100 ΧΡΟΝΙΑ JOHN LEE HOOKER. Ο ΘΡΥΛΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΣΒΗΝΕΙ ΠΟΤΕ!

Με την συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου μπλουζίστα John Lee Hooker, ο Αντώνης Κοσμάς  αποτίει φόρος τιμής σ’ ένα μεγάλο των Blues.  
Ξέρεις ότι κάποιος είναι θρύλος, όταν το όνομά του ανακαλεί αυτόματα στο μυαλό σου μια εικόνα, απλή και διαυγή όσο γίνεται περισσότερο. Ο Presley, οι Beatles, o Ray Charles, όλοι τους είναι ονόματα-εικόνες. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τον John Lee Hooker, ο οποίος χωρίς να είναι το pop είδωλο (ποιος μπλουζίστας θα μπορούσε να είναι άλλωστε;), έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση σε μια αξιομνημόνευτη εικόνα: Είναι ο νέγρος που σε κοιτά με αινιγματική σοβαρότητα, παίζει καθιστός την κιθάρα του χτυπώντας ρυθμικά το στιλβωμένο σκαρπίνι του στο σανίδι, και κατηγορηματικά σου απευθύνει τη βραχνή φωνή του. Με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του John Lee Hooker, φιλοδοξούμε με αυτό το άρθρο να πάμε πίσω από τη ενάργεια της εικόνας που περιγράψαμε και να παρουσιάσουμε τις ποιότητες και το περιεχόμενο μιας σπουδαίας καλλιτεχνικής πορείας.
Ξεκινώντας να γράφω, θυμήθηκα μια πολύ ωραία ταινία-ντοκιμαντέρ του σπουδαίου Αφροαμερικανού σκηνοθέτη Charles Burnett (Warming by the Devil’s Fire - 2003), στην οποία ένα παιδάκι γίνεται το πεδίο σύγκρουσης δύο κόσμων: Από τη μια μεριά, του κόσμου της ευοίωνης και ευλαβικής gospel μουσικής, τον οποίο  εκπροσωπεί η σεβαστική μητέρα του, ενώ από την άλλη, του κόσμου των καταραμένων και «διαβολικών» μπλουζ, τον οποίο εκπροσωπεί ο έκλυτος και σουρτούκης θείος του, που προσπαθεί –και τελικά καταφέρνει- να τον μυήσει σε αυτά. Αναφέρω την ταινία, γιατί η αφήγησή της αναπαριστά πολύ γλαφυρά το κλίμα στο οποίο μεγάλωσε ο μικρός John Lee Hooker, τις κρίσιμες επιδράσεις που δέχτηκε, και την εντός του τελική νίκη των blues, που έκτοτε κυρίευσαν ολοκληρωτικά την ψυχή του.
   Ο John Lee Hooker γεννήθηκε το 1917 στο Clarksdale του Mississippi. Ο πατέρας του ήταν γεωργός και Βαπτιστής ιερέας και αποστρεφόταν τα blues, τα αποκαλούσε μάλιστα «μουσική του διαβόλου». Η μόνη μουσική που μπορούσε να ακούσει ο μικρός John και τα δέκα (!) αδέρφια του ήταν η μουσική gospel και τα εκκλησιαστικά spirituals. Τα πράγματα άλλαξαν όμως, όταν μετά το διαζύγιο των γονιών του η μητέρα του παντρεύτηκε τον William Moore, ένα blues τραγουδιστή, που άρχισε να μπάζει τον τότε δεκάχρονο John στον κόσμο των blues. Ο Moore του άσκησε μεγάλη επιρροή, διδάσκοντάς του το ιδιότυπο, μινιμαλιστικό και πολύ ρυθμικό παίξιμό του, που θα αποτελούσε τη βάση του στυλ που ο John Lee Hooker θα διαμόρφωνε αργότερα. Πολλά μυστικά των blues έμαθε επίσης από τον μπλουζίστα και φίλο της αδερφής του Tony Hollins, ενώ σίγουρα πολύτιμα ήταν τα ερεθίσματα που δέχτηκε από θρύλους των blues (Charlie Patton, Blind Lemon Jefferson, Blind Blake), όλους γνωστούς του πατριού του, οι οποίοι τους επισκέπτονταν. 
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ο John Lee Hooker ήξερε ήδη τι ήθελε, και αυτό ήταν να ακολουθήσει κατά πόδας τη βασική του ροπή, που δεν ήταν άλλη από τη μουσική. Λόγω των αντιδράσεων της μητέρας του, έφυγε από το σπίτι για να κυνηγήσει την τύχη του (βλέπε του στίχους των τραγουδιών του, Boogie Chillen και Hobo Blues), νιώθοντας βέβαιος ότι θα τα καταφέρει. Κατατάχθηκε στο στρατό, τρεις μήνες αργότερα αποβλήθηκε (ανακάλυψαν ότι δεν πληρούσε το νόμιμο όριο ηλικίας) και μετακόμισε αρχικά στο Memphis του Tennessee και αργότερα στο Cincinnati του Ohio. Κατά τη δεκαπενταετία αυτή, εργάστηκε σε χειρωνακτικές δουλειές (ταξιθέτης σε θέατρο της Beale Street, λαντζέρης, εργάτης σε χαλυβουργείο) και συγχρόνως ως μουσικός,  με αποτέλεσμα να πάρει το κολάι της έκθεσης στο κοινό και να μάθει να το ψυχαγωγεί.
   Το μεγάλο άλμα στην καριέρα του θα γινόταν πάντως στο Detroit, όπου και εγκαταστάθηκε το 1943, αν και η επιτυχία άργησε καμιά πενταετία να έρθει. Εκεί εργάστηκε ως λαντζέρης, ως καθαριστής στην αυτοκινητοβιομηχανία της Chrysler και φυσικά ως μουσικός στα blues μπαρ της Hastings Street. Τότε –και κατά προτροπή του Elmer Barber, ενός ιδιοκτήτη δισκοπωλείου- αποφάσισε να αλλάξει τον ήχο του, επιλέγοντας την ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να μπορεί να ξεχωρίζει μέσα στην οχλαγωγία που δημιουργούσαν οι θαμώνες των μπαρ. Ο Barber μάλιστα είχε πραγματοποιήσει κάποιες πρόχειρες ηχογραφήσεις στο αυτοσχέδιο studio του, οι οποίες έφτασαν στα χέρια του Bernie Besman, ιδιοκτήτη μιας μικρής δισκογραφικής εταιρίας, της Modern Records, που έδρευε στο Los Angeles. Με τη βοήθειά του, ο John Lee Hooker ηχογράφησε το πρώτο του single, το περίφημο Boogie Chillen (με το Sally Mae στην άλλη πλευρά του single), το οποίο ξεπερνώντας κάθε προσδοκία έφτασε το 1949 στο νούμερο ένα, με ένα εκατομμύριο πωλήσεις. Πολύ μεγάλη επιτυχία είχαν επίσης τα κομμάτια Hobo Blues, Hoogie Boogie, Crawling King Snake και I’m in the Mood (επίσης νούμερο ένα, σε μια πρώιμη αλλά πολύ αποτελεσματική χρήση του multitracking, με την στοιχειωτική φωνή του J.L. Hooker ηχογραφημένη σε τρία στρώματα ήχου).


Οι πρώτες αυτές ηχογραφήσεις του John Lee Hooker για την Modern Records (περιλαμβάνονται στη συλλογή «The Legendary Modern Recordings 1948-1954») διασώζουν τον ιδιότυπο ήχο του στην αυθεντικότερή του μορφή. Ρυθμικό παίξιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη πάνω σε μία μόνο συγχορδία, επίμονο χτύπημα του ποδιού του σε ένα σανίδι στο ρόλο ενός πρωτόγονου μετρονόμου, συνεχείς και απρόσμενες εναλλαγές στο τέμπο και το ρυθμό και τέλος μία επιτακτική αρρενωπή φωνή που άλλοτε τραγουδά, άλλοτε απαγγέλλει (κατά την παράδοση των talking blues). Το όλο ηχητικό αποτέλεσμα ήταν ένα πρωτότυπο άκουσμα που παρέπεμπε σε κάτι αρχέγονο, παλαιότερο και από τα παραδοσιακά Delta Blues, κάτι που πρόδιδε μακρινές καταβολές από την δυτικο-αφρικανική σαβάνα. Ήταν το περίφημο boogie του, ένα είδος που ο ίδιος διαμόρφωσε, τελειοποίησε και καθιέρωσε (αντλώντας περισσότερο από τα blues του Βόρειου Μισισίπι και λιγότερο από τα blues του Δέλτα) και ελάχιστη σχέση είχε με το παλαιότερο woogie-boogie που παιζόταν στο πιάνο.
    Να σημειώσουμε εδώ ότι το συμβόλαιό του John Lee Hooker με την Modern Records δεν τον εμπόδισε να ηχογραφεί παράλληλα και σε άλλες εταιρείες με διάφορα ψευδώνυμα για να μπορεί να παρακάμπτει τα νομικά κωλύματα. Οι ηχογραφήσεις αυτές ήταν πολυάριθμες και καθιστούν έναν πραγματικό λαβύρινθο την περιήγηση στη δισκογραφία του. Μάλιστα, ένα από τα καλύτερά του κομμάτια (έφτασε στο νούμερο 15 του καταλόγου επιτυχιών RnB), το τραχύ και ενστικτώδες Huckle Up Baby (του 1950), το ηχογράφησε στην εταιρία Sensation εκείνη την περίοδο. 
Είναι απίστευτο, αλλά ο Keith Richards αισθάνεται όπως αισθανόμαστε εμείς όταν φωτογρφιζόμαστε με τα ινδάλματά μας . 

Όσο ηχογραφούσε για τη Modern Records, o John Lee Hooker έπαιζε είτε μόνος του είτε με τη συνοδεία του κιθαρίστα Eddie Kirkland. Αυτό συνέβαινε επειδή, λόγω της τάσης του για ρυθμικό αυτοσχεδιασμό και απότομες εναλλαγές στο ρυθμό, ήταν δύσκολο για τους μουσικούς να τον ακολουθήσουν. Όταν όμως το 1955 υπέγραψε στην Vee-Jay Records του Chicago, άλλαξε το στυλ του και άρχισε να ηχογραφεί με συγκρότημα. Εξάλλου, η εταιρεία είχε εξασφαλίσει για αυτόν μουσικούς κλάσης (μεταξύ των οποίων, τους θρύλους Eddie Taylor στην κιθάρα και Jimmy Reed στη φυσαρμόνικα), που συν τοις άλλοις ταίριαζαν με το Hooker και μπορούσαν να τον ακολουθήσουν στα ρυθμικά του τερτίπια.
    Ο ήχος του παρέμεινε τραχύς αλλά δεν είχε αυτό τον ωμό πρωτογονισμό των ηχογραφήσεων της Modern Records. Τα μακρόσυρτα boogie της κιθάρας του μετατοπίζονταν –ή υπονοούνταν- κάπου στο βάθος της ηχογράφησης και την περίοπτη θέση είχε τώρα ο ήχος των οργάνων της μπάντας και φυσικά η επιβλητική φωνή του. Τραγούδια όπως τα Mambo Chillen, Time Is Marching, Baby Lee (όλα του 1955) και I Love You Honey (του 1958) πλησιάζουν πολύ στα κλασικά δωδεκάμετρα blues της σχολής του Σικάγο, και σίγουρα απομακρύνονται αισθητά από τον μινιμαλιστικό αρχικό του ήχο, ενώ τα No Shoes και Solid Sender (του 1960) αποτελούν ένα καλό παράδειγμα ισορροπίας μεταξύ παλιού και νέου στυλ. Τα τραγούδια, όμως, που ξεχωρίζουν από τις ηχογραφήσεις εκείνης της περιόδου στη Vee-Jay είναι το Dimples (του 1956) και το Boom Boom (του 1958), για το οποίο μάλιστα η εταιρεία επιστράτευσε την αφρόκρεμα των session μουσικών της Motown. Με τα δύο αυτά κομμάτια ο John Lee Hooker απέδειξε ότι μπορούσε να δώσει στον άγριο, ακατέργαστο ήχο του pop μορφή ευρύτερης απήχησης, δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι διασκευάστηκαν –με μεγάλη μάλιστα εμπορική επιτυχία- από τα βρετανικά συγκροτήματα της πρώτης γενιάς, όπως τους Animals και τους Yardbirds (μια πολύ καλή συλλογή που ανθολογεί όλο αυτό το υλικό είναι η «The Vee-Jay Singles Collection» του 2013. Διάβασε εδώ για την καινούργια συλλογή ).


    Τα αμέσως επόμενα χρόνια (από τα τέλη των ‘50s και μετά) o Johnny Lee Hooker παρουσίασε διαφορετικές όψεις του ταλέντου του, συνεχίζοντας να ηχογραφεί με τη Vee-Jay αλλά και με άλλες εταιρείες, και έχοντας αρκετές σημαντικές στιγμές: Ακολουθώντας τις τάσεις της εποχής, φλέρταρε με τη folk, που αγαπούσαν οι επαναστατημένοι λευκοί φοιτητές, παρουσιάζοντας ακουστικές εκδοχές των blues του σε συναυλίες αλλά και σε τρία εξαιρετικά studio albums, όλα στην εταιρεία RiversideThe Country Blues of John Lee Hooker – 1959», «Thats My Story - 1960» και «Burning Hell – 1964»). Δοκίμασε τις δυνάμεις στις πιο μοντέρνες εκδοχές των rhythmnblues και στη soul στο ιδιαίτερο και πολύ αξιοπρόσεκτο album «The Big Soul of John Lee Hooker - 1963» με τις Vandellas στα backing vocals! Ηχογράφησε το απολαυστικό σουινγκάτο boogie Big Legs, Tight Skirt το 1964. Κυκλοφόρησε  κάποια εξαιρετικά album με φρέσκες επανεκτελέσεις παλιών του κομματιών («Im John Lee Hooker – 1959») αλλά και νέα κομμάτια, όπως το It Serves You Right to Suffer από το ομότιτλο album του 1965 και το περίφημο One Bourbon, One Scotch and One Beer από το «The Real Folk Blues – 1966». Επίσης, έκανε έναν φοβερό studio δίσκο έχοντας για πρώτη φορά ως backing μπάντα ένα λευκό βρετανικό συγκρότημα, τους Groundhogs του Tony McPheeHooker and the Hogs – 1965»).

   Οι αρχές των ‘70s βρίσκουν τον John Lee Hooker σε περίφημη φόρμα να συνεχίζει με την κεκτημένη ταχύτητα των δύο προηγούμενων δεκαετιών. Το 1971 συνεργάζεται με τους Αμερικανούς Canned Heat στο πλαίσιο ενός studio albumHookern Heat») που θεωρείται κεφαλαιώδες για την blues rock και αποτέλεσε το πρόπλασμα του ήχου συγκροτημάτων όπως οι ZZ Top (αρκεί να συγκρίνει κανείς το Boogie Chillen No. 2 του εν λόγω album με το La Grange των ZZ Top). Συνεχίζοντας στο ίδιο boogie-rock μοτίβο, την ίδια χρονιά κάνει έναν πολύ καλό αλλά όχι ανάλογης απήχησης δίσκο με τον κιθαρίστα Lowell Fulson, ενώ την επόμενη (1972) συμπράττει με τον Van Morrison σε ένα δίσκο («Never Get Out Of these Blues Alive») που μένει στην ιστορία της blues-rock για το οργιαστικό boogie με βιολί (!) «Boogie with the Hook» και την παθιασμένη ερμηνεία των δυο καλλιτεχνών στο δεκάλεπτο ομότιτλο τραγούδι.
   Τα επόμενα χρόνια (από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 μέχρι το 1989) η καριέρα του John Lee Hooker φθίνει, ακολουθώντας τη γενικότερη πτώση του ενδιαφέροντος για τα blues. Ωστόσο, ο ίδιος συνεχίζει να περιοδεύει με τη μπάντα του Coast to Coast Blues Band, για να ξεχρεώσει την υποθήκη για το σπίτι του στο San Francisco. Οι ποιοτικότεροι δίσκοι της περιόδου είναι επανακυκλοφορίες παλιότερου υλικού του. Τα φαινόμενα δείχνουν ότι η φόρμουλα του ατέλειωτου (επί τριακονταετία και βάλε) boogie του δεν έχει πια πέραση.
    Τα φαινόμενα, βέβαια, δεν θα αργήσουν να διαψευστούν, καθώς το 1989 σηματοδοτεί την αφετηρία του μεγάλου come-back του John Lee Hooker, για τον οποίο τα ‘90s θα αποτελέσουν μία από τις πιο δημιουργικές δεκαετίες. Η αρχή έγινε το 1989 με τον δίσκο «The Healer» στον οποίο ο “Hook” συνοδεύεται από μια πλειάδα αστέρων της σύγχρονης blues και rock, όπως είναι οι Carlos Santana, Bonnie Raitt, Robert Cray, Canned Heat, Los Lobos και Charlie Musselwhite. Ο δίσκος σημειώνει τεράστια εμπορική επιτυχία (1.500.000 πωλήσεις) και φέρνει για τον μπλουζίστα το πρώτο του βραβείο Grammy για το Im in the Mood, που τραγουδάει μαζί με τη Bonnie Raitt. Η ίδια συνταγή της πλαισίωσής του με μία all-star linup εφαρμόζεται και στα επόμενα πολύ επιτυχημένα album του. Οι Ry Cooder, Carlos Santana, Keith Richards, Van Morrison, Booker T. Jones, Johnny Winter, Albert Collins, Nick Lowe, Johnnie Johnson και αρκετοί άλλοι(!) τον συνοδεύουν στο «Mr. Lucky» του 1991, και οι Van Morrison και Los Lobos στο «Dont Look Back» του 1997, το οποίο έφερε στον Hooker άλλα δύο Grammys (για το ομότιτλο κομμάτι που τραγούδησε με τον Van Morrison). 

 Στα album αυτά (να αναφέρουμε και το «Chill Out» του 1995) ο Hooker βάζει αρκετό νερό στο κρασί του –επίσης αρκετό λούστρο στα blues του- και απομακρύνεται αρκετά από τον κλασικό του ήχο. Σε πολλά σημεία, και λόγω της συμμετοχής τόσων guests, περισσότερο θυμίζουν tribute albums στη μουσική κληρονομιά του “Hook”, παρά δίσκους που τους έχει πάρει ο ίδιος πάνω του. Ωστόσο, δεν λείπουν οι δυνατές στιγμές (όπως π.χ. τα βραβευμένα με Grammy κομμάτια που αναφέραμε, το the Healer από το ομότιτλο album, τα I Want to Hug You, This Is Hip και Susie από το «Mr Lucky») και σίγουρα εγγράφονται στην ιστορία της μουσικής ως τα album που αναθέρμαναν το ενδιαφέρον για ένα θρύλο και έκαναν γνωστή τη μουσική του παρακαταθήκη σε μια νεότερη γενιά. Κλείνοντας τα πεπραγμένα του στα ‘90s, να αναφέρουμε μια όχι τόσο κραυγαλέα επιτυχία του, μία από εκείνες που δεν μετριούνται σε νούμερα αλλά σε καλλιτεχνική αξία: την συνεργασία του με τον μεγάλο Miles Davis για το soundtrack της ταινίας «The Hot Spot» (του 1990), με τους δύο μουσικούς, τον Miles δεινό αυτοσχεδιαστή της μελωδίας, τον Hooker δεινό αυτοσχεδιαστή του ρυθμού, να αλληλεπιδρούν σαν να φτιάχτηκαν για να παίζουν μαζί.   
 Το 2001 και μετά από έξι δεκαετίες εμφατικής καλλιτεχνικής παρουσίας, ο John Lee Hooker πέθανε ήσυχα στον ύπνο του, πλήρης ημερών, εμπειριών και πλούσιας μουσικής προσφοράς. Σήμερα, εκατό χρόνια από τη γέννησή του, έχουμε περισσότερους από έναν λόγους για να τον θυμόμαστε. Αρχικά, ως τον εμπνευστή του ηλεκτρικού κιθαριστικού boogie, ενός πρωτότυπου ήχου με πρωτογενή δύναμη, βασισμένου στο ρυθμό και το συναίσθημα και όχι στην φλύαρη δεξιοτεχνία. Ενός ήχου που σε τσιτώνει ενώ συγχρόνως σε υπνωτίζει και που χωρίς την επίδρασή του καλλιτέχνες όπως οι Canned Heat, οι ZZ Top, οι Foghat, ο George Thorogood, οι Black Keys και πολλοί άλλοι δεν θα είχαν υπάρξει –τουλάχιστον όχι έτσι όπως τους ξέρουμε. Επίσης, ως έναν ξεχωριστό τραγουδιστή που, είτε ήθελε να εκφράσει ένα συναίσθημα είτε να αφηγηθεί μια ιστορία, ήξερε πώς να το κάνει. Η τραχιά, γεμάτη και αρρενωπή φωνή του, άλλοτε σαν γρύλισμα θηρίου, άλλοτε σαν στοχαστικός αναστεναγμός, μπορούσε να εκφράσει μια ευρεία γκάμα συναισθημάτων.  Απειλητική και δυσοίωνη, πονεμένη ή οργισμένη, λάγνα και σκανταλιάρικη, πάντοτε όμως βαριά και επιτακτική, δεν σε άφηνε ούτε για μια στιγμή να αμφιβάλεις ότι εννοεί αυτά που σου λέει. Πάνω απ’ όλα όμως ο John Lee Hooker μένει στην ιστορία της blues και της rock γιατί αποθέωσε όσο κανείς άλλος το ένστικτο ως αρχέγονη δύναμη που πρέπει να βγει από μέσα μας, να εκ-φραστεί και μάλιστα με τη βοήθεια της μουσικής. Ο τρόπος τον οποίο προτείνει για την ίαση των παθών δεν είναι άλλος από την απενοχοποιημένη αποδοχή του ζώου μέσα μας και την εξωτερίκευση των βασικών μας ενστίκτων. Μας έδειξε τον τρόπο με το Dimples για τη σεξουαλικότητα και την ερωτική κτητικότητα. Με το Huckle Up, το Boom Boom και το I’m in the Mood για τη λαγνεία. Με το Sally Mae για τη ζήλια, το Serves Me Right to Suffer για τον πόνο και την απόγνωση. Με το Boogie Chillen και το Hobo Blues για το εφηβικό ξεφρένιασμα και την αψήφιστη ανυπακοή. Και με τόσα άλλα. Ως γνήσιος Healer.       
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΣΜΑΣ
 
 




Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου