CAN'T GET ENOUGH- H ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ Η ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ BAD COMPANY


Με την Βritish Ιnvasion στα τέλη των 60s η rock σκηνή άρχισε να μετατοπίζεται από κλαμπ και θέατρα σε μεγαλύτερους χώρους. Ταυτόχρονα, ο νέος ήχος γινόταν σκληρότερος και δυνατότερος. Η εμφάνιση των Bad Company, μετά τη διάλυση των Free, δείχνει πόσο ισχυρή είχε γίνει η επιρροή της rock καθώς προχωρούσαμε στη δεκαετία του '70. Το αγγλικό κουαρτέτο χαρακτηρίστηκε ως "supergroup" και το πρώτο τους άλμπουμ αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του κλασικού rock αυτής της δεκαετίας, αλλά και ένα άλμπουμ που ακόμη και στις μέρες μας εξακολουθεί να θεωρείται επιδραστικό. Ένα άλμπουμ που μας συστήνει τους Bad Company ξεκινώντας με το δυνατό και μελωδικό Can’t get enough.

ΠΩΣ ΓΡΑΦΤΗΚΕ
Βρισκόμαστε λίγο καιρό μετά τη χαοτική διάλυση των Free, όταν  ο τραγουδιστής Paul Rogers δημιούργησε τους βραχύβιους Peace με τους οποίους ήταν support σε μια περιοδεία των Mott the Hoople. Την ίδια εποχή ο κιθαρίστας των Hoople, Mick Ralphs, είχε  γράψει πολλά τραγούδια που δεν είχαν πλέον θέση στο ρεπερτόριό τους καθώς το συγκρότημα γινόταν όλο και περισσότερο συνώνυμο του glam rock. Όταν ο Ralphs και ο Rogers άρχισαν να κάνουν παρέα, ήταν θέμα χρόνου να του παρουσιάσει ο Ralphs τα demos με τα τραγούδια του. Σύντομα ο Simon Kirke, επίσης απογοητευμένος από τη διάλυση των Free, θα στρατολογηθεί στα ντραμς και τελικά ο Boz Burrell, πρώην του King Crimson ο οποίος ένιωθε το ίδιο για το prog rock όπως ο Ralphs για το glam, θα γίνει ο μπασίστας του νέου γκρουπ που θα ονομαστεί Bad Company. Οι Bad Company αποτέλεσαν την μετεξέλιξη των Free και θεωρούνται από τα πρώτα supergroups που έθεσαν τις βάσεις για το classic rock των 70s.  Ο ιδανικός μάνατζερ, για το νεοσύστατο γκρουπ, βρέθηκε στο πρόσωπο του Peter Grant των Led Zeppelin και ένα «σπίτι» στη δισκογραφική εταιρεία  Swan Song ήταν η φυσιολογική εξέλιξη. Ο Chris Blackwell, ο ιδιοκτήτης της εταιρείας Island Rec στην οποία ανήκαν οι Free ήταν ανένδοτος στο να τους αφήσει ελεύθερους.  Ένας από τους λόγους ήταν το ότι είχε ακούσει το demo του Can’t get enough και είχε διακρίνει τη δυναμική του τραγουδιού.
Ο Ralphs είχε γράψει το Can’t get enough το 1969 στο διαμέρισμα που ζούσε εκείνη την εποχή στο Shepherds Bush. Για να το ηχογραφήσει χρησιμοποίησε ένα Revox κασετόφωνο με μπομπίνες. «Θυμάμαι τον Guy Stevens (παραγωγὀς των  Mott the Hoople) να περιφέρεται στο δωμάτιο κρατώντας μια μπουκάλα κρασί, που το έχυνε τριγύρω και να μου λέει ότι αυτό το τραγούδι θα γίνει σίγουρα επιτυχία». Φυσικά ο Ralphs θα προτείνει το τραγούδι στους Mott the Hoople, αλλά εκείνοι θα το απορρίψουν. Αντίθετα ο Rodgers, μόλις άκουσε το κομμάτι, του είπε: «Δωσ’ το μου να το τραγουδήσω!» Έτσι ένας από τους κύριους λόγους που αισθανόταν χαρούμενος με τη δημιουργία των Bad Company ήταν το γεγονός ότι τώρα μπορούσε να το ηχογραφήσει.



Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
‘Well I take whatever I want
And baby I want you,
Στο άκουσμα των παραπάνω στίχων ο Rogers δεν αιφνιδιάζει και δεν σοκάρει. Το 1974 άλλωστε δεν υπήρχε κανένα σεξιστικό κλισέ που μπορούσε να θεωρηθεί ριψοκίνδυνο.  To τραγούδι ηχογραφήθηκε στο περίφημο Ronnie Lane Mobile Studio (συχνά συντομογραφία LMS), ένα από τα πρώτα στούντιο-on-wheels. Ο Lane το μίσθωσε σε καλλιτέχνες για να ηχογραφήσουν μερικά από τα σημαντικότερα άλμπουμς των 70’s, όπως το Quadrophenia των Who και το Physical Graffiti των Led Zeppelin. Ο Ron Nevison, ο οποίος βοήθησε στην κατασκευή του στούντιο, ήταν ο μηχανικός στο άλμπουμ των Bad Company. Η κινητή μονάδα ήταν σταθμευμένη έξω από την έπαυλη Headley Grange, η οποία χρησίμευε ως στούντιο. Το Headley Grange είναι το μἐρος όπου οι Led Zeppelin έγραψαν και ηχογράφησαν πολλά από τα τραγούδια τους. Η μορφολογία της έπαυλης ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε στα μέλη του συγκροτήματος να βρίσκονται ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο. "Ήμασταν διάσπαρτοι σε όλο αυτό το εξοχικό σπίτι. Ηχογραφούσαμε το πρώτο μας άλμπουμ και πιστεύω ότι ήταν ένα από τα πρώτα τραγούδια που κάναμε. Ήμουν στο υπόγειο, ο μπασίστας Boz Burrellς ήταν στο λεβητοστάσιο, ο Mick Ralphs και ο Paul Rodgers βρίσκονταν στο living room όπου ήταν εγκατεστημένοι οι ενισχυτές. Έτσι, για να συγχρονιστούμε, επειδή δεν μπορούσαμε να δούμε ο ένας τον άλλον, φώναζα τους αριθμούς: «1, 2 ... 1, 2, 3 ...» και έπειτα έκανα αυτό το «guh-brah» για να κερδίσω την προσοχή του καθενός. Η εισαγωγή του κομματιού γεννήθηκε από την αυτή την αναγκαιότητα", θυμάται ο Simon Kirke. Το Can’t get enough που γνωρίζουμε είναι διαφορετικό από εκείνο που είχε γράψει ο Ralphs. Το “Can’t get enough” βασίστηκε στο riff του «One of the boys» των Mott The Hoople και πήρε τη γνωστή μορφή μετά την επιμονή του Paul Rodgers να το τραγουδήσει με τον ήχο της κιθάρας σε διαφορετικό κλειδί από εκείνο που το είχε συνθέσει ο Ralphs.

Η ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Το "Can't Get Enough" κυκλοφόρησε ως το ντεμπούτο σινγκλ του άλμπουμ Bad Company στις 12 Αυγούστου 1974. Η σκληρή κιθάρα του κομματιού, που ταίριαζε απόλυτα με τα δυναμικά φωνητικά του Paul Rodgers, ήταν η συνταγή επιτυχίας που επιθυμούσε το συγκρότημα. Το τραγούδι κατάφερε να φτάσει στο #5 στο Hot 100 USA charts για την εβδομάδα της 2ας Νοεμβρίου 1974. Την ίδια εποχή βρισκόταν στο top 20 και το τραγούδι του Barry White: “Can’t get enough of your love, baby” με αποτέλεσμα να συγχέονται τα δυο τραγούδια. Στα UK charts έφτασε στο #15.



ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

Η επιτυχία του Can't Get Enough(αλλά και του δεύτερου σινγκλ “ Movin’ on”) βοήθησε το Bad Co να γίνει πέντε φορές πλατινένιο και να βρίσκεται ανάμεσα στα 50 άλμπουμς των 70’s με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Ένα χρόνο μετά θα κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ των Bad Company, το “Straight shooter” που θα γνωρίσει και αυτό μεγάλη επιτυχία. Η πορεία τους θα συνεχιστεί μέχρι το 1982 που διαλύθηκαν. Σήμερα εξακολουθούν να είναι ενεργοί με τους Paul Rodgers και Simon Kirke από την αυθεντική σύνθεση.  

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το "Can't Get Enough" επιφανειακά φαίνεται ένα απλό τραγούδι, έχει μόνο λίγες συγχορδίες και τα περισσότερα συγκροτήματα αρχάριων μουσικών θα μπορούσαν να το παίξουν σε ένα μπαρ, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσαν να το παίξουν τόσο καλά όσο οι Bad Company και κανείς δεν θα μπορούσε να τραγουδήσει με την εκφραστικότητα και το πάθος του Paul Rogers . Ίσως το ύφος του να μοιάζει παρωχημένο  στις νεότερες γενιές, ειδικά οι στίχοι, αλλά είναι εύκολα αναγνωρίσιμο και σε χορταίνει με τη μελωδία και το riff του.
ΘΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ

14/5/22

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment
  1. διαλυθηκαν το 82 με αυτη την συνθεση υποθετω γιατι το 86 επανηλθαν παλι .με τα ωραιοτερα τους αλμπουμ για μενα ,τα 3-4 επομενα . Αλλα το κομματι αυτο πραγματι ειναι απο αλλο πλανητη και θα ελεγα ακομα και σημερα παροτι η ηχος του 'παλαιομοδιτικος ' ,λογω του ρυθμου του ακουγεται φρεσκο . Καποια χρονια πριν επαιζε και στην διαφημιση ενος παγωτου ? κατι τετοιο ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή