ματιά στο merchandise, συνήθως στημένο στα δεξιά όπως μπαίνουμε, όπου φευγαλέα τσέκαρα τα διαθέσιμα t-shirts, στα 25 Ευρώ. Εκεί υπήρχαν και cd της τελευταίας δισκογραφικής δουλειάς του Vai, το Vai/Gash που κυκλοφόρησε τον Γενάρη και αφορά ένα παλιό project το οποίο είχε βάλει μπρος με τον τραγουδιστή Johnny “Gash” Sombrotto, και κυκλοφόρησε μετά από τρεις δεκαετίες και βάλε, σε μία συνεργασία που ακούγεται περισσότερο σαν ένα κανονικό άλμπουμ με τραγούδια και όχι σαν το τυπικό άλμπουμ του Vai, με ορχηστρικά κομμάτια. Αυτό το τυπικό τελευταίο άλμπουμ του Steve Vai ήταν το αξιολογότατο “Inviolate”, που κυκλοφόρησε πέρυσι και αυτό για την προώθηση του οποίου γίνεται η εν λόγω περιοδεία (“The Inviolate Tour”).
Ο χώρος γέμισε, αλλά ήμασταν ακόμα άνετοι, ό,τι καλύτερο σε ισορροπία κοινού-χώρου, όπως συνέβη και με τους Beast in Black ένα μήνα πριν. Κλασικά, υπήρχαν και οι ενόχλες που πλασάρονται μπροστά με κινητό και φωτογραφική (όχι οι επαγγελματίες), με σκοπό να μαγνητοσκοπήσουν όλο το set και φυσικά να μας σπάσουν τα νεύρα, αναγκάζοντας μας να βλέπουμε τα χέρια και τον εξοπλισμό τους, αντί τον καλλιτέχνη στην σκηνή.
Κατά τις 21:30, λοιπόν, και αφού πρόλαβα να ρουφήξω και δυο μπύρες στα γρήγορα (4 Ευρώ έκαστη), ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή κιθαρίστες αυτή την στιγμή, ο εξωγήινα ταλαντούχος Steve Vai πάτησε στην σκηνή, μαζί με την άρτια καταρτισμένη μπάντα που τον συνόδευε και απαρτιζόταν από τους Philip Bynoe στο μπάσο (επί μακρόν μπασίστας του Vai), τον Jeremy Colson στα ντραμς και τον Dante Frisiello σε κιθάρα και πλήκτρα. Εμένα ο Bynoe μου θύμισε λίγο τον Jean Beauvoir (λίγο το μπάσο, λίγο το ξανθό μαλλί σε μαύρο καλλιτέχνη) αλλά η αλήθεια είναι επίσης ότι είχε ξαναρθεί στην Ελλάδα με τους Warlord! O γεμάτος τατουάζ Colson αποτελεί τον σταθερό ντράμερ της μπάντας εδώ και περίπου 20 χρόνια, ενώ ο Frisiello είναι σχετικά νέος στο … κουρμπέτι!


Ο Steve έχει επισκεφτεί την πόλη μας άλλες τρεις φορές. Το 2000, 2005 και 2012, με την φετινή να είναι η τέταρτη όπως είπε και ο ίδιος. Και στο παρελθόν είχε έρθει πάλι συνοδευόμενος από τεράστιους μουσικούς, όπως (ενδεικτικά να αναφέρω) ο Mike Mangini (ο τωρινός ντράμερ των Dream Theater), o Mike Keneally (κιθαρίστα και πληκτρά, προερχόμενο από την μπάντα του Frank Zappa και μετά μέλος της μπάντας του Vai), καθώς και οι Billy Sheehan, Tony MacAlpine (δεν χρειάζονται συστάσεις!) και η Deborah Henson-Conant στην …. ηλεκτρική άρπα, ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε κιθαρίστας Eric Sardinas (ως opening act για τον Vai) ενώ ο πιο πρόσφατος της περιοδεύουσας μπάντας του ήταν ο κιθαρίστας Dave Weiner. Προκειμένου να βρίσκομαι κοντά στην σκηνή πήγα μπροστά, προς την δεξιά πλευρά. Πήρα αυτό το (όχι υπολογισμένο) ρίσκο και το πλήρωσα, μιας και τα αυτιά μου βουίζουν ακόμα, τρεις μέρες μετά την συναυλία! Κιθάρες και ντραμς ακουγόντουσαν καθαρά. Το μπάσο ακουγόταν επαρκώς αλλά για το δικό μου κοινό αυτί (και όχι ίσως το αυτί ενός εκπαιδευμένου ηχολήπτη) ήταν μάλλον λίγο χαμηλά στην μίξη.
Η ερμηνεία του Vai, καθ’ όλη την διάρκεια της συναυλίας, χαρακτηρίζεται από δύο λέξεις: ενεργητική και εντυπωσιακή. Επέδειξε την απαράμιλλη δεξιοτεχνία του στην κιθάρα και όχι μόνο σε μία, αλλά σε όλη την μεγάλη γκάμα της Ibanez που έχει μαζί του στα live. Ως γνωστό, ο Vai είναι endorser της Ιαπωνικής εταιρείας από to 1985, όταν ο ίδιος σχεδίασε το πρώτο signature μοντέλο που έφερε το όνομα του. Αναμφίβολα, πάντως, τις εντυπώσεις κλέβει σε κάθε ζωντανή του εμφάνιση η Hydra, την οποία έφτιαξε σε συνεργασία με την Ibanez και είναι … αυτό που λέει! Έχει τρεις ταστιέρες που ανήκουν σε μία επτάχορδη και μία δωδεκάχορδη ηλεκτρική κιθάρα και σε ένα τετράχορδο μπάσο στα ¾ του μήκους ενός κανονικού, καθώς και 13 χορδές άρπας. Ένα μοναδικό μουσικό όργανο, τελείως custom-made για τον Steve, που το χρησιμοποιεί στο “Teeth of the Hydra”, κομμάτι από το “Inviolate”.
Από το “Inviolate” ήρθαν και τα περισσότερα κομμάτια του set, έξι τον αριθμό. Το “Avalancha” με το οποίο ξεκίνησε η συναυλία, τα “Little pretty”,  “Candlepower”, “Greenish blues” («μουσική για να ταξιδεύεις με μοτοσυκλέτα», όπως το προλόγισε), (φυσικά) το “Teeth of the Hydra” όπου το κοινό ψάρωσε με την ομώνυμη κιθάρα που βγήκε καλυμμένη αρχικά στην σκηνή και πολλά κινητά σηκώθηκαν στον αέρα και το «αρχαιοελληνικό» “Zeus in chains”. Μάλιστα, μετά το “Candlepower”, κεντρικό ρόλο ανέλαβε ο  Dante Frisiello με το σόλο του, μία εξαιρετική κατάθεση του ταλέντου του, που ήταν προφανής έτσι κι αλλιώς, μιας και ο Vai δεν θα διάλεγε οποιονδήποτε κιθαρίστα να παίξει δίπλα του. Καλαμπουρίζοντας, δε, όταν τον σύστησε, δήλωσε, με σαφή δόση υπερβολής και χιούμορ, πως οι γυναίκες στο κοινό (που δεν ήταν πολλές, αλλά υπήρχαν) πρέπει να προσέχουν διότι ο Dante μπορεί να τις κοιτάξει και να τις αφήσει έγκυους! Σημειώνεται ότι εμβόλιμα, ακούσαμε και είδαμε σόλο και από το rhythm section της μπάντας, τους άπαιχτους Bynoe και Colson. Σε κάποιο άλλο σημείο του live, όλη η μπάντα, μαζί με τους τρεις τεχνικούς και βοηθούς, βρέθηκαν επί σκηνής να παίζουν όλοι κιθάρες, κινούμενοι σε μία περίεργη χορογραφία, η οποία για κάποιο λόγο (ίσως με το γονάτισμα και το σήκωμα) μου θύμισε έναν δικό μας παραδοσιακό χορό, την ποντιακή Σέρρα!
Από το “Alive in an Ultra World” ακούσαμε τα “Giant Balls of Gold”, “Incantation” και “Whispering a Prayer”. Το εν λόγω live άλμπουμ περιέχει πρωτότυπα κομμάτια που τότε είχαν γραφτεί ειδικά για τις χώρες που επισκεπτόταν ο Vai με την μπάντα του. Τα προαναφερθέντα τραγούδια γράφτηκαν για την Πολωνία, την Βουλγαρία και την Ιρλανδία, αντίστοιχα.
Το τρίτο άλμπουμ του Αμερικάνου βιρτουόζου, Alien Love Secrets, συνεισέφερε δύο συνθέσεις, τα “Bad horsie” και το hit για τους Vai fans, “Tender surrender”, το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό. Πριν το “Bad horsie” έπαιξε στην οθόνη πίσω από την μπάντα το απόσπασμα από την ταινία “Crossroads” (ή «αν προτιμάτε στα ελληνικά, «Με αντάλλαγμα την ψυχή μου”!) του 1986 με πρωταγωνιστές τους Ralph Macchio και Joe Seneca, όπου συμμετέχει και ο ίδιος ο Vai, υποδυόμενος τον πρωταθλητή-κιθαρίστα του Πονηρού, σε μία κιθαριστική μονομαχία για … την ψυχή του Macchio, στην οποία όλα τα κιθαριστικά μέρη παίζονται από τον Vai (και όχι από τον Karate Kid Macchio όπως πολύ πίστευαν στην αρχή). Πριν το “Bad horsie”, λοιπόν, ο Vai αναπαρήγαγε μέρος αυτής της διάσημης σκηνής, η οποία έπαιζε ταυτόχρονα και στην οθόνη πίσω.


Το αριστουργηματικό Passion and Warfare έδωσε το παρών με δύο κομμάτια, κάπου στο τέλος της κανονικής διάρκειας, με τα αγαπημένα “Liberty” και “For the love of God”. Στο τελευταίο, ο Vai έφερε στην σκηνή τον ηχολήπτη τους και γενικών καθηκόντων συμπαθητικό Ισπανό συνεργάτη του (μου διαφεύγει το όνομα του), τον οποίο αφού παίνεψε για τις ικανότητες και την αγαστή συνεργασία του, μας τον σύστησε ως τενόρο (!) και με την σειρά του αυτός άρχισε να τραγουδάει στην μελωδία του “For the love of God” σε άπταιστα ιταλικά. Πρώτη φορά που το ακούω με στίχους, καθιστώντας το αυτόματα το πρώτο και μοναδικό τραγούδι του live! (Σ.Σ.: Σωστά Θοδωρή;;;)
Πλέον των παραπάνω ακούσαμε το γρήγορο jazz rock κομμάτι “Lights are on” από το άλμπουμ “Modern primitive” (2016), το πολύ ωραίο “Building the church” από το “Real Illusions: Reflections” (2005) και το αιθέριο “I’m becoming” από το “Sound Theories, Volume I & II” (2007). Τέλος, να πούμε ότι ο Vai έπαιξε και δύο κομμάτια από το εξαίσιο “Fire Garden” (1996), το “Dyin’ day” και το “Fire Garden Suite IV - Taurus Bulba” στο κατόπιν λαϊκής απαίτησης, αναμενόμενο encore.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο άνθρωπος έχει αναμφίβολα την ικανότητά του να συναρπάζει το κοινό με τη μουσική του και την πληθωρική, εκφραστικότατη σκηνική του παρουσία. Δύο ώρες και κάτι διήρκησε το set του Vai , σε ένα άκρως χορταστικό κιθαριστικό κρεσέντο, που δεν άφησε κανέναν παραπονεμένο. Προσωπικά με εντυπωσίασε τόσο η προσέλευση (δεν είμαι σίγουρος αν έγινε sold out, όσο μπαίναμε στον χώρο περίπου μισή ώρα πριν την έναρξη της συναυλίας υπήρχαν ακόμη διαθέσιμα εισιτήρια, όμως το Principal ήταν γεμάτο), όσο και η ανταπόκριση του κόσμου, που ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης, τόσο στα κλασικά “For the Love of God” και το “Tender Surrender”, όσο και στο υπόλοιπο ρεπερτόριο του Αμερικάνου μάγου της ηλεκτρικής κιθάρας. Προσωπικά, επίσης, να πω (σε φάση μικρό παράπονο) ότι θα ήθελα πάρα πολύ να ακούσω κάτι από τις συνεργασίες του με τους Alcatrazz, τον David Lee Roth και φυσικά τους Whitesnake. Ένα τραγούδι, μία μελωδία, ένας medley βρε αδελφέ! Ευσεβείς οι πόθοι, πολλοί φόρεσαν τα t-shirt αλλά πήγαμε όλοι κουβά! Όλα καλά, ίσως την επόμενη φορά.

Κείμενο: ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ

Φωτό: ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΣΠΥΡΙΔΗΣ 

28/4/23

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου