WATERBOYS 21/11/19 FUZZ. Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ ΗΤΑΝ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙ

Μέχρι το λύκειο, η μόνη μου επαφή με το όνομα Waterboys αφορούσε το ομώνυμο fan club των οπαδών του Εδεσσαϊκού. Σε μία εποχή που το internet στην Ελλάδα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, μία και μοναδική σύνδεση στα κεντρικά του ΟΤΕ, ένας μονόκερος για τον οποίο είχαν ακούσει μόνο όσοι ασχολούνταν επαγγελματικά με την πληροφορική, η όμορφη (και κοντινή σε εμένα) Έδεσσα, με τον πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα και τους καταρράκτες, ήταν το μόνο προσβάσιμο σημείο για να ακούσει κάποιος κάτι για Waterboys. Μόνο που δεν γνώριζα την διττή σημασία του ονόματος.
Δεν την γνώριζα διότι τότε ανακάλυπτα την δική μου Αμερική, ξεκίνησα να ακούω τα μεγάλα metal συγκροτήματα και ήμουν κολλημένος εκεί. Ακόμα είμαι κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, αλλά στην πορεία, μετά από αναπόφευκτα ευρύτερη κοινωνικοποίηση, και άλλες φάσεις ζωής, άρχισαν να έρχονται στην αντίληψη μου συγκροτήματα από τον ευρύτερο rock (και όχι μόνο) χώρο που δεν είχα πρόβλημα να ακούω. Μάλιστα, είχαν αρχίσει να μου κάθονται κάπως καλά, σαν ακούσματα. Κάπως έτσι έμαθα και για το περίφημο συγκρότημα των  Waterboys. Το συγκρότημα για του οποίου την συναυλία θα σας μιλήσω παρακάτω.
Η σχέση των Waterboys με την χώρα μας είναι εξαιρετική (αν και έχουν να έρθουν από το 2007 οπότε και έπαιξαν στο Θέατρο Βράχων στον Βύρωνα), με τους εν λόγω να είναι από τα πιο αγαπητά ροκ συγκροτήματα στους Έλληνες. Επίσης, είναι και αμφίδρομη, τουλάχιστον σε κάποιο μουσικό επίπεδο, με την μπάντα να ενσωματώνει θέματα και μουσικές από την ελληνική μυθολογία και παράδοση. Χαρακτηριστική περίπτωση, το εκπληκτικό «The Pan Within», καθώς και το «The Return Of Pan», όπου και τα δύο αναφέρονται, όπως καταλάβατε, στον αρχαίο θεό Πάνα από την Αρκαδία, φίλο του Διονύσου, προστάτη των γεωργών και κτηνοτρόφων, φίλο του κρασιού και του γλεντιού, σύμβολο της γενετήσιας δύναμης της φύσης, και ρίζα ετυμολογίας του «πανικού», που του αποδόθηκε μετά την φημολογούμενη καθοριστική συμμετοχή του στη νικητήρια, για τους Έλληνες, Μάχη του Μαραθώνα.
Η 21η Νοέμβρη ήταν μάλλον «βαλτή» για να πάω να παρακολουθήσω αυτή την συναυλία. Plenty of water for the Waterboys! Η βροχή έπεφτε με το τουλούμι, δημιουργώντας τον χαρακτηριστικό μίνι-πανικό (ΠΑΝ-ικός) που επικρατεί στην Αθήνα. Σκηνές με τρεχούμενα νερά, ποταμάκια, χείμαρρους, ποτάμια και λίμνες. Έξω από το Piraeus Academy, κόσμος συγκεντρωμένος περίμενε να μπει μέσα με συγκρατημένη διάθεση και άνετη ροή. Μπήκα αρκετά εύκολα μέσα και τσέκαρα το merchandise στην δεξιά πλευρά πριν εισέλθω στον κυρίως χώρο. Οι τιμές φυσιολογικές, μπορώ να πω. Τα προσφερόμενα αντικείμενα ήταν από την τελευταία τους δουλειά, με τίτλο Where The Action Is, που κυκλοφόρησε πριν 6 μήνες. Αν προσθέσει κανείς και τις νορμάλ τιμές των εισιτηρίων, μιλάμε για μία φιλική στο μπάτζετ συναυλία.

Το Piraeus Academy ήταν ήδη γεμάτο. Όχι ασφυκτικά, αλλά άνετα, με κάποιους καθιστούς στον εξώστη και τις σκάλες. Ήδη είχε γίνει γνωστό πως λόγω της αυξημένης ζήτησης, το συγκρότημα, σε συνεργασία με τους διοργανωτές, θα έδινε και δεύτερη συναυλία, την επόμενη μέρα. Σπάνιο φαινόμενο στις μέρες μας, παρόλαυτα ζητήθηκε, βόλεψε και έγινε πράξη. Support σχήμα δεν υπήρχε, κάτι που δεν νομίζω να πείραξε κανέναν. Απλά περιμέναμε να πάει 21:30, οπότε τα φώτα χαμήλωσαν και οι Waterboys ανέβηκαν στην σκηνή εν μέσω θερμών επευφημιών.
Καπνός δεν υπήρχε πουθενά (αν εξαιρέσουμε έναν «χαράλαμπο» που τον έσκαγαν περιστασιακά από την μέση του σετ και μετά, χωρίς να παράγει καπνό), άλλωστε είχε ανακοινωθεί από τα μεγάφωνα πως το κάπνισμα δεν επιτρέπεται, και για αυτό πολλοί βγήκαν έξω μέχρι να αρχίσει η συναυλία για να κάνουν ήρεμα κι ωραία το τσιγάρο τους, πίνοντας την μπυρίτσα που είχαν πάρει από τα μπαρ εντός. Σε εκείνο το σημείο, από την αρχή κιόλας της συναυλίας, έκανε την εμφάνιση το πρώτο σημάδι παθογένειας του συναυλιακού κοινού, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, για να τα λέμε όλα.
Φυσικά μιλάω για τον «επίδοξο σκηνοθέτη/filmmaker», τον Μάρτιν Σκορσέζε των φτωχών, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ των συναυλιών. Τον κλασικό τύπο από μπροστά σου με το κινητό 800 ιντσών ανά χείρας που βιντεοσκοπεί ακόμα και τον roadie που ξύνει το...κεφάλι του δίπλα από την σκηνή, στο 75% της χρονικής διάρκειας της συναυλίας, και κατεβάζει χέρι μόνο όταν τον πιάσει κράμπα στους ώμους. Κι εσύ που είσαι από πίσω καταλήγεις να βλέπεις τμήματα, μόνο, της σκηνής ζωντανά και τα υπόλοιπα από το τεράστιο video wall των κινητών. Το αστείο είναι πως πολλοί από αυτούς είχαν και τα φλας/φακούς ανοιχτά, διότι στην κινηματογραφική σχολή που πήγαν δεν τους εξήγησαν πότε πρέπει και πότε δεν πρέπει να τα έχουν αναμμένα. Με αποτέλεσμα να βγάζουν φωτογραφίες και βίντεο με λεπτομερέστατες εικόνες του τριχωτού (ή της απουσίας του) της κεφαλής των μπροστινών τους, ενώ η σκηνή φαινόταν σκοτεινή. Παράλληλα, κάπου στο σκοτάδι, έπιανες με την άκρη του ματιού σου λάμψεις, λες και σε καταδίωκε ελικόπτερο με προβολείς σε κάποια ερημιά στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού. Το προσωπικό του χώρου αναγκάστηκε να αναβοσβήνει φακούς στους τύπους για να σταματήσουν, μιας και στράβωναν και το συγκρότημα επί σκηνής, εκτός από εμάς.
Το αποκορύφωμα του σκηνοθετικού οίστρου ήταν ένας τύπος (που τον είχα δει και στους Queensryche λίγες μέρες πριν) ο οποίος προσπαθούσε να «χυθεί», να ρεύσει σαν υγρό ανάμεσα στο πλήθος, με μία φωτογραφική μηχανή (4Κ φαντάζομαι), για να δημιουργήσει το απόλυτο οικιακό κινηματογραφικό ντοκουμέντο, χωρίς να μιλάει, σιωπηλός σαν νίντζα και περπατώντας με το «βάδισμα της γάτας» (όσοι έχετε πάει στρατό το ξέρετε). Γέλασα, όταν με μία αέρινη aikido κίνηση έριξε καταλάθος το κινητό ενός άλλου «οπερατέρ», o οποίος, απορημένος, ψαχνότανε για κανά πεντάλεπτο να καταλάβει από που του ήρθε η πετριά. Κάρμα ιζ α μπιτς. Ο νίντζα κάμεραμαν συνέχισε την πορεία του, μέχρι που άκουσε 2-3 «γαλλικά» από τους ψηλότερους μπροστινούς του. Χωρίς να κουνήσει βλέφαρο και στόμα, έμεινε πετρωμένος, σαν τα χταπόδια που καμουφλάρουν τον εαυτό τους και ακινητοποιούνται για να αποφύγουν τους κυνηγούς τους, ακριβώς από πίσω τους και τραβώντας πλάνα κυριολεκτικά δίπλα από το κεφάλι τους. Without a word, without a sound. Και εκεί έμεινε, αγαλματάκι αμίλητο και ακούνητο για κανά τέταρτο. Τελείως σουρεάλ.
Παιδιά την επόμενη φορά κάντε μας την χάρη και μην έρθετε με το μίνι κινηματογραφικό σας συνεργείο. Ελάτε να απολαύσετε την συναυλία, όπως οφείλετε στον εαυτό σας να την απολαμβάνετε, ως ένα ζωντανό και δυναμικό θέαμα, και μην παίρνετε..δουλειά για το σπίτι. Ανεβάστε ένα ινσταστόρυ, 2-3 φωτογραφίες, αλλά μην το χαλάτε για όλους τους άλλους. Οι οποίοι, να ξέρετε, παραείναι ευγενικοί μαζί τις περισσότερες φορές. Έτσι και τα ακριβά κινητά σας θα συνεχίσετε να έχετε, και καλά θα περάσετε. Και αφού τα είπα και τα έβγαλα από μέσα μου, επιστρέφουμε στο μουσικό ρεπορτάζ!
Αρκετά μεγάλο σε διάρκεια το set, ένα γεμάτο δίωρο έπαιξαν οι Waterboys, και δεν άφησαν κανένα παραπονεμένο θεωρώ. Στην σκηνή του Piraeus Academy απολαύσαμε ένα διεθνές σχήμα, μία υπέροχη μπάντα με εξαιρετικούς, φοβερούς μουσικούς, όπως ιδίοις όμασι διαπιστώσαμε και στην συνέχεια. Εκτός από τον Σκωτσέζο και μοναδικό σταθερό μέλος των Waterboys από την αρχή τους, Mike Scott, είδαμε τον Ιρλανδό πολυοργανίστα Steve Wickham, με το χαρακτηριστικό βιολί του, που άλλαξε μια για πάντα τον ήχο του συγκροτήματος από το 1985 και το άλμπουμ-ορόσημο τους, This Is The Sea. Σημειώνεται ότι το βιολί που ακούτε στο πασίγνωστο Sunday Bloody Sunday των U2, είναι δικό του! Το rhythm section επίσης τρομερά ενδιαφέρον, με τον Άγγλο drummer Ralph Salmins και τον «funkiest man in Ireland» Ιρλανδό μπασίστα Aongus Ralston. Ειδικά για τον Salmins, μία σύντομη περιήγηση στο διαδίκτυο σχετικά με το βιογραφικό του θα σας πείσει για τις ικανότητες του. Περιζήτητος session drummer, έχει παίξει και περιοδεύσει με αμέτρητους καλλιτέχνες (ενδεικτικά Paul McCartney, Elton John, Madonna, ABBA, James Brown, Tom Jones, Mike Oldfield, Quincy Jones,Jeff Beck, Van Morisson), έχει παίξει σε soundtrack τεράστιων κινηματογραφικών παραγωγών (μεταξύ αυτών James Bond, Harry Potter, Lord Of The Rings και Hobbit), έχει συντονίσει την ομάδα των (1.000) drummer στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, ενώ στην παρούσα φάση, πέρα από τους Waterboys (από το 2011), διατηρεί και θέση καθηγητή στο Royal College of Music και στο Guildhall School of Music and Drama. Αυτά τα λίγα. Στα πλήκτρα (πάσης φύσεως), ο εξαιρετικός παίχτης «Brother» Paul Brown από το Memphis των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι έχει συνεργαστεί με τον τεράστιο Jimi Jamison των Survivor, καθώς και με τον εξίσουμεγάλο Ricky Medlocke (Blackfoot, Lynyrd Skynyrd). Τέλος, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις δύο υπέροχες τραγουδίστριες που συνόδευαν με δεύτερα φωνητικά και χορογραφίες τους υπόλοιπους, την ενεργητική και γοητευτική Ιρλανδέζα Jess Kav, και την λεπτεπίλεπτη και εξωτική Zeenie Summers, με καταγωγή από την Νιγηρία, από το πανέμορφο Galway της Ιρλανδίας.

Ξεκίνησαν με το When Ye Go Away, από το όμορφο Fisherman’s Blues του 1988. Συνολικά από αυτό το άλμπουμ, το πιο επιτυχημένο τους (νο. 13 στην Μεγάλη Βρετανία, νο. 76 στις ΗΠΑ) ακούσαμε τέσσερα κομμάτια, μεταξύ των οποίων και αυτό που ακολούθησε, το Dunford's Fancy. Ο κόσμος δεν ζεστάθηκε αμέσως, εκτός από τους αυτοσχέδιους καμεραμεν φυσικά, οι οποίοι είχαν πιάσει δουλειά με περισσή συγκέντρωση και αυτοπεποίθηση. Η φάση άρχισε να ανεβαίνει μετά το ομώνυμο Fisherman's Blues, που προσωπικά με έβαλε στο mood της συναυλίας (και όλους). Πάντα διέκρινα κάτι το μελαγχολικά αισιόδοξο σε αυτό το κομμάτι, αν βγάζει νόημα η συγκεκριμένη τοποθέτηση των λέξεων αυτών. Κάτι το οποίο είναι διάχυτο σε αυτή την μπαλάντα, σαν να συμπυκνώνει κάποιο απλό νόημα ζωής που η καθημερινότητα δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε. Συνέχεια με το Where the Action Is, το ομώνυμο κομμάτι από το τελευταίο άλμπουμ τους που συνδυάζει το παλιό καλό rock τους, με στοιχεία folk, και κάποιες μικρές ιδέες από dance και hip-hop.
Επιστροφή στα παλιές, γνωστότερες επιτυχίες τους με το A Girl Called Johnny, όπου ένα δεύτερο ηλεκτρικό πιάνο μπαίνει σε χρήση από τα χέρια του Mike Scott. Το πρώτο τους single που μπήκε στα βρετανικά charts το 1983 (συγκεκριμένα στο νο. 80), προερχόμενο από το 1ο τους album Waterboys του 1983. Η πρώτη τους μεγάλη επιτυχία και το παλαιότερο κομμάτι του set, με το κοινό να κινείται στον ρυθμό του κομματιού. Στη συνέχεια, έρχεται το If The Answer Is Yeah, από την προτελευταία τους δουλειά Out of All This Blue (2017), ακόμα μία επιτυχία στα βρετανικά charts (νο. 8). Περισσότερα στοιχεία funk και dance στην συγκεκριμένη κυκλοφορία, ενδιαφέρουσα μεν, «not everyone’s cup of tea» δε, άλμπουμ που είναι και η μεγαλύτερη τους chart επιτυχία στην Ιρλανδία (νο.5). Ακολούθησε το Still A Freak, από το Modern Blues (2015), με το πολύ δυνατό blues riff του να κυριαρχεί, και εξαιρετικό σόλο βιολί από τον Steve Wickham. Εξαιρετικό κομμάτι, έντονη η αμερικάνικη επιρροή. Γυρίσαμε ξανά στο This Is The Sea με το Medicine Bow, για το οποίο σημειώνεται πως ο Mike Scott δεν γνώριζε μία πόλη στο Wyoming με το ίδιο όνομα όταν έγραφε το τραγούδι. Ξανά ο Wickham και το βιολί του στο προσκήνιο, παρέα με τον Brother Paul στα πλήκτρα, ο οποίος δεν έπαψε να κοπανιέται σε όλη την διάρκεια της συναυλίας, και έδωσε το δικό του ρεσιτάλ στο επόμενο κομμάτι που έπαιξαν, το Nashville, Tennessee, από το Out of All This Blue. Με το εμφατικό «σιγοντάρισμα» του Scott, που επικαλέστηκε τον θεό Πάνα, ο Brother Paul έδωσε μεγάλο πόνο στα πλήκτρα, προχωρώντας σε ένα σόλο αντάξιο των ικανοτήτων του, και βγάζοντας τα ρούχα του στην πορεία! Πριν από αυτό, ο Scott σύστησε την υπόλοιπη μπάντα στο κοινό, όπου όλοι εισέπραξαν το θερμότερο χειροκρότημα του κοινού. Όλων αυτών που δεν κρατούσαν κινητά για να «κινηματογραφούν», τουλάχιστον. Το σετ προχώρησε με το «λονδρέζικο» Ladbroke Grove Symphony από την τελευταία τους δουλειά, έντονα περιγραφικό και με παραπομπές στην καριέρα του Scott. Εκεί μου θύμισε λίγο Mark Knopfler στην ερμηνεία και το στυλ του κομματιού. Και από εκεί, επιστροφή στο This Is The Sea, με την ομώνυμη μπαλάντα. Φοβερή στιχουργική κλιμάκωση, κομμάτι που σου φυτεύει αισιοδοξία και την ελπίδα, νότα με νότα. Παρόμοιες και οι αντιδράσεις του κόσμου, όλοι ταυτιστήκαμε με κάτι από το συγκεκριμένο κομμάτι.
Ένα κομμάτι με το οποίο επίσης αρκετοί ταυτίστηκαν ήταν και το Rosalind (You Married The Wrong Guy) (Modern Blues), μία διασκεδαστική απαγγελία, ό,τι λέει ο τίτλος! Δεν ξέρω ποια είναι η Rosalind, αλλά σίγουρα την πάτησε άσχημα, αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα περιγράφει ο Scott! Μία απελπιστική ρομαντική δήλωση για αγάπη χωρίς αντίκρισμα. Βέβαια, ένα από τα highlights της συναυλίας ήρθε για εμένα προσωπικά στο drum instrumental tribute στον Ginger Baker (R.I.P.), με τον ενδεικτικό τίτλο Blues for Baker από τον παιχταρά Ralph Salmins, ο οποίος έπιασε τα τύμπανα και τους άλλαξε τα φώτα. Με τα drum sticks, με τα χέρια του τα ίδια, συμπεριέλαβε στο σόλο του ακόμα και τις βίδες που ένωναν τα διάφορα μέρη του drum set του. Τεράστιος παίχτης, κι εγώ προσπαθούσα να κρατήσω το σαγόνι μου στην θέση του όση ώρα τον παρακολουθούσα σε ένα περιεκτικό, χορταστικό κρεσέντο. Θυμάστε το σόλο του John Bonham στο Moby Dick από το live The Song Remains The Same; Ε, αυτό ήταν ότι πιο κοντινό σε αυτό έχω δει εγώ ζωντανά.
Το συγκρότημα επισκέφθηκε ξανά μετά από αρκετή ώρα το Fisherman’s Blues, με το We Will Not Be Lovers. Όμορφο τραγούδι, που πρεσβεύει επάξια το στυλ των πρώτων Waterboys, πολύ ωραία μελωδία, εξαιρετικό δείγμα ενός εναλλακτικού rock που θα μπορούσαν να έχουν γράψει συγκροτήματα όπως π.χ. οι Cure. Και η ώρα έφτασε για το αγαπημένο μου (και νομίζω και πολλών άλλων) τραγούδι, με μόνους παρόντες επί σκηνής τους Mike Scott με την δωδεκάχορδη ακουστική του κιθάρα και τον Steve Wickham με το βιολί του, για να ξεκινήσουν το μυστηριακό κάλεσμα του The Pan Within. Εντάξει εκεί υποχώρησα κι εγώ και τράβηξα μακροσκελές βίντεο, αλλά τραγουδούσα με όλη μου την δύναμη θέλω να πω! Αυτό το κομμάτι πραγματικά κρύβει μέσα του μια μύηση, δεν ξέρω γιατί, ίσως η σύνδεση με την αρχαίο αρκαδικό θεό, ίσως κάτι που λίγο-πολύ το έχουμε εδώ στην Ελλάδα, σαν κοινό και σαν άνθρωποι. Πάντως είναι σκέτη ανάταση κάθε φορά που το ακούω, και πόσο μάλλον ζωντανά αυτό το βράδυ!
Λίγο πριν το τέλος ακούσαμε το Morning Came Too Soon (από το Out of All This Blue), ρυθμικό, με αφηγηματικό story και ξανά μία ερμηνευτική τάση προς Knopfler. O Mike Scott έχει μία αξιοσημείωτη φυσική κλίση σε αυτού του είδους τις συνθέσεις, κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα εμπειρίας και φυσικού ταλέντου βέβαια. Η βραδιά (πριν το encore) έκλεισε με το πιο γνωστό τους κομμάτι, που μαζί με το The Pan Within ακούμε στα ελληνικά ραδιόφωνα, το δημοφιλές hit The Whole Of The Moon. Η μεγαλύτερη τους επιτυχία και το πιο γνωστό κομμάτι τους, απλά. Κλείσαμε σε μία πάρτυ διάθεση, με όλους και όλες να τραγουδούν, σκηνές που αν μη τι άλλο αξίζουν στο κλείσιμο μίας τέτοιας συναυλίας. Εκπληκτικοί οι Waterboys, έδωσαν στο κοινό αυτό που ήθελε, μέσα από το μεγάλο και πολυποίκιλο ρεπερτόριο τους.

Για το τέλος, είχαμε encore-έκπληξη, με τον Scott να δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν είναι ένα συγκρότημα των 80s (δεν είναι κακό αυτό, ίσα ίσα!!!!!) αλλά έρχονται από τα 80s. Μίλησε, ωστόσο, για ένα τραγούδι από τότε, που λάτρεψε. Και μπράβο του γιατί νομίζω πολλοί το λάτρεψαν! Όταν ξεκίνησε τις πρώτες νότες, έπεσε γερό χειροκρότημα και θερμές εκδηλώσεις από το κοινό, δεν μιλούσε για άλλο από το Purple Rain του Prince. Φοβερό κομμάτι από μόνο του, όλοι μας το τραγουδήσαμε προς μεγάλη χαρά και του συγκροτήματος. Έτσι κλείσαμε την βραδιά μας, όμορφα, ωραία και με φοβερή έκπληξη στο τέλος. Αρχίσαμε να παίρνουμε την άγουσα προς την έξοδο, και μετά από λίγη ώρα βρέθηκα έξω με πολύ δυνατές εικόνες και συναισθήματα.
Αφού ταλαιπωρήθηκα πολύ για να βρω ταξί, και υπό έντονη βροχή, κατάφερα τελικά να επιστρέψω σπίτι, με ένα κλαμπ σάντουιτς στο χέρι και μελωδίες με εικόνες της συναυλίας στο μυαλό. Η επιστροφή στο σπίτι με βρήκε εκεί που ξεκίνησε η βραδιά, στην βροχή να πέφτει δυνατά, και εγώ να σκέφτομαι πως για αυτή την νύχτα ήμασταν όλοι Waterboys!
ΚΕΙΜΕΝΟ/ΦΩΤΟ: ΚΩΣΤΑ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
24/11/19

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου