PINK BUBBLES GO APE (1991) ΑΞΙΟ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΩΝ HELLOWEEN

Ανάμεσα στα εμβληματικά Keeper of the seven keys και στο απαράδεκτο Chameleon, βρίσκεται το ξεχασμένο Pink Bubbles Go Ape, ένα άλμπουμ που, σε γενικές γραμμές, έχει αγνοηθεί από τους metal οπαδούς και όποτε γίνεται κάποια αναφορά σ’ αυτό, έχει πάντα αρνητικό πρόσημο. Ευκαιρία λοιπόν να το ξαναθυμηθούμε και – γιατί όχι – να αποκαταστήσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη φήμη του.

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΩΝ KEEPERS

    Το Pink Bubbles Go Ape είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει εν μέσω σημαντικών προβλημάτων για τους Helloween, που ξεκίνησαν από τα τέλη του 1988, πριν καν προλάβουν να απολαύσουν την επιτυχία που είχαν κερδίσει με την κυκλοφορία των δυο Keepers. To κακό ξεκίνησε με την αποχώρηση από την μπάντα του ιδρυτικού μέλους, κιθαρίστα, συνθέτη και αρχικού τραγουδιστή, Kai Hansen, λόγω των μουσικών του διαφορών με τα υπόλοιπα μέλη αλλά και της πίεσης που ένιωθε από τις απαιτήσεις της δισκογραφικής τους εταιρείας, Noise.
Στη συνέχεια, τα προβλήματα με τη Noise διογκώθηκαν, καθώς το συγκρότημα την κατηγορούσε ότι τους απέδιδε ελάχιστα κέρδη σε σχέση με αυτά που είχε αποκομίσει από την τεράστια επιτυχία των δυο Keepers και η κακοτυχία ολοκληρώθηκε όταν αποφάσισαν να σπάσουν το συμβόλαιό τους με τη εταιρεία και να υπογράψουν με την πολυεθνική EMI, παρακινούμενοι από το management τους, την εταιρεία Sanctuary Music (η ίδια εταιρεία που μανατζάρει και τους Iron Maiden). H Noise απάντησε με αγωγή λόγω αθέτησης του συμβολαίου από την πλευρά των Helloween και η μπάντα μπήκε ουσιαστικά στον πάγο μέχρι να τακτοποιηθούν τα νομικά ζητήματα, μένοντας εκτός περιοδειών για 3 περίπου χρόνια (από τον Ιούνιο του 1989 έως τον Απρίλιο του 1992). Με αυτό τον τρόπο, έμεινε ανεκμετάλλευτο το momentum της επιτυχίας των δυο Keepers και οι Helloween έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα.
Ο ΝΕΟΣ ΚΙΘΑΡΙΣΤΑΣ

Κατά τη διάρκεια αυτής της δύσκολης περιόδου, βέβαια , η μπάντα κατάφερε να βρει τον αντικαταστάτη του Kai Hansen και αυτός ήταν ο Roland Grapow. O Roland δεν ήταν ενεργός επαγγελματικά στον χώρο του metal. Συμμετείχε σε ένα συγκρότημα, τους Rampage, οι οποίοι  είχαν κυκλοφορήσει και δυο άλμπουμ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (1981 και 1983) αλλά από εκεί και μετά συνέχιζαν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Ο ίδιος είχε κανονική εργασία ως μηχανικός αυτοκινήτων και αραιά και πού έπαιζε live σε κανένα club με τους Rampage απλά για το χόμπι του. Σε ένα τέτοιο live τον τσέκαρε ο Michael Weikath (ο έτερος κιθαρίστας, ιδρυτικό μέλος και συνθέτης συγκροτήματος) όταν είχαν ήδη αρχίσει τα προβλήματα με τον Hansen και όταν ο τελευταίος αποχώρησε από τους Helloween έγινε η πρόταση στον Grapow να τον αντικαταστήσει. Ο Grapow φυσικά και δέχτηκε αφού του παρουσιάστηκε η μοναδική ευκαιρία να κάνει το χόμπι του επάγγελμα. Και όντως, σε λίγο καιρό, από μηχανικός σε συνεργείο αυτοκινήτων έφτασε να περιοδεύει με μια πασίγνωστη metal μπάντα σε όλο τον κόσμο!

Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ


   Παρά τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε το σχήμα, οι Helloween κατάφεραν τον Μάρτιο του 1991 να κυκλοφορήσουν το τέταρτο άλμπουμ τους, το Pink Bubbles Go Ape, με παραγωγό τον πασίγνωστο στον metal κόσμο, ελληνοκύπριο, Chris Tsangarides και την σύνθεση της μπάντας να έχει ως εξής: Michael Kiske φωνητικά, Michael Weikath/Roland Grapow κιθάρες, Markus Grosskopf μπάσο και Ingo Schwichtenberg ντραμς.
    Ήταν αναμενόμενο ότι η συγκεκριμένη κυκλοφορία θα ήταν ιδιαίτερη κρίσιμη για τους Helloween, πρώτον γιατί ήταν αυτή που ακολουθούσε τα δυο μοναδικά Keepers και δεύτερον επειδή θα ήταν η πρώτη χωρίς τον Hansen στη σύνθεση της μπάντας. Επομένως, οι metal οπαδοί ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς το τι θα άκουγαν. Αντί λοιπόν το σχήμα να μετριάσει τις ανησυχίες των οπαδών του, με κάποιες επιλογές του, τους έκανε όχι μόνο να διστάζουν να το αγοράσουν αλλά απρόθυμους ακόμα και να μπουν στον κόπο να το ακούσουν.
    Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στο εξώφυλλο του άλμπουμ, μια παράμετρος που εκ πρώτης όψεως φαντάζει ήσσονος σημασίας αλλά στην πραγματικότητα παίζει σημαντικότατο ρόλο στην πρώτη εντύπωση που θα κάνει ένας δίσκος, πριν ακόμα ακουστεί έστω και μια νότα από το περιεχόμενό του. Ας σκεφτούμε μόνο εκείνα τα χρόνια, πόσους δίσκους είχαμε αγοράσει με μοναδικό κριτήριο ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο, χωρίς να έχουμε καν ιδέα πώς ακούγεται η μπάντα.
    Στην περίπτωση του Pink Bubbles Go Ape, το εξώφυλλο είναι απίστευτα γελοίο, μια φωτογραφική σύνθεση μοντέρνου, αφηρημένου και θολοκουλτουριάρικου στυλ που καμία σχέση δεν έχει με τα επικά εξώφυλλα του παρελθόντος και που δεν παραπέμπει καν στο metal περιεχόμενο του δίσκου. Σ’ αυτό βλέπουμε μια γυναίκα να κρατάει ένα ψάρι σηκωμένο ψηλά και να το κοιτάει, με φόντο ένα διάδρομο σε ένα κτίριο που θυμίζει ίδρυμα, ενώ στο οπισθόφυλλο βλέπουμε έναν τύπο σε μια προθήκη σαν έκθεμα που αντί για μάτια έχει δυο τηγανιτά αβγά μάτια (!). Στο inner sleeve, επίσης, αντί των αγαπημένων μας κολοκυθοκαρτούν, υπάρχουν διάφορες φωτό που περιλαμβάνουν φούσκες, με πιο χαρακτηριστική αυτή ενός γορίλλα που κάνει φούσκες με το κλασικό παιχνιδάκι με το σαπουνόνερο. Τέτοιο απαράδεκτο εξώφυλλο σε metal άλμπουμ είχαν χρόνια να δουν οι οπαδοί.
Σαν να μην έφτανε μόνο το τραγικό εξώφυλλο/εσώφυλλο/inner sleeve , έχουμε και τον εξίσουγελοίο και αντι-metal τίτλο του δίσκου όσο και το λογότυπο, όπου η κλασική κολοκύθα που αποτελεί το «Ο» στο Helloween έχει αντικατασταθεί από μια φούσκα. Αυτοκτονικές επιλογές marketing που αντί να βοηθήσουν το άλμπουμ να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει, έκαναν τους οπαδούς να μην θέλουν καν να το αγοράσουν. Σ’ αυτούς τους οπαδούς ανήκα κι εγώ που βλέποντας το εξώφυλλο δεν ήθελα καν να ασχοληθώ με το άλμπουμ και το αγόρασα μερικά χρόνια αργότερα από τα μεταχειρισμένα.

ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΗΣ ΜΠΑΝΤΑΣ

Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι αν το περιεχόμενο του άλμπουμ είναι αντίστοιχο της «βιτρίνας» του και η απάντηση είναι σαφώς «Όχι». Σαν συνθέσεις , το Pink Bubbles Go Ape στέκεται αξιοπρεπώς και θεωρώ ότι είναι μια αρκετά καλή κυκλοφορία, μια λογική συνέχεια των Keepers. Διαφέρει, βέβαια, από αυτά, καθώς τα περισσότερα επικά στοιχεία και οι δαιδαλώδεις συνθέσεις τύπου “Halloween” και “Keeper of the Seven Keys” δεν υπάρχουν πλέον. Αντίθετα, τα κομμάτια είναι πιο ανάλαφρα και πιο «χαρούμενα», χωρίς αυτό όμως να ξενίζει αφού το χιουμοριστικό στοιχείο υπήρχε διάχυτο και στα δυο Keepers, τόσο στην μουσική όσο και στο artwork των άλμπουμ. Γενικά, ο δίσκος διακατέχεται από μια χαλαρή διάθεση και αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κομματιών έχει γραφτεί από τον Kiske, με τον Weikath να έχει γράψει μόνο δυο. Κατά καιρούς, μάλιστα, ο Weikath έχει δηλώσει ότι το άλμπουμ ήταν κυρίως δημιουργία του Kiske, με τις δικές του συνθέσεις να έχουν απορριφθεί από τον Tsangarides. Ουσιαστική είναι επίσης και η συνθετική προσφορά του νεοεισερχόμενου Grapow, ο οποίος υπογράφει τέσσερα κομμάτια, από τα οποία μάλιστα, τα 3 είναι από τα καλύτερα του άλμπουμ. Φαίνεται ότι ήρθε στη μπάντα με φόρα από το συνεργείο!
‘Οσον αφορά την απόδοση του σχήματος, δεν υπάρχει κάποιο ψεγάδι. Τα φωνητικά του Kiske είναι στο γνωστό υψηλό επίπεδο, Weikath και Grapow κάνουν φοβερή δουλειά στις κιθάρες με εντυπωσιακές εναλλαγές στα σόλο, ο Ingo βρίσκεται σε πολύ καλή φόρμα πίσω από τα ντραμς - λίγο πριν τον πάρει η μοιραία κατηφόρα -  ενώ ο αθόρυβος Grosskopf αποτελεί εγγύηση στο μπάσο, γράφοντας και 3-4 κομμάτια.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τα τραγούδια του δίσκου, αν εξαιρεθεί το ομώνυμο που είναι η μερικών δευτερολέπτων ψιλοχαζή εισαγωγή του άλμπουμ, είναι όλα αρκετά καλά και δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κάποιο ως filler. Το γνωστότερο και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ είναι το εναρκτήριο, “Kids of the Century”, μια δυνατή σύνθεση με ωραίο drumming και φοβερά φωνητικά, που αποτέλεσε και το πρώτο single, το οποίο όμως έχει ένα εξίσου γελοίο εξώφυλλο στο οποίο εικονίζονται τρείς τύποι και ένα μωρό με αβγά μάτια στη θέση των ματιών τους!
Στη συνέχεια, έρχεται η πρώτη σύνθεση του Grapow, το “Back on the Streets”, στο οποίο παίρνουμε την πρώτη γεύση των συνθετικών δυνατοτήτων του «νέου» και ακούμε και μια φανταστική εναλλαγή σόλο μεταξύ των δυο κιθαριστών. Ακολουθεί, το δεύτερο πιο γνωστό κομμάτι του άλμπουμ, το “Heavy Metal Hamsters”, γραμμένο από τον Weikath, μέσω του οποίου τα χώνει στην προηγούμενη εταιρεία τους, τη Noise, παρομοιάζοντας το συγκρότημα με τα γνωστά ποντικάκια που γυρίζουν τον τροχό. Καλό κομμάτι με κλασικό Helloween χιουμοριστικό στυλ. Στον Weikath πιστώνεται επίσης και το “Number One”, ένα mid-tempo τραγούδι με ιδιαίτερο ρυθμό, που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα του άλμπουμ. Αποτέλεσε και το δεύτερο single του δίσκου στο οποίο μάλιστα επανήλθε στο εξώφυλλο η κλασσική κολοκύθα-καρτούν.
Αν και τα προηγούμενα κομμάτια είναι αυτά που προωθήθηκαν περισσότερο, είναι τα υπόλοιπα που ανεβάζουν ουσιαστικά το επίπεδο του άλμπουμ. Τρία από αυτά είναι συνθέσεις του Grapow και συγκεκριμένα το καταιγιστικό “Someone’s Crying” στο οποίο όλα τα μέλη αποδίδουν στο μέγιστο βαθμό, το πιο σοβαρό “Mankind” και το “The Chance”, ένα από τα καλύτερα – αν όχι το καλύτερο – του δίσκου και ένα από τα αγαπημένα του μετέπειτα τραγουδιστή τους Andi Deris, σύμφωνα με δική του δήλωση όταν το προλογίζει στο live album “High Live”.


Την ποιότητα του δίσκου συνεχίζουν να την κρατάνε στο ύψος της το “Goin’ Home”, ένα φανταστικό κομμάτι του Kiske με ωραίο ρυθμό και ρεφρέν, στο ύφος των κομματιών των Keepers, το χιουμοριστικό “I’m Doin’ fine Crazy Man” και η αρκετά καλή μπαλάντα, “Your Turn” που κλείνει το άλμπουμ.
Τέλος, να σημειωθεί ότι στο «περιβάλλον» του Pink Bubbles Go Ape, ανήκουν και άλλα τέσσερα κομμάτια που αποτελούν τα B-sides των δυο singles. Συγκεκριμένα, το “Kids of the Century” single περιλαμβάνει το “Blue Suede Shoes”, μια πολύ καλή διασκευή του γνωστού Rock n’ Roll τραγουδιού του Carl Perkins, γνωστότερο από την ερμηνεία του από τον Elvis και το εξίσου καλό και με ενδιαφέροντα τίτλο, “Shit and Lobster”. Στο έτερο single, “Number One” περιλαμβάνεται το instrumental blues/metal και σχετικά άγνωστο διαμαντάκι, “Les Hambourgeois Walkways” και το απλά ενδιαφέρον, “You run with the Pack”. Και τα τέσσερα παραπάνω κομμάτια περιλαμβάνονται στην expanded edition του άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 2006.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Συνοψίζοντας, το Pink Bubbles Go Ape, κατά την προσωπική μου άποψη και μετά από πολλές ακροάσεις, είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ, μια λογική και αξιοπρεπής συνέχεια της μπάντας μετά τα δυο κορυφαία Keepers, που περιλαμβάνει αξιόλογα κομμάτια, αρκετά από τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται άνετα σε κάποιον από τους δυο προηγούμενους δίσκους.
Μπορεί να είναι πιο «γυαλισμένο» ή να έχει λίγο πιο εμπορική χροιά σε σχέση με τα προηγούμενα αλλά σε αυτό φταίει η παραγωγή του και  - πολύ πιθανό – οι πιέσεις που δέχτηκε η μπάντα από την πολυεθνική EMI, για να ακουστεί πιο πιασάρικη και mainstream. Επιπλέον, ήταν λογικό να θέλει το συγκρότημα να ξεφύγει από την σκιά των Keepers, αφού μια τρίτη συνέχεια θα ήταν ανούσια, ανεξαρτήτως του τι θα ήθελαν οι οπαδοί.
Δεδομένων των συνθηκών και των δυσκολιών που αντιμετώπιζαν εκείνη την περίοδο οι Helloween, το Pink Bubbles Go Ape στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Το μοναδικό του μειονέκτημα, όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον, είναι το άθλιο εξώφυλλό του και ο ανόητος τίτλος του, δυο στοιχεία που, όσο αστείο κι αν φαίνεται, μετράνε σημαντικά στην προώθηση και την αποδοχή ενός δίσκου και που όπως φάνηκε στοίχισαν σημαντικά στην μπάντα, κατατάσσοντας το άλμπουμ στην κατηγορία των αδικημένων. Κατά τ’ άλλα δεν έχω να προσάψω στο “Pink…” κάτι άλλο αρνητικό και θεωρώ ότι είναι μια δουλειά που φέρει επάξια το όνομα των Helloween.


ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

    Το 1993 κυκλοφόρησαν το απαράδεκτο Chameleon, ένα άλμπουμ απομακρυσμένο από το κλασικό τους στυλ και με τραγούδια τελείως ασύνδετα μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν ήθελαν να πειραματιστούν ή ο καθένας έγραφε ότι του κατέβαινε στο μυαλό, πάντως το άλμπουμ είναι αρκετά βαρετό και αδιάφορο με 1-2 τραγούδια να ξεχωρίζουν σαν τον μονόφθαλμο ανάμεσα στους τυφλούς.
    Εντωμεταξύ, οι σχέσεις μεταξύ των μελών – και κυρίως μεταξύ Weikath και Kiske – είχαν επιδεινωθεί, με τον Kiske τελικά να απολύεται από την μπάντα στα τέλη του 1993. Προηγουμένως είχε απολυθεί ο ντράμερ Ingo Schwichtenberg, καθώς αντιμετώπιζε σημαντικά ψυχολογικά προβλήματα λόγω σχιζοφρένειας, που το 1995 τον οδήγησαν στην αυτοκτονία.
Το 1994, η μπάντα βρήκε νέο τραγουδιστή στο πρόσωπο του Andi Deris των Pink Cream 69, αλλά και νέο ντράμερ, τον Uli Kusch, ο οποίος, προηγουμένως, έπαιζε στους Gamma Ray του Kai Hansen! Με τη νέα αυτή σύνθεση κυκλοφόρησαν το ίδιο έτος το Master of the Rings , ξεκινώντας μια νέα πορεία.

TRIVIA


  •  Το riff στα πρώτα δευτερόλεπτα του Heavy Metal Hamsters είναι αντιγραφή του εισαγωγικού riff του Rat Bat Blues των Deep Purple
  •  Το Les Hambourgeoise Walkways κάνει ευθεία αναφορά στο κλασικό Parisienne Walkays του Gary Moore.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

1/3/23
 




 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου