RUSH – 2112: Ο ΔΙΣΚΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ PROGRESSIVE METAL

Πως θα μπορούσε κάποιος να ξεκινήσει να μιλάει για το 2112; Ένας δίσκος που άλλαξε τα δεδομένα όχι μόνο για το συγκρότημα αλλά και για μία ολόκληρη σκηνή;
Ένα άλμπουμ που περιέχει μηνύματα με τα οποία ταυτίζονται ακόμα οι οπαδοί τους,
περισσότερο από κάθε άλλη δουλειά του συγκροτήματος στην μακρόχρονη δισκογραφική
του πορεία;
Η δουλειά που πραγματικά ορίζει την αρχή των Rush, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα;
Σίγουρα αυτές οι δηλώσεις περιέχουν αλήθεια. Από το 1968 που πήραν σάρκα και οστά σαν
συγκρότημα, μέχρι και το ομώνυμο δισκογραφικό τους ντεμπούτο το 1974, οι Rush
λειτουργούσαν άτυπα σαν μία tribute band των Βρετανών Cream και Led Zeppelin. Όχι
παράλογο, μιας και τα περισσότερα hard rock συγκροτήματα στην δυτική όχθη του
Ατλαντικού κινούνταν σε παρόμοιο στυλ. Ωστόσο, παράλληλα με την παραγωγή του
πρώτου άλμπουμ τους, έλαβαν χώρα ορισμένες καίριες αλλαγές.
Αρχικά, η παρουσία του Terry Brown ως υπεύθυνος ήχου. Μετά τις πρώτες ηχογραφήσεις
για το Rush διαπίστωσαν ότι ο ήχος δεν ήταν καθόλου ικανοποιητικός (για να το θέσουμε
ευγενικά), και έτσι το συγκρότημα απευθύνθηκε στο Toronto Sound Studio όπου
συνάντησαν τον Brown που ανέδειξε τον ήχο τους, κυρίως ως παραγωγός.
Από τότε, για 8
χρόνια και 10 άλμπουμ (8 studio και 2 live), αυτή ήταν η αποστολή του και την έφερε εις
πέρας με επιτυχία.
Το συγκρότημα είχε φτάσει να παίζει support σε καλλιτέχνες όπως οι Uriah Heep και ο Rory
Gallagher, έχοντας προχωρήσει πολύ από τις μέρες που έκανε τον γύρο των τοπικών μπαρ.
Ωστόσο, τίποτα δεν σφράγισε περισσότερο την μοίρα των Rush από την αποχώρηση του
αρχικού τους ντράμερ John Rutsey και την έλευση του τιτάνιου Neil Peart. O Rutsey δεν
συμφωνούσε με την επιθυμία των Geddy Lee (μπάσο/φωνή) και του Alex Lifeson (κιθάρα)
να δοκιμάζουν πολύπλοκα και πιο προοδευτικά κομμάτια, και προτιμούσε πιο ευθύ και
απλό rock. Ωστόσο, ο κύριος λόγος της αποχώρησης του είχε να κάνει με την υγεία του,
καθώς ήταν διαβητικός. Οι υψηλές φυσικές απαιτήσεις των περιοδειών,σε συνδυασμό με
την ανάγκη να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, απέβησαν απαγορευτικές για τον Rutsey,
όσον αφορά την συμμετοχή του στο συγκρότημα. Έτσι ο τελευταίος αποχώρησε και μετά
από μία καθοριστική (και εύκολη) οντισιόν, ο Neil Peart έγινε ο ντράμερ των Rush.
Σημειώνεται ότι η bonus έκπληξη ήταν ότι ο Peart είχε μία μαγική ικανότητα να γράφει
στίχους, με εξαιρετική επιτυχία, μάλιστα.
Πραγματικός βιβλιοφάγος, διάβαζε ό,τι έπεφτε
στα χέρια του, από επιστημονικές εργασίες μέχρι μυθιστορήματα επιστημονικής
φαντασίας. Αυτή την σημείωση την κρατάμε για λόγους προ-οικονομίας στην ιστορία μας
και προχωράμε.

Το νέο μουσικό ταξίδι του συγκροτήματος ξεκίνησε άμεσα, από την δεύτερη τους δουλειά
Fly By Night (1975). Οι συνθέσεις των τραγουδιών έγιναν πιο μακροσκελείς και
πολύπλοκες. Η προοδευτική προσέγγιση των Yes, των Genesis και των King Crimson
συνδυάστηκαν με την ένταση και την δυναμική των Black Sabbath και των Led Zeppelin.
Χαρακτηριστικά που έγιναν ακόμα πιο έκδηλα στο τρίτο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε
την ίδια χρονιά, το υπέροχο (για μένα προσωπικά πάντα) Caress Of Steel. Δυστυχώς, τη δική μου άποψη δεν μοιράστηκε και πολύς κόσμος εκείνη την εποχή. Φαινόταν σαν να έχουν υπερφορτώσει οι Rush την μουσική τους και να ακούγεται κάπως «παραπάνω
προοδευτική», σε μικρό χρονικό διάστημα και σε μεγάλο βαθμό. Θυμίζω ότι παρόλο που το
προοδευτικό ροκ είχε ανέβει πολύ σε απήχηση στην Ευρώπη, στην Αμερική δεν είχε και την
πλέον μαζική επιτυχία. Αυτό οφείλονταν, τουλάχιστον εν μέρει, στις διαφορές της μουσικής
βιομηχανίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας. Τον ρόλο τους έπαιξαν και τα
μουσικά background, καθώς οι Αμερικάνοι μουσικοί είχαν ως βάση τα μπλουζ, ενώ οι
Ευρωπαίοι είχαν (σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό) ως σημείο αφετηρίας την κλασική μουσική
παιδεία. Η χλιαρή υποδοχή του Caress Of Steel από το κοινό και τον μουσικό τύπο άρχισε να
δημιουργεί ολοένα αυξανόμενη πίεση στους Rush. Πίεση από τα στελέχη της
δισκογραφικής τους εταιρείας Mercury, που ζητούσαν επαναξιολόγηση της πορείας τους
και επαναπροσδιορισμό του μουσικού τους οράματος, με απώτερο στόχο την άμεση εμπορική επιτυχία.

Ουσιαστικά η τριάδα από τον Καναδά είχε δύο επιλογές: Είτε ναυποχωρήσει σε αυτή την πίεση και να αποπειραθούν να βγάλουν κάτι «σίγουρο» και«ασφαλές» που θα απέφερε μεγαλύτερες πωλήσεις σύντομα, ή να κάνουν το δικό τουςπαρά τις προειδοποιήσεις. 
Στην συνάντηση που είχαν οι μάνατζερ των Rush (συγκεκριμένα οι Ray Danniels, ο πρώτος τους μέντορας, και Cliff Burnstein, που έχει αξία να πούμε ότι με
τους Rush ξεκίνησε την τεράστια καριέρα του ως μανατζερ) με την δισκογραφική,
εννοήθηκε ότι ο δρόμος που θα ακολουθούσαν οι Rush θα ήταν ο πρώτος και ο
αναμενόμενος, σύμφωνα με αυτούς πάντα. Όπως ομολόγησε και ο Lifeson πολλά χρόνια
αργότερα, οι Danniels και Burnstein είχαν πάρει σαφείς οδηγίες να κατευθύνουν το συγκρότημα σε προκαθορισμένη φόρμουλα σύνθεσης, με τραγούδια που θα παιζόντουσαν εύκολα στο ραδιόφωνο και κυρίως κανένα μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι!
Παρόλαυτα,είχαν λογαριάσει χωρίς τον ξενοδόχο. Κόντρα σε όλες τις διακριτικές αλλά
ξεκάθαρες προσταγές, οι Rush επέλεξαν να παραμείνουν πιστοί στην φιλοσοφία τους.
Ένα
τεράστιο κομμάτι συνολικής διάρκειας 20 λεπτών και κάτι, θα αποτελούσε ολόκληρη την
πρώτη πλευρά του δίσκου, με πέντε «κανονικά» τραγούδια να το ακολουθούν στην
δεύτερη πλευρά. Γεμάτοι απογοήτευση αλλά και κάποιο θυμό, διάλεξαν να επαναλάβουν
την φόρμουλα του Caress Of Steel και να τελειώσουν εκεί, αλλά θα το έκαναν με τον δικό
τους τρόπο. Η προσέγγιση τους αυτή θα πλαισιωνόταν και από το αντίστοιχο στιχουργικό
περιεχόμενο,εμπνευσμένο και δια χειρός Peart.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η AYN RAND
Σε αυτό το σημείο θεωρώ πως καλό θα ήταν να ήταν να πούμε δυο πράγματα για την
περίφημη, και σίγουρα αμφιλεγόμενη, Ayn Rand.
Η Alisa Zinovyevna Rosenbaum, ή Ayn Rand όπως έγινε ευρέως γνωστή, ήταν μία Ρωσίδα
μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος, θεατρική και κινηματογραφική σεναριογράφος. Σε ηλικία
21 ετών, και αφού είχε ήδη περάσει διάφορα (και δυσάρεστα για αυτήν) εν μέσω της
Οκτωβριανής Επανάστασης, επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αμερική, όπου και έμεινε για
την υπόλοιπη ζωή της. Διάσημη έγινε κυρίως για τα δύο best-seller μυθιστορήματα, «Κοντά
στον Ουρανό» (The Fountainhead) και «Ο Άτλας Επαναστάτησε» (Atlas Shrugged), καθώς
και για την ανάπτυξη ενός φιλοσοφικού συστήματος που ονόμασε Αντικειμενισμό. Κατά την
διάρκεια ενός διαλείμματος από την συγγραφή του «Κοντά στον Ουρανό», έγραψε και την
νουβέλα της «Ύμνος» (Anthem). Στον «Υμνο» απεικονίζεται το όραμα ενός δυστοπικού
μέλλοντος στο οποίο ο απολυταρχικός κολεκτιβισμός έχει θριαμβεύσει σε τέτοιο βαθμό
που η λέξη «εγώ» έχει αρχικά απαγορευτεί και στην συνέχεια ξεχαστεί, και έχει
αντικατασταθεί από το «εμείς».
Η σχέση του Peart με το έργο της Rand δεν ήταν καινούρια. Να σας θυμίσω εδώ πως το
κομμάτι που ανοίγει την δεύτερη δισκογραφική τους δουλειά (Fly By Night) είναι το

Anthem. Το οποίο, ενώ μουσικά υπήρχε ήδη από την εποχή που ο Rutsey ήταν στο
συγκρότημα, ο Peart το βάπτισε και έγραψε τους στίχους του ορμώμενος από την ομώνυμη
νουβέλα της Rand. Επισης,σημειώνεται ότι το 1977, όταν οι Rush δημιούργησαν σε
συνεργασία με τον μάνατζερ τους την δική τους δισκογραφική εταιρεία, την ονόμασαν
Anthem Records. Το «Κοντά στον Ουρανό» ήταν και το βιβλίο που σύστησε την Rand στους
Lee και Lifeson.
Πίσω στο χρονικό σημείο που το τέταρτο τους άλμπουμ υλοποιούνταν, όλες αυτές οι ιδέες
περί ατομικότητας και φιλελεύθερης κοινωνίας έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο τελικό
αποτέλεσμα που ακούμε εμείς στην πρώτη πλευρά του άλμπουμ. Ωστόσο, τα λογοτεχνικά
ερεθίσματα του Peart δεν περιορίζονταν μόνο στην Ayn Rand. Διάβαζε φανατικά και
επιστημονική φαντασία, όπως π.χ. τον Samuel R. Delany, συγγραφέα των βραβευμένων
Babel-17, The Einstein Intersection, Nova και της σειράς Return to Nevèrÿon. Μπορεί να
πει κάποιος ότι ήταν φυσικό και επόμενο, όπως και ίδιος ο Peart δήλωσε, να καταλήξει στο
ότι το διάστημα με όλα τα μακρινά και κρυφά του σημεία,που πάντα εξάπτουν την
φαντασία,να είναι το παρασκήνιο της ιστορίας που ο στιχουργός θα στερέωνε το σύμπαν
της ιστορίας του. Όλα τα συστατικά ήταν εκεί.
Η ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ  ΔΟΜΗ ΤΟΥ 2112
Ο ήρωας της ιστορίας ζει σε κάποιο μακρινό γαλαξία, σε μία ήρεμη γωνιά του, και σε έναν
πλανήτη που μοιάζει με την Γη. Η ζωή κυλάει με κανονικότητα, μία ατελείωτη ρουτίνα για
τους περισσότερους, στην πόλη Megadon, όπου ο γκρίζος ουρανός κοσμείται από τα χλωμά
Δίδυμα Φεγγάρια. Η κοινωνία καθοδηγείται, ή σωστότερα διοικείται, από το Ιερατείο της
Σύριγγος.

Σημειώνεται ότι στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Σύριγξ αναφέρεται μία από τις
Νύμφες της Αρκαδίας, την οποία ερωτεύθηκε κάποτε ο θεός Παν. Για να τον αποφύγει, η
Σύριγξ κατέφυγε στις όχθες του ποταμού Λάδωνα και εκεί μεταμορφώθηκε σε καλάμι, από
το οποίο ο θεός κατασκεύασε ένα είδος πνευστού μουσικού οργάνου, τη «σύριγγα», που
πήρε το όνομά της από το όνομα της Νύμφης. Πιθανολογώ ότι η επιλογή αυτή δεν ήταν
τυχαία.
Το Ιερατείο, πέρα από έλεγχο σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, «παρέχει»
ενημέρωση και διασκέδαση στο πιστό πλήθος μέσω της Temple (εκ του Ναού της Σύριγγός)
Paper και του Templevision (ομοίως). Το Κόκκινο Αστέρι της Ηλιακής Ομοσπονδίας είναι το
σύμβολο κάτω από το οποίο ενώνονται όλοι οι πλανήτες που επέζησαν ενός
καταστροφικού πολέμου, που είχε ρημάξει τις αποικίες των ανθρώπων, και έληξε το 2062.
Τα τελευταία 60 χρόνια επικρατούσε ειρήνη, μεν, υπό την ισοπεδωτική για την ατομικότητα
εξουσία του Ιερατείου, δε. Βέβαια, η μέχρι τότε αντίληψη της κοινωνίας, ήταν ότι οι Ιερείς
ήταν σοφοί και μεγαλόθυμοι, φύλακες της ασφάλειας, της ειρήνης και της ισότητας στον
κόσμο.
Μία μοιραία μέρα, κάποια τυχαία περιπλάνηση του ήρωα μας, τον φέρνει σε μία κρυφή
σπηλιά, πίσω από έναν μικρό καταρράκτη, όπου η αυξανόμενη περιέργεια του τον οδηγεί
στο ανήλιαγο βάθος της.Και εκεί θα ανακαλύψει ένα αρχαίο μουσικό όργανο,μια κιθάρα,
την οποία, με λίγο κούρδισμα, θα αρχίσει να παίζει.Δειλά στην αρχή, με λίγη περισσότερη
αυτοπεποίθηση αρχίζει να δημιουργεί μουσική.Αισθάνεται τόσο χαρούμενος με αυτή του
την ανακάλυψη,που αισθάνεται υποχρεωμένος να την μοιραστεί με τους συνανθρώπους
του και κυρίως με την ίδια την εξουσία,νομίζοντας ότι έτσι θα κάνει ευτυχισμένους μέσω
της μουσικής και άλλους.


Παρόλαυτα, το Ιερατείο δεν μοιράζεται την χαρά του ανώνυμου πρωταγωνιστή μας. Τον
ψέγουν και τον κατακρίνουν για το γεγονός ότι τόλμησε να διανοηθεί πως αυτοί δεν
καλύπτουν ήδη όλες τις πνευματικές και ψυχικές ανάγκες του ποίμνιου τους. Και πολύ
επιθετικά τον παροτρύνουν να εγκαταλείψει τις ανόητες προσπάθειες να αναβιώσει κάτι
από την παλιά εποχή, που οδήγησε την κοινωνία σε πόλεμο και καταστροφή.Μάταια
προσπαθεί ο ανώνυμος ήρωας να τους αλλάξει γνώμη. Μην βρίσκοντας ανταπόκριση και
δεχόμενος την χλεύη του Ιερατείου επιστρέφει σπίτι του, μετά από την μοναχική
περιπλάνηση του στα ερημικά δρομάκια της πόλης. Προσπαθεί να ηρεμήσει και πέφτει να
κοιμηθεί.Ο ύπνος του, ανήσυχος και το μυαλό του αναστατωμένο. Βλέπει ένα όραμα, όπου
μία μυστηριώδης μορφή τον ταξιδεύει πίσω στον χρόνο. Συγκεκριμένα στην εποχή που
ανήκει και αυτή η κιθάρα που ανακάλυψε στην σπηλιά. Βλέπει την εξέλιξη του πνεύματος
και τα ανθρώπινα επιτεύγματα, στην κοιτίδα του είδους.Τον πλανητη Γη, που βρίσκεται έτη
φωτός μακριά. Και στο όραμα του αποκαλύπτεται ότι αυτή η μεγάλη παλαιά φυλή
συνεχίζει να ακμάζει και να προοδεύει στον ευρύτερο χώρο γύρω απο την Γη, και θα έρθει
η στιγμή που θα εμφανιστεί και θα γλιτώσει την κοινωνία του ήρωα μας από τις τυραννικές
δαγκάνες της Ηλιακής Ομοσπονδίας, και να γκρεμίσουν αυτό που πρεσβεύει ο Ναός της
Σύριγγος και το Ιερατείο της.
Συγκλονισμένος από το όνειρο, καταφευγει στον τόπο όπου έκανε την ανακάλυψη που του
άλλαξε την ζωή. Εκεί στην σπηλιά, και με τον ύπνο να του διαφεύγει, σκέφτεται ότι είναι
στο τελευταίο του καταφύγιο. Με το κελάρυσμα του καταρράκτη σαν την μοναδική
μουσική υπόκρουση που τον συντροφεύει, συνειδητοποιεί πως του είναι εξαιρετικά
δύσκολο να ζει κάτω από το απολυταρχικό καθεστώς του Ιερατείου και μεσα στην
ελεγχόμενη κοινωνία που εκπορευόταν από αυτό. Η μόνη του παρηγοριά ήταν στον θάνατο
θα ειρηνεύσει η ψυχή του.
Πάνω που ήταν έτοιμος να παραδώσει πνεύμα, έλαβε χώρα η σωτήρια επέμβαση την οποία
είχε ονειρευτεί. Οι Παλαιοί από την Γη ήρθαν, και υπέταξαν τους πλανήτες της Ηλιακής
Ομοσπονδίας, γκρεμίζοντας το Ιερατείο, καταρρίπτοντας το τυραννικό Κόκκινο Αστέρι
και επαναφέροντας την πολυπόθητη ελευθερία στους καταπιεσμένους κατοίκους. Αυτή
όμως είναι μόνο η μία ερμηνεία, που οι Rush αποκάλυψαν στην επανέκδοση του 2112, το
2012. Μέχρι το 2012, η ερμηνεία του τέλους ήταν διαφορετική όπως θα δείτε παρακάτω.
Πέρα από την ευαγγελική αλληλουχία των γεγονότων που περιγράφονται στην ιστορία του
2112, υπάρχει και η ιδεολογική πλευρά. Ο Peart δεν φαίνεται να κατέχει την τυπική
συνείδηση ενός συντηρητικού. Φαίνεται πολύ πιο ριζοσπαστικός και επαναστατικός στις
πεποιθήσεις του. Ο ριζοσπαστισμός τους, ειδικά για το 2112, είναι μια σειρά μουσικών
συνθέσεων με συμβολισμούς, που επικεντρώνονται στην ανάγκη για την ατομική
ακεραιότητα να θριαμβεύσει πάνω στην «παλίρροια της μετριότητας»
.
Μουσικά, οι Rush προσπαθούν να κινηθούν στην τροχιά των μεγάλων αγγλικών progressive rock
συγκροτημάτων των αρχών της δεκαετίας του ’70, όπως οι Yes, οι Genesis, οι Emerson Lake
& Palmer και οι King Crimson. Μέχρι το 2112, είχαν προσεγγίσει συνδυαστικά τις
προοδευτικές τάσεις των Yes με το hard rock των Led Zeppelin, ενώ αναπτύσσονται και οι
ίδιοι ως μουσικοί, με άξονα δύσκολες και εκτεταμένες συνθέσεις, που υποκινούνται από
φιλοσοφικές ιδέες όπως το έργο της Ayn Rand, που θεωρούνται τουλάχιστον
αμφιλεγόμενες.
Η μουσική των Rush αποτελούσε ένα εικονικό δοκίμιο στην «ελευθεριακή (libertarian)
κοινωνική κριτική». Σε τραγούδια όπως το παλιότερο «Anthem» και σε άλμπουμ όπως το
2112, οι Rush προβάλλουν ένα αντιεξουσιαστικό θέμα, με έμφαση στην στήριξη της ατομικότητας, εμπνευσμένο από εικόνες της Rand και, παράλληλα, τοπία επιστημονικής
φαντασίας. Η μουσική τους ωστόσο χαρακτηρίστηκε ως φασιστική από διάφορους
κριτικούς, ένας προσδιορισμός που συχνά στόχευε την ίδια την Rand. Η θεματολογική
σύζευξη της μπάντας με τους λογοτεχνικούς ήρωες της Rand, οδήγησε στο να ερμηνευτεί
από πολλούς ο εγωισμός ως αρετή, στην κοσμοθεωρία των Rush. Έτσι, οι στίχοι του Peart,
έγιναν ένα εικονικός μεταφραστής των ιδεών του Rand, για την γενιά της εποχής μετά τα
60s. Ακόμη και η ίδια η μουσική απηχεί τα επικά μυθιστορήματα της Rand, ακολουθώντας
μια μεγάλης κλίμακας, progressive rock αφήγηση. Με ξεκίνημα το «Overture» και την
φράση «..and the meek shall inherit the Earth», η οποία πάρθηκε από την Καινή Διαθήκη
(κατα Ματθαίον Ευαγγέλιο, στους Μακαρισμούς), και συγκεκριμένα από το «Μακάριοι οι
πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσιν την γην’». Ένα μικρό απόσπασμα από το 1812 Overture
του Τσαϊκόφσκι, το οποίο ήταν ένας μικρός φόρος τιμής από τον Ρώσο συνθέτη στην
υπεράσπιση της πατρίδας του απέναντι στην εισβολή του Ναπολέοντα , στην μάχη του
Μποροντίνο, όπου ο γαλλικός στρατός πέτυχε μία πύρρεια νίκη, που τον ανάγκασε να
αναθεωρήσει τα σχέδια περί εισβολής και να υποχωρήσει, με τον σκληρό ρωσικό χειμώνα
να τον αποδεκατίζει κατά την υποχώρηση.
Αυτό έγινε 3 αιώνες πριν από την ιστορία που
αφηγείται ο ανώνυμος ήρωας στο 2112. Σημειώνεται ότι το εν λόγω κομμάτι του
Τσαϊκόφσκι έχει ακουστεί και στην ταινία V for Vendetta, με ένα από τα κεντρικά της
θέματα την εναντίωση απέναντι στο απολυταρχικό καθεστώς.
Το 2112 είναι από τις πιο σημαντικές εφαρμογές της κοσμοθεωρίας της Rand, στο έργο των
Rush.


Οι Rush καθιερώνουν το «Ιερατείο» ως τον «κακό» ενός φουτουριστικούολοκληρωτικού κόσμου που ονομάζεται Syrinx (Σύριγγα). Στο κομμάτι «The Temples Of Syrinx», το Ιερατείο προσωποποιεί τον δογματισμό στον έλεγχο της λογοτεχνίας, της μουσικής και της τέχνης. Ο ανώνυμος ήρωας εμφανίζεται στο κομμάτι «Discovery», όπου εξερευνά κρυφά τη δημιουργική του πλευρά, μακριά από τις περιοριστικές απαγορεύσεις της ολοκληρωτικής κοινωνίας στην οποία ζει. Η μουσική που προκύπτει εδώ, δεν είναι ούτεδυναμική ούτε τολμηρή, αλλά ήπια, υποδηλώνοντας, ίσως, μια αποφασιστική βεβαιότητα που δεν χρειάζεται να είναι υπερβολική.
Υπάρχουν άμεσοι παραλληλισμοί μεταξύ του ήρωα του 2112 και του πρωταγωνιστή της
Rand στον «Ύμνο». Ενώ ο ήρωας της Rand ανακαλύπτει ξανά τις αρχές του ηλεκτρικού
φωτός και την ιδέα της ατομικής ταυτότητας, ο ήρωας του 2112 ανακαλύπτει την κιθάρα,
την οποία μαθαίνει να κουρδίζει και να παίζει. Όταν, στο επόμενο κομμάτι «Presentation»,
ο ήρωας προσπαθεί να πείσει τους ιερείς για την αξία της ανακάλυψής του, τον
καταδικάζουν επειδή προσπάθησε, κατα την γνώμη τους, να υποκινήσει μια «ατομικιστική
κοινωνική επανάσταση». Στο κομμάτι «Oracle: The Dream», ο ήρωας ονειρεύεται έναν
ουτοπικό κόσμο όπου τα άτομα προοδεύουν και βασιλεύει η δημιουργικότητα, αλλά
γίνεται σαφές στο 6 ο και τελευταίο μέρος, το «Grand Finale», ότι το Ιερατείο δεν πρόκειται
να ανεχτεί τίποτα από όλα αυτά. Τα λόγια «We have assumed control» στο τέλος του
κομματιού, σηματοδοτούν το τέλος της αντιεξουσιαστικής εξέγερσης του ατόμου, και
ταυτόχρονα, το τραγικό τέλος του ανώνυμου ήρωα.
Πάνω στην αρχική ερμηνεία (βίαιος τερματισμός της επανάστασης από το Ιερατείο),
αρκετοί κριτικοί έσπευσαν να ταυτίσουν την νίκη του Ιερατείου, με ένα νεογέννητο
«φασιστικό» σερί των Rush, κατά τα επόμενα χρόνια. Αντί να βλέπουν το τέλος του 2112 ως
δήλωση για τον καταστρεπτικό χαρακτήρα του αυταρχικού κανόνα (όπως στην περίπτωση
της θεοκρατίας της Σύριγγος), άλλοι κριτικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι για τους Rush,
όπως και για την Rand, ο ατομικισμός είναι ο φασισμός. Πολλοί άνθρωποι θεωρούσαν ότι η Ayn Rand είναι εκ πρώτης όψεως φασίστρια. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πιθανώς οι
νέοφιλελεύθεροι της δεκαετίας του ‘60 και του '70, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να
συμφιλιώσουν στο μυαλό τους τον ακραίο ατομικισμό με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον
ακραίο αυταρχισμό
. Ο ατομικισμός, ωστόσο, σίγουρα δεν ισούται με τον φασισμό.
Ακόμη και μερικοί από τους οπαδούς των Rush έκαναν το ίδιο ερμηνευτικό λάθος. Σε
ανεπίσημη έρευνα μεταξύ οπαδών των Rush (μερικοί από τους οποίους γνώριζαν όλους
τους στίχους στο «2112»), ένα ποσοστό πλέον του 70% είχε την εντύπωση ότι οι Rush
έπαιρναν το μέρος του Ιερατείου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, χρήση του πιο
ενεργητικού heavy μουσικού κομματιού από τους Rush για να απεικονίσει τους
ολοκληρωτικούς ιερείς και η συγκριτικά ήπια μουσική για να απεικονίσει τον ανώνυμο
ήρωα από την άλλη, επέφερε σχετική σύγχυση, που μπορεί να οφείλεται σε παρανόηση
της χρήσης διαφορετικών ενορχηστρώσεων.
Την δεκαετία του ‘90 άρχισε να διαφαίνεται η άποψη ότι η progressive rock φαντασίωση
των ουτοπικών κόσμων συνεπάγεται διάσπαση στην διαίρεση μεταξύ πολιτικής και τέχνης.
Δεν χρειάζεται να απορρίψουμε το βάθος της φαντασίας ή το βάθος της τέχνης μόνο και
μόνο επειδή αντιτίθεται στον χαρακτήρα της πολιτικής. Η επανεξέταση αυτή αμφισβητεί
ουσιαστικά οποιαδήποτε αυστηρή ταυτοποίηση μεταξύ του progressive rock και της
αριστερής ιδεολογίας.
Για παράδειγμα, οι στίχοι στο «The Unforgiven» των Metallica, είναι περισσότερο
«βυρωνικοί» από ότι είναι ηττοπαθείς ή κυνικοί. Οι στίχοι μιλάνε για την ιστορία ενός
παιδιού που αγωνίζεται για το δικαίωμα στη ζωή του, μόνο για να συνθλιβεί επειδή απλά
δεν είναι αρκετά δυνατό. Το θέμα του φαίνεται να ταιριάζει με την βυρωνική αίσθηση της
ζωής στην οποία ένα άτομο πρέπει να αγωνιστεί για τις αξίες του με ό, τι έχει, μόνο για να
συντριβεί από έναν κακόβουλο κόσμο. Αυτό παρουσιάζει θεματική ομοιότητα με το 2112
των Rush.

Όλες αυτές οι νύξεις, άμεσες και έμμεσες, στο έργο της Rand δεν βοήθησε πολύ στις
επαφές με τους δημοσιογράφους της εποχής, όπως στην περίπτωση της διαβόητης
συνέντευξης των Rush στην New Musical Express το 1978. Το συγκρότημα περιόδευε στο
πλαίσιο της προώθησης του πέμπτου τους άλμπουμ, A Farewell To Kings, και την 4η
Μαρτίου 1978 έπαιζε στο Λονδίνο, όπου και έδωσαν συνέντευξη στον γνωστό (εκείνη την
εποχή) αρθρογράφο Barry Miles. Μία συνέντευξη η οποία, παρουσιάστηκε από τον
γράφοντα ως μία άποψη για τον «πρωτοφασισμό» που εκπροσώπευε το συγκρότημα.
Αφού χαρακτήρισε μέτρια και μη εντυπωσιακή την συναυλιακή τους απόδοση (μάλλον
προκατειλλημένος από την άποψη που επιθυμούσε να παρουσιάσει), ξεκίνησε μία
κουβέντα με τον 26χρονο τότε Peart, με την παρουσία των 25χρονων Lee και Lifeson,
σχετικά με το θέμα της ατομικότητας που είχε εμπνευστεί από την Rand. Όπως δήλωσε και
ο ίδιος στο άρθρο του, «με όλη τη συζήτηση για το άτομο, ήταν αναπόφευκτο η συνομιλία
να στραφεί στην Ayn Rand – αρχιέρεια της ultra δεξιάς, αντικομμουνιστικής ταξιαρχίας.
Μου φάνηκε πολύ περίεργο ότι ένα rock συγκρότημα της δεκαετίας του 70 έπρεπε να
«ξαναζεστάνει» μία ψυχροπολεμική φιγούρα».
Αυτό που ξεκίνησε ως μία χαλαρή συνέντευξη, κατέληξε σε αντιπαράθεση για τα κοινωνικά,
οικονομικά και πολιτικά θέματα που πραγματεύεται η Rand μέσα από τα βιβλία της. Στην
μία πλευρά, ένας υπερενθουσιώδης Neil Peart, ο οποίος μπορεί να έχει χαθεί κάπου στην
δαιδαλώδη συλλογιστική του και υποστηρίζει ένθερμα ιδέες που ίσως ούτε ο ίδιος
καταλαβαίνει πλήρως. Από την άλλη, ο Barry Miles, κάθετα αντίθετος με την ρητορική της

Rand, φανερά εκνευρισμένος με τον ζήλο του Peart να αφήσει το στίγμα του στον διάλογο.
(Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσετε την συνέντευξη εδώ
https://www.theguardian.com/music/2015/may/13/rush-nme-interview-1978-rocks-backpages )
Με τον Peart, λοιπόν, να υποστηρίζει ότι «είμαστε σίγουρα αφοσιωμένοι στον ατομικισμό,
ως τη μόνη ιδέα που επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι, χωρίς κάποιος να
παίρνει και να στερεί από κάποιον άλλο. Το θέμα για μένα, για την Ayn Rand, είναι ότι η
φιλοσοφία της είναι η μόνη που ρεαλιστικά ισχύει για τον κόσμο σήμερα - με κάθε έννοια.
Εάν πάρετε τις ιδέες της και, στη συνέχεια, τις λάβετε υπόψη και τις προεκτείνετε
περισσότερο στο μυαλό σας, μπορείτε να βρείτε απαντήσεις σε όλα σχεδόν, σε επίπεδο
ατόμου. Βάζοντας το άτομο ως πρώτη προτεραιότητα, όλα μπορούν να λειτουργήσουν με
τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν ποτέ να λειτουργήσουν κάτω από οποιοδήποτε άλλο
σύστημα».

Ο Miles, από την άλλη αναφέρεται στις ιδέες της Rand ως το ακριβώς αντίθετο από τη
χριστιανική φιλανθρωπία και ολόκληρη την ευρωπαϊκή ανθρωπιστική παράδοση. Κατά τον
Miles, η Rand θεωρεί τον «αλτρουισμό ως ασυμβίβαστο με τη φύση του ανθρώπου, με τις
απαιτήσεις της επιβίωσής του και με μια ελεύθερη κοινωνία». Επρόκειτο για φανατική
αντικομμουνίστρια, της οποίας τα βιβλία είναι αφιερωμένα στο να «βοηθούν στην
πρόληψη και στην αποτροπή μιας σοσιαλιστικής Αμερικής», ενώ παράλληλα είναι γεμάτα
με συνεχείς επιθέσεις εναντίον των «κακών του κολεκτιβισμού». Με αυτό τον όρο εννοεί
κομμουνιστικές «φρίκες» όπως δωρεάν ιατρική περίθαλψη, δωρεάν σχολική εκπαίδευση
και παροχές ανεργίας ή ασθένειας. Το σύστημα του πλήρως αδέσμευτου και ελεύθερου
καπιταλισμού (laissez-faire), υποστηρίζει, θα ήταν μια επιστροφή σε ένα σύστημα «δωρεάν
για όλους» χωρίς καθόλου ελέγχους στους εργοδότες και χωρίς κανένα κράτος πρόνοιας.
Είναι ένα σύστημα που εδώ και πολύ καιρό θεωρείται απόλυτα ανεφάρμοστο, ακόμη και
από γνωστούς «κομμουνιστές» όπως ο David Rockefeller (ειρωνικό το σχόλιο). Όμως
υπάρχουν ακόμη μερικοί εξτρεμιστές στα αριστερά της άκρας δεξιάς στην Αμερική και, οι
Rush βρίσκονται στην ίδια πλευρά, μαζί τους.
Το κομμάτι του Barry Miles για τους Rush τελείωσε με τα λόγια «βεβαιωθείτε ότι την
επόμενη φορά που θα τους δείτε, να τους δείτε με τα μάτια σας ανοιχτά και να γνωρίζετε τι
βλέπετε. Εμένα, προσωπικά, δεν μου άρεσε.

Την επόμενη χρονιά, ωστόσο, πάλι κατά την επίσκεψη τους επί βρετανικού εδάφους, στην
Σκοτία, κατά την περιοδεία του θεϊκού Hemispheres και μετά την εμφάνιση τους στο
ιστορικό Apollo της Γλασκόβης, οι Rush ξαναμίλησαν με την New Musical Express, και τον
ανταποκριτή της John Hamblett. Όπως ήταν φυσικό, η επαφή έγινε κάτω από κλίμα
καχυποψίας. Το συγκρότημα υποστήριξε ότι το άρθρο του Barry Miles ήταν ένα πολύ
ανέντιμο. O Peart είχε την εντύπωση τα πήγαινε πολύ καλά με τον Miles. Του έδωσε ακόμη
και τη διεύθυνσή του στη Νέα Υόρκη και του είπα να περάσει όποτε ήταν στη γειτονιά του.
Όλος αυτός ο λεγόμενος «πολιτικός διάλογος» πραγματοποιήθηκε μετά τη λήξη της
συνέντευξης. Απλά κουβεντιάζανε, πραγματικά ήρεμα και ευχάριστα, αλλά στην τυπωμένη
συνέντευξη το διαστρέβλωσε εντελώς, προς διαφορετική κατεύθυνση. Κάτι το οποίο ο Peart
υποστήριξε ότι ήταν πέρα για πέρα ανέντιμο.
Ο Hamblett, έκανε τον δικηγόρο του διαβόλου, βέβαια, σχολιάζοντας ότι «σίγουρα, αν
είπατε πραγματικά τα πράγματα που ανέφερε ο Miles, και τα πιστέψατε ειλικρινά, δεν

έχετε κανένα δικαίωμα να αναστατωθείτε ή να εκπλαγείτε όταν τα βλέπετε σε έντυπη
μορφή.»
Συγκαταβατικά, ο Peart απάντησε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Απλά, η διαφωνία στον όλο
χειρισμό των λεγόμενων του, ήταν ότι ο Miles παρεξήγησε τα λεγόμενα του, ερμηνεύοντας
τα όλα εκτός πλαισίου. Για τον ίδιο τον Peart, το μόνο που έκανε ήταν να υιοθετήσει, για
διαλεκτικούς σκοπούς, μια αντίθετη στάση σε αυτό που θεώρησε ως ουσιαστικά
φιλοσοφικό επιχείρημα, και ο Miles το έκανε να φαίνεται ως πολιτικό δόγμα.
«Μας παρουσίασε ως φανατικούς φασίστες, και αν συνέβαινε αυτό, θα είχαμε τον πρώτο
Εβραίο ναζιστή μπασίστα στον κόσμο», είπε γελώντας ο Peart. «Είναι γελοίο. Δεν είμαστε
φασίστες. Δεν είμαστε ρατσιστές. Αναστατώθηκα πολύ όταν διάβασα αυτό το άρθρο. Στην
Αμερική όταν αποκαλούν κάποιον φασίστα είναι το χειρότερο, το γνωρίζετε;
Αλλά εδώ
(στην Μεγάλη Βρετανία), τώρα συνειδητοποιώ, ότι σε ορισμένα σημεία ο καθένας που δεν
είναι σοσιαλιστής είναι, εξ ορισμού, φασίστας.» Προφανώς και τα άλλα δύο μέλη του συγκροτήματος ένιωσαν άσχημα με όλη αυτή την ιστορία. Ο εβραϊκής καταγωγής Geddy Lee, του οποίου οι Εβραιο-Πολωνοί γονείς επέζησαν του Ολοκαυτώματος και μετανάστευσαν στον Καναδά, ένιωσε ιδιαίτερα προσβεβλημένος,όπως και ο σερβικής καταγωγής Alex Lifeson, του οποίου οι γονείς μετανάστευσαν στον Καναδά αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ο οποίος ξεκαθάρισε πως δεν έβρισκε κανένα ενδιαφέρον στην πολιτική εκείνη την εποχή.
Πέρα από την Any Rand, την μανία της για την ελεύθερη αγορά, την φανατική της αντίθεση
στον «κολεκτιβισμό» και την κυριολεκτική ωδή της σε μία νέα έννοια του εγωισμού, δεν
πρέπει να ξεχνάμε ότι η όλη ιδέα του 2112 είχε ένα πιο εσωτερικό μήνυμα, από το ίδιο το
συγκρότημα. Οι Rush ήθελαν να δείξουν ότι θα παραμείνουν αλύγιστοι στις προσταγές της
μουσικής βιομηχανίας και στην δισκογραφική τους εταιρεία, σχετικά με την χρονική
διάρκεια και το ύφος των τραγουδιών τους, ακόμα και αν αυτή η δισκογραφική τους
απόπειρα θα ήταν και η τελευταία τους. Με θεατρικότητα, και στοχευμένη χρήση της
μουσικής έκφρασης, αυτή η μικρή rock opera που καταλάμβανε ολόκληρη την πρώτη
πλευρά του δίσκου, εξέφρασε οργή, παράπονο για την αδικία και αποφασιστικότητα ότι θα
διατηρήσουν την καλλιτεχνική τους ακεραιότητα και ελευθερία, με κάθε κόστος. Θα
άκουγαν την καρδιά τους, θα αναζητούσαν την καλλιτεχνική ευτυχία τους και θα έκαναν
αυτό που πίστευαν ότι είναι το σωστό.
Όχι πολιτικά μανιφέστο ενάντια στην καταπίεση του
κολλεκτιβισμού, αλλά άρνηση να αφήσουν άλλους να επιβάλλουν τα θέλω τους στο
συγκρότημα. Μία μορφή αντίδρασης ενάντια σε άτομα που πίστευαν ότι ήταν πάνω από
αυτούς. Όποια και να ήταν η βαθύτερη ερμηνεία των ιδεών της Ayn Rand, την δεδομένη
χρονική στιγμή, άγγιξαν μία ευαίσθητη χορδή σε ό,τι αφορούσε την κατάσταση του
συγκροτήματος, σε σχέση με την δισκογραφική τους εταιρεία και τις πολιτικές προσταγές
της μουσικής βιομηχανίας, γενικότερα.
Πέρα από το ομώνυμο, μνημειώδες 2112, υπάρχει και μία δεύτερη πλευρά στο άλμπουμ. Η
οποία χρησιμοποιήθηκε, τρόπον τινά, ως ένδειξη καλής θέλησης, με το συγκρότημα να
δείχνει ότι μπορεί να γράψει και μικρότερα σε διάρκεια τραγούδια, πιο κοντά στο εμπορικό
πνεύμα της δισκογραφίας.
Και για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα, μετά το υποβλητικό,
οπερατικό κομμάτι της πρώτης πλευράς.


Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το εξωτικό «A Passage to Bangkok», μία φανταστική
περιπλάνηση ανά τον κόσμο, που περιελάβανε χώρες όπως η Κολομβία, το Μεξικό, η
Τζαμάϊκα, το Μαρόκο, η Ταϊλάνδη, το Αφγανιστάν, καθώς και το Νεπάλ και τον Λίβανο.
Μόνο που δεν πρόκειται για μία απλή ταξιδιωτική καταγραφή. Αν παρατηρήσατε, οι χώρες
που αναφέρονται έχουν ένα κοινό παρονομαστή. Την παραγωγή, διάθεση και χρήση
ναρκωτικών ουσιών, από την απλή μαριχουάνα, τα παραισθησιογόνα «μανιτάρια», μέχρι
την άκρως καταστρεπτική ηρωίνη και την πανάκριβη κοκαΐνη. Αντλώντας έμπνευση από
ταξιδιωτικά μυθιστορήματα που είχε διαβάσει, ο Peart περιγράφει ένα φανταστικό (δεν
είχαν πάει ποτέ σε κάποιο από τα μέρη που αναφέρουν στο τραγούδι) οδοιπορικό στο
πλαίσιο ναρκοτουρισμού. Γίνεται αναφορά σε δακτυλίους καπνού, «όνειρα από πίπες»,
«διάφορα αρώματα» και φιλόξενοι ντόπιοι που γυρίζουν και προσφέρουν την εκάστοτε
«σοδειά» τους. Τα μέλη του συγκροτήματος, πάντως, πέρα από ένα απλό «τσιγάρο», δεν
είχαν δώσει αφορμή με εξάρτησης τους σε ναρκωτικά, που γενικότερα αποτελούσε μάστιγα
για την rock σκηνή της δεκαετίας του ’70 (και φυσικά και αργότερα). Η εικονική αυτή
προσέγγιση τους στο θέμα των ναρκωτικών, ήταν μία μάλλον αβλαβής και ανάλαφρη
διέλευση τους από τον κόσμο των ναρκωτικών.
Το «The Twilight Zone» που ακολουθεί, είναι ένα πολύ ωραίο, ατμοσφαιρικό κομμάτι, το
οποίο εμπνεύστηκαν από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, που έτρεξε στο αμερικανικό
δίκτυο CBS για 5 σεζόν, από το 1959 έως το 1964. Φανατικοί φίλοι της σειράς, είχαν ήδη
αφιερώσει το προηγούμενο τους άλμπουμ Caress Of Steel, στον δημιουργό της σειράς, Rod
Serling, ο οποίος ήταν και γνωστός ως o «angry young man» του Hollywood, καθώς
συγκρούστηκε με στελέχη της τηλεόρασης και χορηγούς για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων,
όπως η λογοκρισία, ο ρατσισμός και ο πόλεμος. Δύο επεισόδια της σειράς, το «Will the Real
Martian Please Stand Up?» (1961) και το «Stopover in a Quiet Town» (1964) είναι η πηγή
της έμπνευσης για τους στίχους του The Twilight Zone. Και τα δύο αναφέρονται σε επαφή
με εξωγήινα όντα, μέσα από συναρπαστικά σενάρια μυστηρίου και επιστημονικής
φαντασίας. Το πρώτο για μία κούρσα μεταξύ Αρειανών και Αφροδιτιανών για τον
αποικισμό της Γης, ενώ το δεύτερο για μία οικογένεια που καταλήγει να είναι ένα παιχνίδι
(κυριολεκτικά). Απλές ιστορίες, με εκπληκτικές ανατροπές, και μία περίεργη αίσθηση του
χιούμορ ταιριασμένη με ελαφρά ειρωνεία, και άλλες πτυχές της ανθρώπινης φύσης.
Επίσης, ήταν και το πρώτο single από το 2112, με το υπο-κομμάτι «The Temples Of Syrinx»,
από την πρώτη πλευρά του άλμπουμ, να ακολουθεί.
Το ανάλαφρο Led Zeppelin-ικό «Lessons» που ακολουθεί, είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση.
Όχι τόσο λόγω θέματος, αλλά λόγω του ότι είναι μία αποκλειστική σύνθεση του Alex
Lifeson, με τον ίδιο να συνεισφέρει και στίχους. Κάτι από ανεμελιά και νοσταλγία, για να
φωτίσει λίγο την πιο σκοτεινή πλευρά που εξυφαίνεται με τα άλλα κομμάτια.Σαν
παιχνίδισμα και εναλλαγή, απλά υπάρχει για να αποτελέσει γέφυρα για το επόμενο
κομμάτι.
Με την συνδρομή του Hugh Syme το επόμενο κομμάτι, με τίτλο «Tears», έρχεται να αγγίξει
ευαίσθητες χορδές. Μία μπαλάντα, από τις λίγες και άριστες των Rush, αποκλειστική
σύνθεση του Geddy Lee αυτή την φορά, ο οποίος επιμελήθηκε στίχους και μουσική. Ο Hugh
Syme, εκτός από τα πλήκτρα στο Tears, παίζει και τα synthesizer που ακούγονται στην
εισαγωγή του 2112, αλλά ακόμα πιο σημαντικό, είναι ο υπεύθυνος του artwork στο
άλμπουμ (ευτυχώς εκτός από την φωτογραφία του συγκροτήματος). Το εξώφυλλο, καθώς
και ο Starman, ο γυμνός άνδρας που στέκεται μπροστά στο Κόκκινο Αστέρι της Ηλιακής
Ομοσπονδίας, είναι δικό του δημιούργημα. Και από τότε έγινε διαχρονικό σύμβολο για το

συγκρότημα. Το Tears είναι από τους αφανείς ήρωες της δισκογραφίας των Rush, ένα
τραγούδι για την απομάκρυνση και την απώλεια, που στοιχειώνει τον ακροατή με την
μελωδία του.
Η αίσθηση αυτή μουσικά αποδίδεται με το βάθος και τις εναλλαγές από το
mellotron του Syme.
Ένα τέτοιο άλμπουμ θα όφειλε να κλείσει με ένα δυναμικό κομμάτι, τόσο σε μουσική όσο
και στο γενικότερο νόημα του. Τον ρόλο αυτό ανέλαβε το «Something For Nothing». Ένας
τίτλος που εμπνεύστηκε ο Peart από ένα graffiti που είδε τυχαία στο Los Angeles.
«FREEDOM ISN’T FREE» έγραφε σε εκείνο τον τοίχο, και αμέσως άναψε ιδέες στον Peart και
τον ξαναοδήγησε στο μονοπάτι της Ayn Rand. Με αφετηρία αυτές τις εικόνες, μιλάει για
την αυτοεκπλήρωση του ανθρώπου, από την άποψη ό,τι δεν πρέπει απλά να περιμένουμε
να μας έρθουν όλα στο πιάτο, αλλά πρέπει να καταβάλλουμε μόχθο και κόπο και
προσωπική δουλειά για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε στην ζωή. Με όπλο την
ελεύθερη βούληση και την ελεύθερη λήψη αποφάσεων.Κάτι που ταίριαζε και με την
εργασιακή κουλτούρα του ίδιου του συγκροτήματος. Αν και άβολο στην σκέψη, δεν παύει
να είναι αλήθεια. Μάλιστα, στο ίδιο πλαίσιο, ο Peart υποστήριξε ότι όλοι αυτοί οι ύμνοι στο
ανήσυχο αμερικάνικο πνεύμα και την κουλτούρα του ανοιχτού δρόμου έφεραν μια χροιά
απόλαυσης, μια αναγνώριση των κακουχιών της περιπετειώδους ζωής, τροφοδοτούσε την
ιδέα ότι η περιπλάνηση θα μπορούσε να είναι ακούσια, εξορία και ελευθερία μαζί, και εν
τέλει ερχόταν η κατανόηση ότι η ελευθερία δεν ήταν δωρεάν.
2112 ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ(;)
Καθόλου τυχαία, 21:12 είναι η στρατιωτική ώρα για την 9:12 μ.μ. 9/12, με την αμερικάνικη
γραφή, είναι η 12 η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία που είχε τα γενέθλια του ο Neil Peart.
Επιπλέον, η 21 η Δεκεμβρίου (21/12) είναι η ημερομηνία του Χειμερινού Ηλιοστάσιου, η πιο
μεγάλη νύχτα του χρόνου, ημερομηνία εξαιρετικά σημαντική και βοηθητική για πολλούς
πολιτισμούς του παρελθόντος, και η αρχή του Σεληνιακού Ημερολογίου, που αποτελεί
βάση για ημερολογιακούς κύκλους, όπως του Ισλάμ. Επίσης, αν για κάποιο λόγο βρεθείτε
ποτέ στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, και πεινάσετε, μην ξεχάσετε να επισκεφθείτε το
εστιατόριο (κατά βάση μπεργκεράδικο) 2112, κοντά στον καθεδρικό της πόλης, το οποίο
ανήκει σε δύο fans των Rush, τον μπασίστα Peter Ewers και τον κιθαρίστα Björn Gelotte του
γνωστού συγκροτήματος In Flames!

Αξίζει να σημειωθεί ότι η αμήχανη φωτογράφιση με τα φουλάρια, τις ρόμπες και τα κιμονό,
ήταν μία ατυχής έμπνευση του φωτογράφου που είχε προσλάβει η εταιρεία, ο οποίος ήταν
κατά βάση φωτογράφος μόδας. Οι τρεις Rush φόρεσαν κυριολεκτικά ότι υπήρχε πρόχειρο
εκείνη την στιγμή, και από τότε έγιναν αντικείμενο κωμωδίας, μέχρι και την ημέρα που
μπήκαν στο Rock and Roll Hall of Fame, δεκαετίες αργότερα, όπου οι Foo Fighters ντυμένοι
ως άλλοι Rush, έπαιξαν λίγα λεπτά από το 2112, πριν το συγκρότημα ανέβει στην σκηνή. Ο
Alex Lifeson ακόμα γελάει όταν θυμάται την εν λόγω σκηνή, καθώς ο φωτογράφος πρότεινε
να ντυθούν όλοι στα λευκά, και έβαλε έναν ανεμιστήρα να φυσάει κατά πάνω τους. Αρκετά
αμήχανη στιγμή, αν μη τι άλλο!
Το 2112 άλλαξε την μοίρα του συγκροτήματος μια για πάντα, αποτέλεσε θεμέλιο λίθο στην
εξέλιξη του progressive metal, και αγαπήθηκε όσο λίγα άλμπουμ, τόσο από τους οπαδούς
των Rush, όσο και γενικότερα από το αμερικάνικο κοινό που επιζητούσε το δικό του
progressive rock μουσικό όχημα.
Στην χώρα τους έφτασε στο Νο 5 των charts, ενώ στις ΗΠΑ
πήγε μόλις μέχρι το Νο. 61 του Billboard, όπου έμεινε για 37 εβδομάδες, όντας και το πρώτο
άλμπουμ τους που μπήκε στα πρώτα 100 του εν λόγω chart. Ωστόσο, με τα χρόνια, που
άρχισε να ωριμάζει στις συνειδήσεις του κοινού, το 2112 έγινε 3 φορές πλατινένιο (όπερ
σημαίνει πάνω από 3 εκ. αντίτυπα σε πωλήσεις), και παγίωσε τους Rush στην κορυφή ως ένα από τα πιο πειραματικά και εντυπωσιακά συγκροτήματα της εποχής τους. Περιόδευσαν
για πρώτη φορά στην Ευρώπη και από τις ζωντανές ηχογραφήσεις εκείνης της περιοδείας,
στην ιδιαίτερη τους πατρίδα, το Toronto στον Καναδά, προέκυψε η επόμενη τους
κυκλοφορία, το ζωντανό «All The World’s A Stage» που κυκλοφόρησε κι αυτό το 1976. Από
την κυκλοφορία του το 1976, φιγουράρει ψηλά στις δημοσκοπήσεις και στις λίστες με τα
σημαντικότερα ή/και πιο αγαπημένα progressive rock άλμπουμ όλων των εποχών. Και
παρόλο που οι Rush γνώρισαν ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία στα χρόνια που ακολούθησαν
(με αποκορύφωμα το φοβερό Moving Pictures του 1981), το 2112 εξακολουθεί να κατέχει
μία τίμια κερδισμένη θέση, στην καρδιά και το μυαλό όλων των οπαδών των Rush, και όχι μόνο
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
14/8/20/

Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΥΜΕΛΙΑΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 2112
Το “2112” δεν ήταν το πρώτο album των Rush που άκουσα, αλλά σίγουρα ήταν αυτό που με έκανε οπαδό τους, «υποχρεώνοντάς» με σε απανωτές ακροάσεις. Δεν ήταν μόνο τα κομμάτια του που με έκαναν να πατάω πολύ συχνά το “repeat” (όλα τους υπερ-κλασσικά) αλλά και ο κρυστάλλινος ήχος του και η υποδειγματική παραγωγή του (την οποία είχε επιμεληθεί ο Terry Brown μαζί με τα μέλη της μπάντας) που έκαναν τις εμπνευσμένες συνθέσεις του album να ηχούν ακόμα πιο εντυπωσιακές. Με τη χρόνια ενασχόλησή μου με τα κατορθώματα των Rush, καταλάβαινα ολοένα και περισσότερο τη σημασία του album αυτού, ειδικά για τους δημιουργούς του και την μετέπειτα πορεία τους. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που οι ιδιαιτερότητες των Rush (τα high-pitched φωνητικά, οι ιδιαίτερα ψαγμένοι στίχοι, το δυσθεώρητο τεχνικό τους επίπεδο) μπόρεσαν να συνδυαστούν σε ένα πακέτο που εμπορικά, κατάφερε να απευθυνθεί σε πολύ κόσμο και ταυτόχρονα να σώσει την καριέρα των Rush, καθώς- παρά τα αξιόλογα, μέχρι τότε, albums τους- είχαν φτάσει σε ένα εντελώς οριακό σημείο και το “2112” ήταν το “make-or-break” album τους. Ευτυχώς, κατέληξε να γνωρίσει επιτυχία και να πάει τους Rush στο επόμενο επίπεδο, ενώ μαζί με το “Moving Pictures” θεωρούνται από πολλούς (και από τον υπογράφοντα) ως τα κορυφαία και πιο σημαντικά δημιουργήματά τους- αλλά και η ιδανική πρώτη ηχητική επαφή με τη μουσική του θρυλικού Καναδικού trio. Το εντυπωσιακό όμως με το “2112” είναι το πώς καταφέρνει ακόμα και σήμερα, να ηχεί φρέσκο κι ενθουσιώδες, παρά τα 44 χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη του κυκλοφορία... Αλλά έτσι δε συμβαίνει συνήθως με τα καλύτερα albums όλων των εποχών;

Δημήτρης Συμελιάδης
Ο Δημήτρης Συμελιάδης είναι συντάκτης του Metal Hammer.











Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου