Σάββατο 4 Οκτωβρίου και φτάσαμε από νωρίς στον χώρο του φετινού φεστιβάλ Mammothfest, που πλέον αποτελεί ένα σημείο αναφοράς στα metal δρώμενα της Βορείου Ελλάδος. Με δύο διοργανώσεις στην περιοχή της Καβάλας και την περσινή είσοδο του «Μαμούθ» στην Θεσσαλονίκη, στον πολυχώρο του Μύλου, οι προσδοκίες μας ήταν σαφώς αυξημένες, μιας και το 2024 είχαμε πάρει πολύ καλά δείγματα γραφής ενώ και οι προοπτικές με το φετινό line-up φάνταζαν πολλά υποσχόμενες.
Φέτος, η διοργάνωση μεταφέρθηκε στον ανοιχτό χώρο του Soul Open Air, που βρίσκεται προς την δυτική έξοδο της πόλης λίγο μετά τα Παλιά Σφαγεία. Την 2η Οκτωβρίου, ωστόσο, ανακοινώθηκε από την διοργάνωση ότι οι συναυλίες μεταφέρονται στον εσωτερικό χώρο του Soul Skg, λόγω των έντονων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν εκείνη την εβδομάδα (κυρίως λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών που το βράδυ έπεφταν στους 10°C), οι οποίες θα καθιστούσαν τη διεξαγωγή των ζωντανών εμφανίσεων επίφοβη. Φυσικά, εξυπακούεται ότι ούτε για τον κόσμο θα ήταν εύκολο. Οπότε, ορθά μεταφέρθηκε η συναυλία μέσα.
Αφού μπήκαμε μέσα και πήραμε τα βραχιολάκια μας, τσεκάραμε το merch του φεστιβάλ, μαζί με merchandise και μουσική κάποιων εκ των συγκροτημάτων που εμφανιζόντουσαν εκείνη την ημέρα. Εξαιρετική ποικιλία, αν και υπήρχε έλλειψη σε κάποια μεγέθη, ενώ το merch του Mammothfest ήταν ποιοτικό και σε καλές τιμές. Με το μικρό αντίτιμο του μισού ευρώ, τα ποτήρια που προμηθευόμασταν μπορούσαμε να τα επαναχρησιμοποιούμε για το refill μας και στο τέλος να τα πάρουμε μαζί ως souvenir.
Με τους Λαρισαίους Leatherhead να έχουν ξεκινήσει δυναμικά το set τους, μπήκαμε στον κλειστό χώρο της συναυλίας για να αντικρύσουμε μία μάλλον αμήχανη κατάσταση. Η σκηνή ήταν στημένη κατά μήκος της μακριάς πλευράς του χώρου, κοιτώντας στον απέναντι τοίχο και την κονσόλα του ηχολήπτη που ήταν τοποθετημένη σε απόσταση λίγων μόλις μέτρων, αφήνοντας ένα στενό διάδρομο για να σταθεί το κοινό, ενώ δύο τσιμεντένιες κολώνες, που στήριζαν το οικοδόμημα, ήταν τοποθετημένες εκατέρωθεν της σκηνής, μπλοκάροντας την θέα του κοινού στα συγκροτήματα, από αρκετά σημεία. Θα έπρεπε ή να είσαι ακριβώς μπροστά από την σκηνή, λοιπόν, ή στα πλαϊνά της, προκειμένου να έχεις πλήρη εικόνα. Εντελώς ακατανόητο, αλλά τελικά η μόνη επιλογή, δεδομένων των εκτάκτων συνθηκών. Από ότι διαπίστωσα σε κάποιο διάλλειμα αργότερα, ο χώρος αυτός ήταν παλιότερα συνεργείο που αναλάμβανε το service Lancia, αφού υπήρχαν ακόμα ταμπέλες που υποδείκνυαν τους σχετικούς χώρους για επιδιορθώσεις και ανταλλακτικά. Τέλος, υπήρχαν δύο μπαρ εσωτερικά και ένα έξω, που εξυπηρετούσαν τους επισκέπτες, ενώ υπήρχε και φαγητό τύπου καντίνας, που ζέσταινε τις καρδιές των νηστικών επισκεπτών του φεστιβάλ.
Αφού προσαρμοστήκαμε στο κάπως άβολα τοποθετημένο σκηνικό και συναντήσαμε φίλους – με έναν εξ’ αυτών, τον εκλεκτό φίλο και συνάδελφο Σάκη Νίκα από το rockpages.gr να μας έχει έρθει από Αθήνα για την δεύτερη μέρα του φεστιβάλ – επικεντρωθήκαμε στα τεκταινόμενα επί σκηνής. Οι Leatherhead από την εξωτική Λάρισα, χτίζουν με επιμονή και υπομονή, χρόνο με τον χρόνο, το κοινό τους, αφήνοντας πάντα πολύ καλές εντυπώσεις με το καταιγιστικό speed metal τους. Τους είχα πρωτοδεί στο Eightball πριν ενάμιση χρόνο με τους Crimson Fire, Thelemite και Blizzard, και τότε είχαν ανοίξει ιδανικά την βραδιά, ενώ το καλοκαίρι που μας πέρασε έπαιξαν και στο δικό μας Rockwave έξω από την Κατερίνη, όπου έπαιξαν πριν τους Need, Michael Schenker και Savatage. Και στο Mammothfest, οι Leatherhead έκαναν καλά την δουλειά τους, παίζοντας υλικό από τα δύο singles και το μοναδικό τους άλμπουμ, με τίτλο Leatherhead. Αφήνοντας τις καλύτερες εντυπώσεις, το συγκρότημα από την Λάρισα έκλεισε το set του μέσα σε χειροκροτήματα, αφήνοντας την σκηνή στους Αθηναίους Black Soul Horde.
Έχοντας ήδη 13 χρόνια πίσω τους, οι Black Soul Horde διαθέτουν πλέον όλα εκείνα τα στοιχεία που θα τραβήξουν το ενδιαφέρον του παραδοσιακού μεταλλά. Λίγο doom, λίγο NWOBHM, λίγο Priest και Maiden, και μπόλικες επικές αναφορές. Ίσως κάποιοι να τους θυμάστε από την εμφάνιση τους στο Release Festival το 2022, ως ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που αντίκρυσαν τον καυτό Φαληρικό ήλιο στην μέρα που εμφανιζόντουσαν οι Judas Priest ως headliners.
Το συγκρότημα έπαιξε με δύναμη και πάθος για σχεδόν μία ώρα. Το ρεπερτόριο ήταν μοιρασμένο κυρίως ανάμεσα στα άλμπουμ τους Horrors from the Void(2021) και Land of Demise(2020), ενώ ακούσαμε και το νέο single τους Death's Parade. Κάπου εδώ είχαμε και για πρώτη φορά κάποια θεματάκια με το μικρόφωνο, τα οποία ξεπεράστηκαν. Γενικά, τα δύο ελληνικά συγκροτήματα που εμφανίστηκαν μας έκαναν εξαιρετική εντύπωση και ζέσταναν το κοινό για το υπόλοιπο line up εξ εξωτερικού.
Μετά τις 19:00 ανέβηκαν στην σκηνή οι Ιταλοί Vigilhunter, η ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Οι heavy/power metallers από το Τορίνο, μου ήταν άγνωστοι μέχρι εκείνη την βραδιά, όμως μετά το τέλος της εμφάνισης τους με κέρδισαν με το ρεπερτόριο τους, το οποίο προήλθε από το μοναδικό τους, ομώνυμο άλμπουμ που κυκλοφόρησε φέτος. Οι fans των πρώιμων Fates Warning και Queenrsryche καθώς και των κολοσσών Crimson Glory, θα βρουν τους νεοσύστατους Vigilhunter πολύ κοντά στα γούστα τους. Χαρακτηρισμένοι ως μία από τις μεγάλες ελπίδες του παραδοσιακού heavy metal, το συγκρότημα, με τον τραγουδιστή Alexx Panza (πρώην Hitten και Jack Starr’s Burning Star) στο προσκήνιο, μας χάρισαν μία εμφάνιση αντάξια της φήμης τους, με δυνατά τραγούδια, πολύ καλό ήχο και παθιασμένη σκηνική παρουσία.
Ακολούθησε το συγκρότημα που, προσωπικά, ήθελα πολύ να δω αυτή την βραδιά, οι Γερμανοί Night Eternal. Οι Night Eternal από το Essen, συμπατριώτες των Kreator και των Caliban, ήρθαν να γεμίσουν το Soul Skg με σκοτάδι και μία ατμόσφαιρα μεταφυσικού, έχοντας κυκλοφορήσει ήδη δύο φοβερά άλμπουμ, τα “Moonlit Cross” (2021) και “Fatale” (2023). Με στοιχεία από Angel Witch, Witchfynde και Mercyful Fate, οι Night Eternal πάτησαν γκάζι από την αρχή και δεν σταμάτησαν καθόλου για την μιάμιση ώρα περίπου που έπαιξαν. Με την χαρακτηριστική, μακάβρια και στοιχειωτική φωνή του Ricardo Baum περάσαμε τα 90 λεπτά μίας μελωδικής σκοτεινής λειτουργίας, τεκμήριο της υποβλητικότητας και της απόκοσμου μουσικού αποτυπώματος των Night Eternal, οι οποίοι όχι μόνο δεν απογοήτευσαν αλλά κράτησαν ψηλά την διάθεση του κόσμου, λίγο πριν ανέβουν τα μεγάλα ονόματα της βραδιάς.
![]() |
| Rhpasody of Fire |
Και όταν λέμε μεγάλα ονόματα στο Mammothfest, εννοείται ότι περιλαμβάνουμε και τους Rhapsody of Fire. Μετεξέλιξη των γνωστών power metallers Rhapsody (μείον του τραγουδιστή Fabio Lione και του κιθαρίστα Luca Turilli), που έγραψαν ιστορία στα τέλη ‘90s με άλμπουμ όπως τα Legendary Tales, Symphony of Enchanted Lands και Dawn of Victory, ήταν μία από τις πιο αναμενόμενες μπάντες της βραδιάς. Μία ακόμη ένδειξη ότι τελικά είμαστε μία power-μεταλλάδικη χώρα. Οι Rhapsody of Fire είχαν κάνει αίσθηση στο Release του 2022 πριν τους Rotting Christ και τους Manowar. Αυτό έγινε και στο Mammothfest, τρία χρόνια αργότερα. Εκπληκτικός ήχος, φοβερή σκηνική παρουσία από το συγκρότημα, που είχε δυνατή χημεία με το κοινό και ένα ολοκληρωμένο ρεπερτόριο, χάρισαν στους παρευρισκόμενους μία ακόμη αξιομνημόνευτη εμφάνιση. Υπό την καθοδήγηση του χαρισματικού frontman Giacomo Voli, την μουσική δεξιοτεχνία του κιθαρίστα Roberto De Micheli και την διακριτικά επιβλητική παρουσία του αρχηγού και πληκτρά Alex Staropoli, οι Rhapsody of Fire ξεσήκωσαν το ακροατήριο με τραγούδια όπως τα “Dawn of Victory”, “Unholy Warcry”, “The March of the Swordmaster” και φυσικά, το αγαπημένο “Emerald Sword”, μεταφέροντας μας σε έναν κόσμο φαντασίας για πάνω από 90 λεπτά που τους χαρήκαμε επί σκηνής. Highlight αποτέλεσε, επίσης, η ηχογραφημένη «συνοδεία» του τεράστιου (και μακαρίτη) Sir Christopher Lee στο ““The Magic of the Wizard’s Dream”.
Εκεί κατά τις 22:00 που μας άφησαν εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων οι Rhapsody of Fire, η διάθεση ήταν στα ύψη και περιμέναμε το highlight της βραδιάς, τους θρυλικούς Virgin Steele, ή για να το θέσω καλύτερα, τον μεγάλο τραγουδιστή, πληκτρά και ενορχηστρωτή David DeFeis με την συνοδευτική του μπάντα. Η προσμονή μου, αν και δεδομένη, ήταν μοιρασμένη. Από την μια σκεφτόμουν πόσο επική θα μπορούσε να είναι η συναυλία τους (με επικά άσματα, φλεγόμενο σπαθί κλπ), από την άλλη, μετά από συζητήσεις με φίλους, κρατούσα μικρό καλάθι, μιας και οι τελευταίες εμφανίσεις των Virgin Steele στην χώρα μας δεν ήταν και ό,τι καλύτερο, το αντίθετο θα έλεγα.
| Leatherhead |
Ενώ περίμενα τον DeFeis να εμφανιστεί από το πλάι της σκηνής, όπως όλοι οι καλλιτέχνες, σύντομα συνειδητοποίησα ότι στεκόταν ήδη σκυμμένος στο πλάι της σκηνής, περιμένοντας το υπόλοιπο σχήμα να προετοιμαστεί με το δικό του soundcheck. Ο κιθαρίστας Edward Pursino δεν ήρθε με το συγκρότημα από τις ΗΠΑ και τον αντικατέστησε ο Tomasso Vitali, ενώ ο δεύτερος κιθαρίστας της βραδιάς, Joshua ήταν στην πραγματικότητα ο … μπασίστας, που δεν έπαιξε το κύριο όργανο του, αφού ο DeFeis μάλλον έκρινε πως το μπάσο μπορούσε να καλυφθεί από τα πλήκτρα της άριστα καταρτισμένης Lyn DelMato. O ντράμερ Matt McKasty ήταν το αθλητικότερο μέλος της μπάντας, χύνοντας ιδρώτα πίσω από τα τύμπανα.
Ας πάμε κατευθείαν στο ψητό και να σας πω ότι τα κακά προγνωστικά επαληθεύτηκαν. Ο ήχος ήταν απλά ανυπόφορος. Κακή μίξη από την κονσόλα, θόρυβος από τα τύμπανα και κακό μικρόφωνο, ενδεχομένως και από την αδυναμία του κατά τ’ άλλα ενθουσιώδη και ορεξάτου DeFeis, να τραγουδήσει όπως παλιά. Σε αρκετά σημεία, οι ερμηνείες εμφάνιζαν αλλοιώσεις που μάλλον προέρχονταν όχι μόνο από φωνητική κόπωση, αλλά και από τη διαφορετική αισθητική προσέγγιση που ο ίδιος δείχνει πλέον να έχει για το υλικό των Virgin Steele.
Το δε, ρεπερτόριο ήταν ανεπαρκές. Δεν γίνεται να έχεις τόσα διαμάντια στην δισκογραφία σου και να επιλέγεις να τραγουδήσεις μόνο από τα Invictus, Age of Consent και τα δύο House of Atreus, μέσα σε ένα κάπως αδιάφορο σύνολο, παραμερίζοντας τα έπη από τα Guardians of the Flame, Noble Savage και τα δύο The Marriage of Heaven and Hell; Δεν λέω, ακούσαμε κάτι από αυτά μέσα σε medley, αλλά η αποχή από αυτά τα επικά άλμπουμ δεν αποδίδει την πρέπουσα τιμή στο όνομα των Virgin Steele.
Δεν ήταν μία καλή εμφάνιση και δυστυχώς οι Κασσάνδρες επιβεβαιώθηκαν. Ίσως το φλεγόμενο σπαθί να μην υψώθηκε στον αέρα – για λόγους ασφαλείας υποθέτω – αλλά πολλά θα μπορούσαν να έχουν πάει καλύτερα. Μεταξύ μας, με λύπησε κάπως και το γεγονός ότι το κοινό φάνηκε να αποχωρεί κατά την διάρκεια του υπερβολικά μεγάλου και κουραστικού σε σημεία set των Virgin Steele. Παρά τις ενδιαφέρουσες ιστορίες και την συνολική ανεβασμένη διάθεση του DeFeis – που μας αφηγήθηκε πως είχε πρωτοέρθει στην Θεσσαλονίκη μέσω Μπρίντιζι σε ένα δεκαοκτάωρο ταξίδι και τα χρόνια που δεν υπήρχε η Εγνατία (το θυμόταν!), καθώς και το πως πλακώθηκαν με κάτι…φορτηγατζήδες στο πλοίο! - τα δεδομένα της συγκεκριμένης εμφάνισης δεν ευθυγραμμίζονται με το βαρύ όνομα του συγκροτήματος. Δεν αναιρώ σε καμία περίπτωση τη σημασία και τη συμβολή του DeFeis και των Virgin Steele στο επικό metal – πως θα μπορούσα, άλλωστε – αλλά η κούραση και το φθίνον ενδιαφέρον κατά την διάρκεια αυτού του live επικράτησαν του ευσεβούς πόθου που υπόσχεται το ίδιο το όνομα των Virgin Steele.
Όλα αυτά σκεφτόμασταν όταν φύγαμε από την δεύτερη μέρα του Mammothfest, λίγο μετά τις 01:30, με το κρύο να μας διαπερνά στις δυτικές παρυφές της πόλης. Θα ήθελα αυτή η βραδιά να είναι πολύ δυνατή, μιας και, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι η τελευταία μου ως κάτοικος Θεσσαλονίκης. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει πως πήγε στράφι η παρουσία μας εκεί. Ραντεβού στο επόμενο Mammothfest!

Δημοσίευση σχολίου