THIN LIZZY – LIVE AND DANGEROUS ΙΣΩΣ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ LIVE ALBUM ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

Πως ξεκινάει κάποιος να γράψει για το «Live And Dangerous»;  Για τους Thin Lizzy στο απόγειο της καριέρας τους; Για το δεύτερο ζωντανό ιερό τέρας των seventies μετά το θεϊκό «Made In Japan» των θεών Deep Purple; Ένας δίσκος που έθεσε τα πρότυπα για τα live albums που θα ακολουθούσαν (μαζί με το εξίσου τεράστιο «Strangers In The Night» των U.F.O. που ακολούθησε 8 μήνες αργότερα) Για καιρό δίσταζα να γράψω για το συγκεκριμένο live. Το ειδικό του βάρος, βλέπετε, ο θρύλος που έχει αφήσει πίσω του, το γεγονός ότι έχει παρουσιαστεί και αναλυθεί όσο λίγα live albums στην ιστορία του rock, μιας και πολλάκις έχει φιγουράρει στο πάνω ράφι των καλύτερων live album όλων των εποχών (το καλύτερο για κάποιους), με αποθάρρυναν από το να επιχειρήσω κάτι παρόμοιο.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι απλό από τώρα. Δεν έχει υπάρξει και ούτε πρόκειται να ξαναυπάρξει συγκρότημα σαν τους Thin Lizzy. Δεν λέω «μεγαλύτερο», δεν λέω «πιο επιτυχημένο», δεν λέω «επιδραστικότερο». Μιλάω για αυτό το «κάτι», τον απροσδιόριστο παράγοντα, την αύρα, την ενέργεια, που τους χαρίζει εύκολα μία θέση στο πάνθεο της μουσικής κληρονομιάς του αιώνα που μας πέρασε, στο rock και όχι μόνο.

ΟΙ ΑΝΕΜΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Η χρονιά είναι 1976, μέχρι να δείξουν τα δόντια τους σε όλο τον κόσμο του hard rock, είχαν ήδη περάσει επτά χρόνια «φαγούρας» από την ίδρυση τους, και οι Thin Lizzy ήταν σε θέση να παρουσιάσουν ένα μόνο ουσιαστικό hit στην σταδιοδρομία τους, το «Whisky In The Jar» (το οποίο ήταν, μάλιστα, διασκευή σε ένα παραδοσιακό ιρλανδικό τραγούδι) από το 1972. Το συγκεκριμένο κομμάτι είχε πάει στο ιρλανδικό νο. 1 ως single, ενώ στην Μ. Βρετανία είχε ανέβει επίσης ψηλά, στο νο. 6. Παρόλαυτα, ο χαρισματικός Phil Lynott, δυσαρεστήθηκε κάπως με την επιτυχία του συγκεκριμένου single, διότι κατά την άποψη του δεν ήταν ενδεικτικό της δυναμικής του συγκροτήματος, και θεώρησε ότι η δημοφιλής κέλτικη μελωδία του επισκίαζε τις όποιες άλλες μουσικές ιδέες ήθελε να εξαπολύσει στο κοινό τους.
Ανοίγω παρένθεση: ενδεικτικά, έχει νόημα να καταγράψουμε ότι οι Thin Lizzy δεν είχαν μπει σε κανένα chart με κάποιο από τα 4 πρώτα albums τους (με χρονολογική σειρά: Thin Lizzy – 1971, Shades of a Blue Orphanage – 1972, Vagabonds of the Western World – 1973 και Nightlife – 1974).  Αλλά κάπου εκεί στο 1974, και το album «Nightlife», τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν διαφορετική τροπή.

Οι τροχοί της αλλαγής ξεκίνησαν όταν για πρώτη φορά βρέθηκε μαζί το, κατά προσωπική μου εκτίμηση και κατά πάσα πιθανότητα, καλύτερο κιθαριστικό δίδυμο όλων των εποχών. Ήτοι, οι κ.κ. Scott Gorham εξ Αμερικής και Brian Robertson, εκ Σκωτίας. Όταν ένας φέρελπις ταλαντούχος νέος και φίλος του Lynott ονόματι Gary Moore, που είχε αντικαταστήσει (προσωρινά, όπως φάνηκε στη συνέχεια) τον απογοητευμένο πρώτο τους κιθαρίστα Eric Bell, και που έβαλε το χεράκι του (κυριολεκτικά) για να τελειώσει η περιοδεία του «Vagabonds of the Western World», έφυγε από το συγκρότημα, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Μόνο που ο Lynott δεν θα έμενε έρμαιο των επιλογών του κάθε μουσικού στο συγκρότημα του. Αυτή την φορά αποφάσισε να προσκαλέσει στους Thin Lizzy όχι έναν αλλά δύο κιθαρίστες, με διττό σκοπό. Αρχικά, όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, με την απλή λογική ότι σε περίπτωση που έφευγε ο ένας, θα είχε δεύτερο να τον καλύψει (όταν καείς στον χυλό…φυσάς και το γιαούρτι!). Επιπλέον, θα αποτολμούσε την κιθαριστική προσέγγιση που πρώτοι οι Wishbone Ash είχαν εισάγει στο βρετανικό ροκ (το είχαν δουλέψει και οι Allman Brothers στις ΗΠΑ λίγο παλιότερα), τις αρμονικές, μεγαλοπρεπείς και γλυκές καθαριστικές δισολίες, που έδιναν βάθος, έκταση και ατμόσφαιρα στα τραγούδια, ενώ θα εξυπηρετούσαν ιδανικά το λυρικό στυλ της μουσικής που ο Lynott τόσο πολύ ήθελε να γράφει και να παίζει. Ουσιαστικά, θα ήταν η πρώτη φορά που δύο κιθαρίστες θα ενσάρκωναν την διπλή συγχρονισμένη κιθαριστική επίθεση με περίτεχνα συντονισμένα σόλο. Οι UFO (δεν είναι τυχαίο τελικά!) επίσης το πρωτοχρησιμοποίησαν την διετία 1974-75, αλλά κυρίως με διπλές ηχογραφήσεις των κομματιών από τον Schenker, και ενδεχομένως με συμβολή του μακαρίτη Paul «Tonka» Chapman, σε κάποιες περιπτώσεις. Ωστόσο, αυτοί που το εισήγαγαν στο hard rock και το heavy metal με την μορφή που γνωρίζουμε και σήμερα, ήταν αναμφισβήτητα οι Thin Lizzy.
Ο Καλιφορνέζος Scott Gorham ήταν έτοιμος να τα παρατήσει από την τότε μουσική του καριέρα επί βρετανικού εδάφους. Tο 1973 ο Bob Siebenberg, τότε γαμπρός του Gorham (ο άντρας της αδελφής του) και ντράμερ με τους όχι και τόσο γνωστούς (τότε) Supertramp, έπεισε τον Gorham να τον ακολουθήσει στην Αγγλία, με την ελπίδα να παίξουν στο ίδιο σχήμα. Ο Gorham δεν μπόρεσε να συνεργαστεί με τον φίλο του, οπότε άρχισε να παίζει με μια σειρά από μπάντες σε παμπ εντός Λονδίνου, πριν ξεκινήσει τη δική του μπάντα, τους Fast Buck (για την ιστορία οι Fast Buck έβγαλαν ένα άλμπουμ όλο κι όλο, μετά την αποχώρηση του Gorham, ενώ ο κιθαρίστας τους Ed Hamilton έγραψε το μεγάλο hit «Night Games» για τον Graham Bonnet).

Το 1974, ένας γνωστός του μουσικός, ο Ruan O'Lochlainn, του πρότεινε να πάει στις οντισιόν που πραγματοποιούσε κάποιος … Phil Lynott, ο άτυπα αρχηγός και ένας εκ των ιδρυτών του συγκροτήματος (ο άλλος ήταν ο τεράστιος drummer τους Brian Downey) των Thin Lizzy. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Ο Scott Gorham εξελίχθηκε στον κιθαριστικό πυλώνα του συγκροτήματος, μέχρι το πικρό τους τέλος. Μεγάλος παίκτης, που μπορούσε να σταθεί τόσο ως ρυθμικός όσο και ως lead κιθαρίστας, επιτρέποντας στους εκάστοτε εκρηκτικούς συμπαίκτες του (με εξαίρεση, ίσως, τον εξαιρετικά ήρεμο Snowy White) να φλέγονται επί σκηνής!
Με τον Gorham ως βάση, το δίδυμο συμπληρώθηκε με έναν νεαρό και φασαριόζο Σκωτσέζο, τον 18χρονο Brian Robertson από την Γλασκόβη. Επαγγελματικά, ο ταλαντούχος «Robbo» (όπως τον αποκαλούσε ο Lynott για να τον ξεχωρίζει από τον έτερο Brian, τον Downey), ξεκίνησε ουσιαστικά με τους Thin Lizzy, και σχετικά νωρίς φάνηκε ότιήταν ικανός για το καλύτερο επί σκηνής, αλλά και για το χειρότερο εκτός σκηνής (όπως δυστυχώς αποδείχθηκε στην συνέχεια). Με εφόδια το μεγάλο ταλέντο του, τις επιρροές από Freddie King, Jeff Beck, Eric Clapton και Peter Green, το συγκρατημένα επιθετικό και έντονο παίξιμο του και την φυσική μάγκικη αύρα που απέπνεε επί σκηνής, ο Robertson ήρθε και έκατσε τέλεια με τους υπόλοιπους Thin Lizzy, οι οποίοι πλέον φαίνονταν να εξελίσσονται σε μία μουσική μπάντα-συμμορία, φουλ σε τεστοστερόνη, παρά μία τυπική συνεύρεση τεσσάρων μουσικών. Η αντίθεση που έκανε με τον Scott Gorham, τόσο στην κιθαριστική προσέγγιση, όσο και στην παρουσία, λειτούργησε ως καταλύτης στην πετυχημένη (από κάθε άποψη) συνεργασία τους για τα επόμενα τέσσερα χρυσά χρόνια.
Κλείνοντας την παρένθεση και επιστρέφοντας στο 1974, να πούμε ότι η πρώτη ομαδική τους απόπειρα με το «Nightlife» δεν τράβηξε ιδιαίτερα. Ο νέος παραγωγός (γιατί ως μηχανικός ήχου είχε σημαντική εμπειρία) Ron Nevison, δεν αφουγκράστηκε το όραμα του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να δώσει ένα αδύναμο αποτέλεσμα στο τελικό προϊόν. Ωστόσο, κάποιες καλές ιδέες βρήκαν τον δρόμο στην ηχογράφηση, όπως το ρυθμικό και καταιγιστικό «Sha La La», το «It’s Only Money» με το χαρακτηριστικό groove που θα έβγαινε πολύ πιο δυνατό και σε επόμενες δουλειές τους, η στουντιακή εκτέλεση του «Still In Love With You» (συνδυασμός μιας αρχικής ιδέας του Lynott και του κομματιού «I'll Help You See It Through» του Gary Moore) , το οποίο ζωντανά στο «Live And Dangerous» θα έσβηνε οποιαδήποτε rock μπαλάντα είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε (με εξαιρέσεις μετρημένες στα δάχτυλα των χεριών), και το «Philomena» που ο Lynott έγραψε για την πολυαγαπημένη του μητέρα. Στο «Still In Love With You» έκανε δεύτερα φωνητικά ο Σκωτσέζος τραγουδιστής και τραγουδοποιός Frankie Miller. Κρατήστε αυτό το όνομα για παρακάτω.


Η χημεία του κλασικού line-up άρχισε να γίνεται περισσότερο αντιληπτή στο επόμενο album τους, το οποίο κυκλοφόρησε το 1975, και είχε τον ενδεικτικό τίτλο «Fighting». Αυτή είναι και η απαρχή του χαρακτηριστικού ήχου των Thin Lizzy, με το βομβαρδιστικό rhythm section και το διαρκές παιχνίδι της δισολίας, μέσα από ένα μουσικό καλειδοσκόπιο rock, blues, folk και funk. Με κομμάτια όπως τα «Rosalie» (διασκευή στο ομώνυμο κομμάτι του Bob Seger, με τον οποίο είχαν περιοδεύσει οι Lizzy στην Αμερική, και θα μπορούσε άνετα να το έχει γράψει ο ίδιος ο Lynott), το σκοτεινό «Suicide» (αν αναγνωρίσετε λίγο Maiden και NWOBHM στο κιθαριστικό σόλο, δεν σας γελούν τα αυτιά σας), το ιδιαίτερα μελωδικό «Wild One» με τον έντονα κέλτικο χαρακτήρα (το διασκεύασε και ο κιθαρίστας των Europe, John Norum, στον πρώτο του προσωπικό δίσκο «Total Control» το 1987) και το «Spirit Slips Away», με την μελαγχολική του ακολουθία, οι Thin Lizzy έδειξαν πλέον την προσωπικότητα τους και ξεκάθαρα ανέβηκαν αρκετά επίπεδα πιο ψηλά, σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους.
Το «Fighting» ήταν και ο πρώτος δίσκος τους που μπήκε στα βρετανικά charts, αν και αρκετά χαμηλά, μόλις στο νο. 60. Ίσως ο κόσμος να μην ήταν έτοιμος ακόμα για τους Thin Lizzy. Ίσως να μην τους περίμενε να ανθίσουν περισσότερο καλλιτεχνικά. Τουλάχιστον αυτό αφέθηκε να εννοηθεί από την δεύτερη δισκογραφική τους εταιρεία, την Vertigo (μετέπειτα θυγατρική της Polygram), η οποία είχε εκτιμήσει πως την συνέφερε οριακά να κρατήσει το συγκρότημα, το οποίο, άλλωστε είχε μόνο ένα επιτυχημένο single στην Βρετανία από την εποχή του «Whiskey In The Jar» και ένα album (το πέμπτο τους) που μπήκε χαμηλά στα charts και δεν πέτυχε κάποια ικανοποιητική διάκριση. Συνεπώς, οι υπεύθυνοι διεμήνυσαν σε τόνους διαφόρων αποχρώσεων στο συγκρότημα πως θα είχαν ακόμα μία ευκαιρία να ρεφάρουν, για να το κάνουν εύκολο και στην Vertigo να σταθεί επαρκώς από πίσω τους. Αλλιώς, θα έπρεπε να αρχίσουν να αναζητούν άλλη δισκογραφική στέγη (στην καλύτερη).
Αυτές είναι οι περιστάσεις που αναδεικνύουν πραγματικά από τι είναι φτιαγμένος ο καθένας. Έτσι φτάνουμε στην περίοδο μεταξύ Οκτώβρη 1975-Φλεβάρη 1976. Σε αυτό το σημείο που χαρακτηριστικά αποκαλούμε «make or break». Το έχουμε συναντήσει και σε άλλες περιπτώσεις, που ένα συγκρότημα φέρνει «τούμπα» τα προγνωστικά, όπως π.χ. έκαναν και οι Rush την ίδια περίοδο περίπου, και υπό τις ίδιες συνθήκες, με το περίφημο (πλέον) «2112».

Αυτό ακριβώς πέτυχαν και οι Thin Lizzy με το «Jailbreak» που κυκλοφόρησε το 1976. Αυτό που βλέπει κάποιος σε ένα ακόμα περίτεχνο εξώφυλλο από τον Jim Fitzpatrick (θα ακο ακολουθούσαν κι άλλα τέτοια) είναι η πραγματικότητα που ζούσε το συγκρότημα εκείνη την περίοδο. Εγκλωβισμένοι σαν τα θηρία, έψαχναν να βρουν την μαγική λύση για να ξεφύγουν από την Δαμόκλειο Σπάθη του εμπορικού τέλματος, στο οποίο είχαν περιέλθει. Και το βρήκαν, όχι με μία αλλά με δύο επιτυχίες που ήταν και τα πρώτα singles το δίσκου: το ομώνυμο «Jailbreak» και ένα από τα καλύτερα rock τραγούδια όλων των εποχών, το θρυλικό «The Boys Are Back In Town». Πλαισιωμένα από το επικών διαστάσεων «Emerald», το ταξιδιάρικο «Cowboy Song» και το τζαμπουκαλεμένο «Warriors», το άλμπουμ γράφτηκε μια και καλή στα χρυσά κατάστιχα του βρετανικού (και παγκόσμιου, αν θέλετε την άποψη μου) rock. Φυσικά, δεν έλειπε και αυτή η χαρακτηριστική λυρικότητα και διάθεση του Lynott, με τραγούδια όπως τα «Romeo And The Lonely Girl» και «Fight Or Fall».
Το «Jailbreak» έγινε μία διεθνής επιτυχία, και τους έδωσε άπλετο χώρο και χρόνο για να συνεχίσουν με ασφάλεια τις αριστουργηματικές τους περιπλανήσεις στον κόσμο του hard rock. Ο τρόπος με τον οποίο εξιστορούσαν, στιχουργικά και μουσικά, τις εμπνευσμένες τους συνθέσεις, άγγιξε πολύ κόσμο, και σύντομα βρέθηκαν με ένα δικό τους ακροατήριο και η φήμη τους ως live μπάντα προηγούνταν της έλευσης τους σε κάθε τυχερή πόλη που είχε επιλεγεί για την περιοδεία που θα ακολουθούσε. Και τα δύο singles του album έγιναν επιτυχίες, ώστε έδωσαν και ένα τρίτο με το «Cowboy Song». Το «The Boys Are Back in Town» ανέβηκε ψηλά στα charts (Nο. 1 Ιρλανδία, Nο. 8 Μ. Βρετανία και Καναδά, Nο. 12 στις ΗΠΑ), ενώ το ομώνυμο «Jailbreak» πήγε στο νο. 31 της Μ. Βρετανίας και αρκετά πιο χαμηλά, στο αμερικάνικο Billboard πήγε το «Cowboy Song» (Nο. 77). Το ίδιο το album έγινε χρυσό σε ΗΠΑ (νο. 21), Μ. Βρετανία (νο. 10) και Καναδά (νο.5), ενώ έφτασε μέχρι και το νο. 2 των Σουηδικών charts!
Στο κύμα καύσωνα του καλοκαιριού του ‘76, κανένας σε όλο το φάσμα του rock δεν ήταν τόσο καυτός όσο οι Thin Lizzy. Σύμφωνα με τον Gorham, «Ο Phil είχε εμμονή με οτιδήποτε αμερικάνικο και πραγματικά ήθελε το συγκρότημα να γίνει μεγάλο στις ΗΠΑ». Αλλά επειδή μιλάμε για τους Thin Lizzy, δεν θα μπορούσα να μην αναφέρουμε και την μεγάλη γκαντεμιά που τους έλαχε εκείνη την χρονιά. Αρχικά, οι Thin Lizzy περιόδευσαν στις ΗΠΑ ως support σε διάφορα συγκροτήματα όπως οι Aerosmith, οι Rush και οι REO Speedwagon, και σχεδίαζαν να περιοδεύσουν εκεί ξανά τον Ιούνιο του 1976 με τους Rainbow. Ωστόσο, ο Lynott αρρώστησε με ηπατίτιδα και η περιοδεία ακυρώθηκε, γεγονός το οποίο τους πήγε πίσω αρκετούς μήνες, αλλά και έχασαν την ώθηση της μεγάλης επιτυχίας που είχαν κάνει εκεί με το «Jailbreak». Δυστυχώς, οι μολυσμένες βελόνες που από τότε άρχισε να χρησιμοποιεί ο Lynott, κατέστρεψαν την υγεία του (και δέκα χρόνια αργότερα οι σκόνες και τα άλλα «μαντζούνια» που προσλάμβανε θα του στερούσαν την ζωή).
Παρά την σωματική καταπόνηση του από την ασθένεια, ο Lynott δεν έχασε χρόνο. Κατά την ανάρρωση του ξεκίνησε να δουλεύει τα τραγούδια του επόμενου τους άλμπουμ. Το φανταστικό, δεύτερο σερί αριστούργημα «Johnny the Fox». Το πρώτο, χρονολογικά, εκ των τριών αγαπημένων μου studio album των Thin Lizzy. Τα άλλα δύο, το «Black Rose» και το «Thunder And Lightning» ανήκουν σε άλλο στόρυ, μιας και κυκλοφόρησαν μετά το «Live And Dangerous»!
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε τον Αύγουστο του 1976 και το κλίμα μεταξύ του νεαρο
ύ Robertson και του ηγέτη Lynott ήταν σχετικά τεταμένο, όπως π.χ. στην περίπτωση του ύμνου «Don’t Believe A Word», όπου ο καθένας ήθελε να περάσει την δική του εκδοχή (παρεμπιπτόντως, η αρχική ιδέα που παρουσίασε ο Lynott στους υπόλοιπους κυκλοφόρησε κανονικά στο «Back On The Streets» του Gary Moore, λίγα χρόνια αργότερα, και ακόμα πιο μετά στο δεύτερο τεράστιο live των Lizzy, το «Live Life»). Αργότερα, ο Robertson δήλωσε ότι υπήρχε άφθονο υλικό προς επιλογή για το album, έως και οκτώ ή εννέα κομμάτια πέρα από τα δέκα που εμφανίστηκαν στην τελική κυκλοφορία. Ωστόσο, ο παραγωγός του album John Alcock ισχυρίστηκε ότι το πρόβλημα ήταν ο παραπανίσιος χρόνος που ο Lynott χρειάστηκε για να τελειώσει τα τραγούδια, καθώς επίσης και ότι ορισμένα κομμάτια, όπως το «Boogie Woogie Dance», δεν ήταν αρκετά δυνατά για να μπουν στο album. Ο Lynott δούλεψε όλο το περιεχόμενο του album με βάση τον προσωπικό του κώδικα, δηλαδή αδαπάνητο λυρισμό από Κέλτικη μυθολογία, ιρλανδική ιστορία και προσωπικά βιώματα. Έτσι, εκτός από το κορυφαίο «Don’t Believe AWord», για αρχή έχουμε τους δίδυμους κεραυνούς «Johnny» και «Rocky», με το υπέροχο «Borderline» να χαλαρώνει την ατμόσφαιρα στη συνέχεια, και τον μικρό θησαυρό «Fool’s Gold». Η δεύτερη πλευρά ξεκινάει με το ρυθμικό και ξεσηκωτικό «Johnny the Fox Meets Jimmy the Weed», παρακάτω βρίσκεται η ανατριχίλα με τίτλο «Massacre» (το οποίο διασκεύασαν χρόνια αργότερα οι Iron Maiden, ως b-side στο single τους «Can I Play With Madness»), ενώ έχουμε και τα συναισθηματικά, νοσταλγικά «Old Flame» και «Sweet Marie», με το συνοπτικό «Boogie Woogie Dance» να κλείνει τον δίσκο.  Σημειώνεται ότι σε κάποια φάση, εμφανίστηκε και ο Phil Collins των Genesis για να παίξει drums σε κάποια κομμάτια (άγνωστο σε ποια) επειδή τον προσκάλεσε ο Lynott, με τον οποίο έκαναν παρέα!

Το «Johnny The Fox» κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1976, και ήταν μία ακόμη επιτυχία για τους Thin Lizzy, που είδαν το album τους να ανεβαίνει μέχρι το νο. 11 των βρετανικών charts και να γίνεται χρυσό. Μάλιστα, το single «Don't Believe a Word» πήγε μέχρι το νο. 2 στην Ιρλανδία και στο νο. 12 των αντίστοιχων charts στην Μ. Βρετανία. Δυστυχώς, στις ΗΠΑ, εν μέρει και λόγω της ασθένειας του Lynott, που είχε ως αποτέλεσμα την διακοπή της προηγούμενης περιοδείας τους εκεί, το album τερμάτισε πολύ χαμηλότερα, μόλις στο νο. 52, με την ίδια επίδοση και στον Καναδά.
Η περιοδεία για την προώθηση του «Johnny The Fox» ήταν επιτυχημένη, με τους Clover του Huey Lewis (ναι, αυτού που έκανε πάταγο στις ΗΠΑ την δεκαετία του ’80 με το συγκρότημα του, Huey Lewis & The News!) ως support στις εμφανίσεις τους επί βρετανικού εδάφους. Οι εμφανίσεις τους ήταν φωτιά, ήταν η πεμπτουσία του live. Αν κάποιος έχασε την ευκαιρία να τους δει ζωντανά τότε, ουσιαστικά έχασε την ευκαιρία να δει ένα από τα καλύτερα live όλων των εποχών, και μία από τις πιο δυνατές live μπάντες, σε όλο της το μεγαλείο. Από τις εμφανίσεις τους στον ναό Hammersmith Odeon του Λονδίνου, εκείνη την περίοδο, ηχογραφήθηκαν αρκετές ώρες υλικού, με σκοπό την μελλοντική χρήση σε κάποιο live album. Και τώρα, μάλλον, καταλαβαίνετε για ποιο live μιλάμε!
Φυσικά, αυτή η συνεχόμενη άνοδος των Lizzy, δεν θα μπορούσε να μην χτυπηθεί από την κατάρα που τους κατάτρεχε, και πάλι πριν το αμερικάνικο σκέλος της περιοδείας τους. Μέχρι και σήμερα, κάθε πλευρά παρουσίαζε μία διαφορετική εκδοχή των γεγονότων, αλλά το αποτέλεσμα παρέμεινε το ίδιο. Το Speakeasy Club στο Λονδίνο έγινε ο χώρος που ενδεχομένως θάφτηκε η τελευταία μεγάλη ευκαιρία των Thin Lizzy για να κάνουν το μεγάλο «μπαμ» στην Αμερική. Ο φίλος, συμπατριώτης και συνδαιτημόνας του Brian Robertson για εκείνο το βράδυ, Frankie Miller, βρέθηκε, πάνω στη στιγμή, να παίζει επί σκηνής με το συγκρότημα των Gonzalez, ώσπου, όντας πολύ μεθυσμένος, άρχισε να προσβάλλει τον κιθαρίστα Gordon Hunte. Στα καμαρίνια, η ένταση κλιμακώθηκε, και ο Hunte άρχισε να κραδαίνει ένα σπασμένο μπουκάλι, στοχεύοντας σε κατάσταση αμόκ τον Miller. Απλώνοντας το χέρι του για να εμποδίσει το μπουκάλι να φτάσει στα μούτρα του Miller, ο Robertson άπλωσε το χέρι του. Το σπασμένο γυαλί διαπέρασες αρτηρία και νεύρα, φτάνοντας στους τένοντες του καρπού. Σε αντίποινα, ο Robertson έσπασε το πόδι (!) του Hunte, έσπασε την κλείδα κάποιου άλλου που τον πλησίασε, και τελικά σωριάστηκε αναίσθητος από χτύπημα στο κεφάλι (πάλι με μπουκάλι!). Πλήρες ιατρικό δελτίο για την βραδιά. Με την τότε διάγνωση, υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να μην ξαναπαίξει ποτέ κιθάρα ο Robbo.
Έξαλλος ο Lynott, παίρνει άμεσα το «κεφάλι» του Robertson και τον απομακρύνει από τους Thin Lizzy. Στην θέση του ήρθε, σε ρόλο «από μηχανής θεού», ο παλιός φίλος του Lynott, Gary Moore, μπας και σωθεί η παρτίδα σε μεταχρονολογημένες εμφανίσεις στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, όπου θα έδιναν τις τέσσερις, θρυλικές πλέον, live μάχες με τους superstar Queen. Για την ιστορία, από τέσσερεις καταγεγραμμένες ανταποκρίσεις, το αποτέλεσμα κατέληξε ισόπαλο 2-2, με τους Queen να παίρνουν κεφάλι 2-0 αλλά με τους Thin Lizzy να αντεπιτίθενται στις επόμενες δύο πόλεις και να ισοφαρίζουν. 
Παρόλη την επιτυχία που είχαν, ο Moore εγκατέλειψε για ακόμη μία φορά τους Thin Lizzy, θέλοντας να αφεθεί στους αυτοσχεδιασμούς των Colosseum ΙΙ στους οποίους ήταν και πριν βοηθήσει τους Lizzy. Σύμφωνα με τον Lynott, είχε πολύ υψηλές βλέψεις σαν καλλιτέχνης, αλλά ήταν περισσότερο στο jazz rock και σε πολύ τεχνικά πράγματα. O Robertson, από την άλλη μιλούσε, με τον Jimmy Bain (επίσης συμπατριώτη του και πρώην Rainbow) για να φτιάξουν ένα δικό τους συγκρότημα, το οποίο παρεμπιπτόντως το έκαναν με τους Wild Horses το 1978. Παρόλο που ο Lynott δοκίμασε τον Jimi Slevin (διάδοχο των Gary Moore και Paul Chapman στους Skid Row) για την θέση του δεύτερου κιθαρίστα, το γλυκό δεν έδεσε, και έτσι πέταξαν στον Καναδά ως τρίο, προκειμένου να ηχογραφήσουν το όγδοο τους album, το περίφημο, και κατά πολλούς κλασικότερο άλμπουμ αυτής της περιόδου τους, το «Bad Reputation».
Το θέμα τώρα ήταν να διασφαλίσουν ότι το νέο album τους θα τους επαναφέρει στα αμερικάνικα charts. Άλλωστε, ο ίδιος ο τίτλος του ήταν μία ειρωνική αντανάκλαση για την κακή σχέση που είχαν αποκτήσει με τους Αμερικάνους promoters και τα στελέχη της εκεί δισκογραφικής τους εταιρείας, Mercury Records, που είχαν ρίξει την πετσέτα στο καναβάτσο προσπαθώντας να κάνουν τους Thin Lizzy μεγάλους στην Αμερική. Ο Cliff Bernstein, τότε ο  υπεύθυνος A&R (Artist and Repertoire manager) της μπάντας στην Mercury  (και αργότερα manager των Def Leppard) είπε ότι ένιωθε τεράστια απογοήτευση κάθε φορά που έβλεπε τους Thin Lizzy να τα καταστρέφουν όλα συνεχώς όταν στόχευαν την Αμερική, και κάπως έτσι, «στο τέλος απλά παύεις να ασχολείσαι και προχωράς σε άλλα πράγματα». Σε λιγότερο από ένα χρόνο, είχαν εκπέσει από το να συγκρίνονται επί ίσοις όροις με τον Bruce Springsteen, στο να πάψουν να συζητιούνται εντελώς. Το «Bad Reputation» θα ήταν μία ύστατη προσπάθειά να διορθώσουν την κατάσταση. Όπως είπε και ο Downey, «oι διοργανωτές αμφισβητούσαν ανοιχτά πλέον την αξιοπιστία του συγκροτήματος. Μετά από αυτό, δεν είχαμε καμία πιθανότητα να πετύχουμε στην Αμερική, εκτός αν είχαμε ένα τεράστιο hit».
Ο Gorham ανέλαβε, με τις ευλογίες του Lynott, όλα τα κιθαριστικά μέρη του album στο στούντιο. Ωστόσο, και σωστά σκεπτόμενος ότι δύο κιθαρίστες θα ήταν απαραίτητοι με το που έβγαιναν σε περιοδεία, ο Gorham παρότρυνε τον Lynott να δεχτεί τον Robertson πίσω στο συγκρότημα, και μάλιστα άφησε τα «Opium Trail» και «Killer Without A Cause» χωρίς σόλο, προκειμένου να εμπλακεί σε αυτά ο «άσωτος υιός» Robertson. Δεν υπάρχει έστω ένα μέτριο τραγούδι στα εννέα που έφτασαν στο τελικό mix. Εκτός από τα δύο προαναφερθέντα, έχουμε το υπέροχο «Soldier Of Fortune», το groovy ομώνυμο «Bad Reputation», το σαρωτικό «Opium Trail», το ανέμελο «Southbound», το απίστευτακολλητικό «Dancing in the Moonlight (It's Caught Me in Its Spotlight)», το ρυθμικά συμπαγές «Killer Without A Cause», το όμορφο στην λιτότητα του «Downtown Sundown», τον πιστό φίλο που ακούει στο όνομα «That Woman's Gonna Break Your Heart» και το «Dear Lord» να κλείνει ένα εξαιρετικό από κάθε άποψη album. Άχαστο, από όποια πλευρά και να το δει κανείς, και φέροντας με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την ηχητική σφραγίδα των Thin Lizzy. O πολύπειρος παραγωγός Tony Visconti (T-Rex και David Bowie, μεταξύ άλλων) βοήθησε με την σειρά του, ώστε να προκύψει το καλύτερο δυνατό ηχητικό αποτέλεσμα. Ένα αποτέλεσμα που δεσμεύτηκε να δώσουν στο κοινό, καθώς το άγχος άρχισε να οδηγεί σε μεγαλύτερες καταχρήσεις και αποφυγές μέσω αχαλίνωτων πάρτι, που επηρέαζαν και την ηχογράφηση του δίσκου. Στο τέλος, ο Visconti τηλεφώνησε στον manager τους Chris O’ Donnell, ο οποίος ήρθε «κακήν κακώς» στον Καναδά που ηχογραφούσαν και τους εξήγησε απλά και ξάστερα την κατάσταση: «Έχετε χάσει τον κύριο κιθαρίστα σας, το τελευταίο σας album απέτυχε εμπορικά στην Αμερική, και στην Βρετανία το punk αρχίζει να κάνει κουμάντο, οπότε αν τα σκα**σετε με αυτό το album σας, αυτό θα είναι και το τέλος της καριέρας σας».
Το άλμπουμ έφτασε εύκολα μέχρι το βρετανικό νο. 4 και έγινε χρυσό (και αυτό), αλλά στην Αμερική το παιχνίδι φαινόταν να χάνεται, μιας και μετά βίας μπήκαν στο top-40 του Billboard (έφτασαν μέχρι το νο. 39). Τουλάχιστον πήγε αρκετά καλά στις σκανδιναβικές χώρες, και εδραίωσε το συγκρότημα ως μεγάλη επιρροή στα συγκροτήματα που θα αναδεικνυόντουσαν ως μεγάλα αστέρια την δεκαετία του ’80, όπως π.χ. τους Europe, οι οποίοι λάτρευαν (και κατά δήλωση τους) τους Thin Lizzy. Από το εξώφυλλο του «Bad Reputation» απουσίαζε χαρακτηριστικά ο Brian Robertson, ένα ακόμα τίμημα για το χάος που προκάλεσε, ενώ του πιστώθηκε ο ρόλος του «session player», ο ρόλος του εξωτερικού επισκέπτη. Οι τεταμένες σχέσεις του Robertson με τον Lynott δεν τους εμπόδισε να εμφανιστούν ως headliners στην δεύτερη μέρα του πολύκροτου φεστιβάλ του Reading το 1977 (όταν ακόμα έπαιζαν δυνατά συγκροτήματα), με το support συγκρότημα τους για την περιοδεία του «Bad Reputation», τους Graham Parker & The Rumour, και με special guest τους Aerosmith, που τότε ήταν απλά τεράστιοι στην Αμερική.
Αυτή η περιοδεία θα ήταν και η τελευταία που έκαναν οι Thin Lizzy με τον Brian Robertson, και ουσιαστικά με την επόμενη κυκλοφορία θα επισφραγιζόταν το τέλος της κλασικής τετραμελούς σύνθεσης. Το αυστηρό πρόγραμμα του Visconti άφηνε πολύ στενά χρονικά περιθώρια για να αναλάβει από την αρχή, εκείνη την περίοδο, ένα ακόμα studio album. Μετά από πρόταση του Lynott, πέρασαν δύο εβδομάδες μαζί, επιλέγοντας υλικό από ζωντανές ηχογραφήσεις (πάνω από 30 ώρες υλικού), με στόχο να κυκλοφορήσει ένα διπλό live album, εφάμιλλο των εκρηκτικών ζωντανών τους εμφανίσεων. Όλο το καλοκαίρι του ’76, το μόνο που άκουγαν στο αμερικάνικο ραδιόφωνο, καθώς περιόδευαν εκεί, ήταν το «Frampton Comes Alive» του Peter Frampton. Αν κατάφερε να το κάνει ο Frampton (με το χαλαρό και χαρωπό rock που έπαιζε), σκέφτηκε ο Lynott, πόσο καλύτερα θα μπορούσαν να το κάνουν και αυτοί; Αποδείχτηκε σωστός. Και τυχερός, διότι αν ο Visconti δεν δήλωνε κώλυμα λόγω των υπόλοιπων κλεισμένων υποχρεώσεων του, μπορεί και να μην είχαμε «Live And Dangerous» σήμερα!
 Ήταν πλέον φανερό σε εκείνο το σημείο ότι το live ήταν το φυσικό περιβάλλον για τους Thin Lizzy, και κάπως αυτό έπρεπε να αποτυπωθεί ως παρακαταθήκη, ως τεκμήριο της απίστευτης ενέργειας που έβγαιναν στις συναυλίες τους. Η αναζήτηση του υλικού δεν περιορίστηκε μόνο στην περιοδεία του «Bad Reputation», αλλά πήγε και πιο πίσω στην προηγούμενη περιοδεία τους για το «Johnny The Fox». Δύο ημερομηνίες «μαρκαρίστηκαν» για επεξεργασία. Αυτή της 14.11.1976 στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου, από την περιοδεία του «Johnny The Fox», και της 28.10.1977, στην καναδική περιοδεία, και συγκεκριμένα στο Τορόντο, στο Seneca College Fieldhouse. Χρόνια αργότερα, o Visconti αποκάλυψε ότι είχαν ηχογραφήσει και ελέγξει τα live από το Tower Theatre της Φιλαδέλφειας στις ΗΠΑ, μία εβδομάδα πριν το Τορόντο (20-21.10.1977). Μάλιστα, ακούστηκε ότι το «Southbound» δεν ήταν παρά μία ηχογράφηση από soundcheck στο Tower Theatre, στην οποία προστέθηκαν οι ιαχές του κόσμου από άλλα σημεία. Φημολογείται πάντως ότι η μπίλια έκατσε (κατά πάσα πιθανότητα) στην εμφάνιση του Hammersmith (ή σε περισσότερες από εκείνες της σερί συναυλίες στον ίδιο χώρο). Η τελική παραγωγή έγινε τον Ιανουάριο του 1978 στο Παρίσι, όπου εκείνη τηνχρονιά έγινε ένα είδος «Μέκκας» για τον Lynott, οπότε και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με χρήσεις και καταχρήσεις άρχισαν να επιδεινώνονται σημαντικά.
Τον Ιούνιο του 1978, οι Thin Lizzy απελευθέρωσαν στο υποψιασμένο κοινό αυτό που όλοι γνώριζαν αλλά δεν ήταν καταγεγραμμένο σε βινύλιο. Όχι το μυθικό Κράκεν, αλλά κάτι δυνατότερο. Το για πολλούς καλύτερο live album όλων των εποχών, με τίτλο που αντικατοπτρίζει απόλυτα το πνεύμα με το οποίο οι Thin Lizzy προσέγγιζαν την σκηνή: «Live And Dangerous».
LIVE AND DANGEROUS: ΤΙ ΚΡΑΤΑΕΙ Ο ΑΚΡΟΑΤΗΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ
Ο χαρισματικός Phil Lynott ήταν, το δίχως άλλο, μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες στο χώρο του rock. Εκεί ψηλά με προσωπικότητες όπως ο Lemmy, o Bon Scott και ο Freddie Mercury. Δεν υπάρχει άλλο εξώφυλλο άλμπουμ, εκτός του «Live And Dangerous» που να γίνεται πιο αισθητή η δύναμη και η αύρα που έβγαζε αυτός ο φοβερός τύπος. Αναμφίβολα ο σταρ των Thin Lizzy, και φυσικός τους ηγέτης, από μαύρο Βραζιλιάνο πατέρα, και Ιρλανδή μητέρα, συνδύαζε τον αέρα του Jimi Hendrix με την σοφία και ποίηση του δρόμου, όπως την εξέφραζε ο συμπατριώτης του Van Morrison. Οι επιρροές ξεκινούσαν από τα σχήματα της Motown (R&B και soul) και το ‘60s folk rock των The Mamas and the Papas, και κατέληγαν μέχρι τον Jimi Hendrix (αρκετά προφανές μπορώ να πω), τον Van Morrison και τον Bob Dylan, τον Jeff Beck και το hard rocking blues των Free. Ένας σωστός «αρχηγός αγέλης», με παραδοσιακές αξίες, έντονη ζωή και ακόμα πιο έντονα πάθη, από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. Μετρημένα προκλητικός, «αρσενικός» με υπερβολικά δυναμικό (οριακά επιθετικό) τρόπο, έξυπνος, ετοιμόλογος και αστείος (σαν σωστός Ιρλανδός), συναισθηματικός, χαλαρός και υποστηρικτικός σε άλλες περιπτώσεις, o Lynott μαγνήτιζε το κοινό και το κρατούσε στο χέρι, από το πρώτο κιόλας λεπτό, χρησιμοποιώντας μάλιστα και το μπάσο του, έχοντας αντικαταστήσει το πλαστικό pickguard του με ένα κομμάτι καθρέφτη που άστραφτε καθώς οι προβολείς αντανακλούσαν επάνω του. Είναι από τις μεγάλες αμαρτίες στην ιστορία του rock, που η ηρωίνη θα χαράμιζε έναν τόσο ιδιαίτερο και ταλαντούχο καλλιτέχνη, θα ρουφούσε σταδιακά την ζωή από μέσα του, θα τον έκανε ψεύτη, δύσκολο και θα κατέστρεφε τις οικογενειακές του σχέσεις. Φαινομενικά, μόνο δύο άτομα μπορούσαν να σταθούν με σθένος στο πλευρό του. Το ένα ήταν η μητέρα του Philomena Lynott.
Το άλλο ήταν ο βράχος, η ήρεμη δύναμη των Thin Lizzy, o άπαιχτος drummer τους, ο Brian Downey. Γέννημα-θρέμμα του Δουβλίνου, του άρεσε πολύ η jazz, αλλά και κλασικά rock συγκροτήματα από την δεκαετία του ’60, όπως οι Kinks, οι Beatles και οι Rolling Stones. Σε καμία περίπτωση ένας υπερβολικά τεχνικός ή επιδειξίας drummer, που δεν διέθετε την εικόνα και την στόφα ενός rock star (σε τέλεια αντίθεση με τον Lynott), o Downey ήταν απλά ο τέλειος παίχτης για τους Thin Lizzy. Οι ρυθμοί και τα μοτίβα που αναπαρήγαγε στο στούντιο και στις συναυλίες ήταν απολαυστικά, θεμελίωναν ιδανικά τα τραγούδια, και ήταν μαιτρ της οικονομίας και αποτελεσματικότητας στο παίξιμο, που εγώ προσωπικά μπορώ άνετα να τον συγκρίνω με τον μεγάλο Jeff Porcaro των Toto. Αλλά για τον Lynott, η μεγαλύτερη υπόθεση ήταν ότι παρέμεινε μαζί του μέχρι το τέλος.
Το κιθαριστικό δίδυμο-φωτιά των Gorham και Robertson, με ένα ελαφρύ κούρδισμα προς τα κάτω (ένα ημιτόνιο) απέκτησε ένα πιο βαρύ και δυναμικό ήχο, κάτι που είχε κάνει πρώτος ο Hendrix παλιότερα. Πρακτικά, εξελίσσουν το στυλ των Wishbone Ash και δημιουργούν την πλατφόρμα πάνω στην οποία τόσοι και τόσοι πάτησαν, ως προς τον τρόπο που γραφόταν και παιζόταν μουσική από δύο κιθαρίστες. Εντυπωσιακοί σαν υπερήρωες, με τις δύο Gibson Les Paul τους να εκτοξεύουν ατελείωτες ριπές ηλεκτρισμού ξεχωριστά και συντονισμένα, δεν χαλάλιζαν τίποτα και σε κανέναν.
Με το πρώτο άγγιγμα της βελόνας στο βινύλιο, έχουμε την ιδανική αρχή με το «Jailbreak», από το ομώνυμο τους album του 1976. Γεμάτο μελωδία και κοφτά, ρυθμικά riff, ξεσηκώνει αμέσως το εύφλεκτο κοινό, που δεν θέλει πολλά-πολλά για να αρχίσει να επευφημεί τους Lizzy με το καλημέρα (ή πιο σωστά καλησπέρα, μιας και ήταν βράδυ η συναυλία). Η σειρήνα πριν τα σόλο βοηθάει στην δημιουργία κλίματος αναρχίας στις τάξεις του κόσμου.
Το τραγούδι που ακολουθεί είναι πάλι από το «Jailbreak» και είναι μαγικό. Απλά επικό. Ο Lynott αναζητά Ιρλανδικό αίμα στο κοινό, και αναγγέλλει το «Emerald». Αιθέριο, ιαμβικό, ιστορίες για μάχες και συγκρούσεις, μπολιασμένες με το πάθος του Lynott για την ιρλανδική μυθιστορία, που ήταν ένα ακόμα αγαπημένο του θέμα έμπνευσης, πέρα από τα βιώματα του και τον δρόμο, με τα καλά του και τα κακά του. Αν δεν πειστήκατε με το «Jailbreak» που ξεκινάει το album, το «Emerald» θα ξεκαθαρίσει το πρόβλημα μια και καλή. Απίστευτα τα κιθαριστικά μέρη, τόσο στις δισολίες όσο και στα ξεχωριστά σόλο όπου ανταλλάσσουν πυρά οι Gorham και Robertson.
Ώρα για λίγη χαλάρωση, και είναι η κατάλληλη στιγμή για το «Southbound», από το «Bad Reputation». Τραγούδι που συνάδει με την ταξιδιάρικη και ανήσυχη φύση του Lynott, όπως όταν πρωτοπήγε νότια στο Λονδίνο από το Δουβλίνο, στις αρχές της καριέρας τους. Τραγικά έρχεται στο μυαλό και η φευγαλέα μοίρα του. Παρόλαυτα, ταιριάζει απόλυτα ο χαρακτήρας του αφηγητή, του περαστικού ταξιδιώτη που έρχεται και φεύγει ελεύθερος, όποτε το επιλέξει ο ίδιος, με την φυσιογνωμία του αλήτη ποιητή Phil Lynott.
Η πρώτη πλευρά του album κλείνει με το «δανεικό» από τον Bob Seger «Rosalie», με την προσθήκη του θέματος «Cowgirl’s Song», που επιμελήθηκαν οι Lynott και Downey. Κάπου εκεί στην μέση του κομματιού, ο Lynott δίνει μικρόφωνο στο κοινό, που χειροκροτεί ρυθμικά και έχει πάρει φωτιά σαν καμίνι. Όλος ο χώρος δονείται από τις ατάκες του Lynott και τις εκδηλώσεις του κόσμου.
Γυρνώντας το βινύλιο και βάζοντας πάλι σε κίνηση τις στροφές, ακούγεται το πιο πρόσφατο (για την εποχή) hit του συγκροτήματος, το ανέμελο «Dancing in the Moonlight (It's Caught Me in Its Spotlight)». Φήμες λένε ότι ο Lynott είχε στο μυαλό του τους υποστηρικτές της αγαπημένης του Manchester United όταν το έγραφε, ελαφρώς στο πνεύμα του «Moondance» από τον επίσης αγαπημένο του Van Morrison. Οι Thin Lizzy αποδεικνύουν εμφατικά ότι δεν σνομπάρουν τα άλλα μουσικά είδη, παραδίδοντας ένα κομμάτι με swing και jazz γυρίσματα, παιχνιδιάρικη διάθεση και το πολύ όμορφο σαξόφωνο του John Earle από το support group τους, τους Graham Parker & The Rumour (στην στούντιο εκτέλεση το σόλο σαξόφωνο είναι από τον John Helliwell των Supertramp). Απλά, ένα από τα πιο αγαπημένα τραγούδια των fans.
Σε διάστημα μικρότερο των τριών λεπτών ακούμε την κραυγή αγωνίας του «Massacre», που ακολουθεί. Σχεδόν πολεμοχαρές, από αυτά τα τραγούδια με τον καλπάζοντα ρυθμό που τόσο πολύ αγαπάμε, και επηρέασαν καλλιτέχνες όπως οι Maiden (άλλωστε όπως προείπα, το διασκεύασαν ως b-side σε single τους). Σκοτεινό, βιωματικό με παραλληλισμούς για τον ίδιο τον Lynott, για τους προσωπικούς του «δαίμονες».
Και κάπου εδώ έρχεται το δεύτερο προσωπικό μου highlight του album μετά το «Emerald». Η μπαλάντα που τελειώνει όλες τις μπαλάντες. Το «φτωχό» «Still In Love With You» που πρωτοακούσαμε στο «Nightlife» του 1974, αποθεώνεται σε μία live εκτέλεση δίχως προηγούμενο, προκαλώντας την καρδιά και τα συναισθήματα με κάθε του δευτερόλεπτο. Ωδή στον χαμένο έρωτα από τις λίγες, σε όλα τα είδη μουσικής όλων των δεκαετιών. Μαγικό το σόλο από τον Brian Robertson (το σόλο στο στουντιακό κομμάτι ήταν από τον Gary Moore), πλασμένο μόνο για την σπαραξικάρδια ερμηνεία του Phil Lynott. Μουσική για σεμινάριο, στίχοι για πολλά ποτά και τσιγάρα, τεκμήριο για το πως οι Thin Lizzy άγγιξαν την τελειότητα.
Βαρύ το φορτίο οποιουδήποτε κομματιού θα ακολουθούσε, αλλά μόνο οι Lizzy έχουν την ευχέρεια να συνεχίσουν μετά από το έπος. Και κλείνουν την δεύτερη πλευρά του «Live And Dangerous» με το σχεδόν … disco (!) «Johnny the Fox Meets Jimmy the Weed», αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά πως ο Lynott ήξερε να εξιστορεί και να «ζωγραφίζει» ιστορίες, σαν τους παραμυθάδες του παλιού καιρού. Είναι λίγο ύποπτο, αλλά και funky, σαν κάποιος μάγκας να σε στραβοκοιτάει από την γωνιά του δρόμου. Λέγεται πως αυτό το κομμάτι ήταν ένα από τα δύο τραγούδια των Thin Lizzy που γινόταν έμμεση αναφορά στον υπόκοσμο του Manchester, και συγκεκριμένα σε μία παρέα από gangster με το «εταιρικό» όνομα «The Quality Street Gang». Ο Johnny (The Fox) και ο Jimmy (The Weed) ήταν πραγματικά ονόματα από μέλη αυτής της παρέας, και μάλιστα όταν το album έγινε χρυσό, ο Lynott δώρισε τον δικό του χρυσό δίσκο στον Jimmy (The Weed).
Μετά την αγχωτική και βασανιστική διαδικασία να μπει το επόμενο βινύλιο κάτω από την βελόνα του πικάπ (στα cd δεν υφίσταται τέτοιο θέμα), οι Thin Lizzy μας παίρνουν από το χέρι για μία ακόμη βόλτα, αυτή την φορά στην Άγρια Δύση, με έναν cowboy που συνδύαζε την όψη του Clint Eastwood, τον αέρα του Ροδόλφο Βαλεντίνο και την μοναδικότητα του … George Best! Το «Cowboy Song» είναι ένα ακόμη εξαιρετικό δείγμα γραφής του πως δύο κιθάρες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά και εντυπωσιακά, ενώ θεματικά είναι εμπνευσμένο από τις περιπλανήσεις των Lizzy στην Αμερική, στην περιοχή που λέμε Midwest. Στο τέλος του τραγουδιού έρχεται η τέλεια στιγμή σε ένα τέλειο live. «..the cowboy’s life...is the life for me» και….
… δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος πρόλογος για το πιο γνωστό και επιτυχημένο τραγούδι των Thin Lizzy. Ο απανταχού ύμνος της παρέας, το φοβερό «The Boys Are Back In Town». Το τραγούδι που τους χάρισε επιτυχία σε Ευρώπη και ΗΠΑ, που ακόμα παίζεται σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ανά τον κόσμο, το μοναδικό τραγούδι που φέρνει τους Thin Lizzy στο μυαλό των πολλών. Εντυπωσιακή η υποδοχή από το κοινό, μιας και είναι από τα αγαπημένα τραγούδια. Ο Lynott σχεδόν απαγγέλει τους στίχους (σαν να σου μιλάει προσωπικά), και καλεί όλη την «συμμορία» από κάτω στα όπλα. Είναι περίεργο, αν σκεφτεί κανείς, ότι το συγκεκριμένο τραγούδι παραλίγο να μείνει εκτός του album «Jailbreak», και μία από τις περιπτώσεις που το management επέμεινε και κέρδισε το στοίχημα, όταν το «The Boys Are Back in Town» άρχισε να ανεβαίνει ψηλά στα charts. Ακόμη μία έμμεση αναφορά στην «Quality Street Gang» που σύχναζε στο Clifton Grange (ή Showbiz) Hotel του Manchester (ανάμεσα τους και ο διάσημος George Best, που ήταν φίλος του Lynott), όπου εργαζόταν η Philomena Lynott. Εμπνευσμένο από τους fans στις συναυλίες και με σεβασμό στους βιοπαλαιστές της εργατικής τάξης που έβγαιναν έξω και απλά ήθελαν να χαλαρώσουν και να περάσουν καλά, το «The Boys Are Back In Town» είναι πάνω απ’ όλα ένα φοβερό rock τραγούδι-ύμνος στον ενθουσιασμό, την διασκέδαση και το αίσθημα να είσαι μέλος μιας δεμένης παρέας, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι Thin Lizzy ήθελαν να κάνουν το ακροατήριο τους να νιώσει.
Η τριάδα που ακολουθεί είναι πραγματικά δυναμίτης. Ξεκίνημα με το «Don’t Believe A Word» που διαλύει τα πάντα στο πέρασμα του, ένα τραγούδι που ο ίδιος ο Robertson, μετά από έντονη λογομαχία με τον Lynott, μετουσίωσε από ένα αργό και ατμοσφαιρικό blublues κομμάτι, σε ένα hard rock τυφώνα δύο λεπτών και κάτι (!) που δεν χαρίζει ούτε μία σπιθαμή εδάφους. Το νόημα διττό. Είτε πρόκειται για κάποιον που ειρωνικά απευθύνεται στην κοπέλα που αγαπάει και αυτή τον αμφισβητεί, είτε την προειδοποίει για τον άστατο χαρακτήρα του και την συμβουλεύει να μην τον πιστέψει. Όπως και να έχει πρόκειται για έναν ακόμη rock ύμνο, καταιγιστικό, σαν τον χαρακτήρα των ίδιων των Lizzy, και επίσης πολυαγαπημένο τραγούδι των fans.
Ακολουθεί το τρίτο προσωπικό μου highlight από το album, το μέχρι τότε απλά καλό «Warriors» από το «Jailbreak», το οποίο αποκτά επικές διαστάσεις στο «Live And Dangerous». Δισολίες, τέμπο καλπασμού, ρυθμικό με ιδιαίτερο groove, το «Warriors» είναι επίδειξη διπλής κιθαριστικής ισχύος, που αφήνει το κοινό εμβρόντητο. Αντιπολεμικό το θέμα, το οποίο δουλεύει εξαιρετικά σε αντίθεση με το ηχητικό background.
Η τρίτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το «Are You Ready», το οποίο πολλοί θα ήθελαν να έχουν για ξεκίνημα στο live ρεπερτόριο τους (αλλά δεν το είχαν), όπως συχνά έκαναν και οι Thin Lizzy, για να ζεστάνουν το κοινό, και εδώ μπορούν και το βγάζουν στο πλαίσιο του live album τους χωρίς να το έχουν κυκλοφορήσει πουθενά και ποτέ! Μία έκπληξη για τους fans, η ερώτηση προφανώς και είναι ρητορική, μιας και όσοι τους είχαν ξαναδεί ήξεραν τι τους περιμένει και αυτοί που πήγαιναν για πρώτη φορά δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι θα τους συνέβαινε! Απλά σαρωτικό.
Στην τελευταία πίστα της ζωντανής αυτής περιπέτειας, το εμπνευσμένο από την αμερικανική τηλεοπτική σειρά «Perry Mason» με τίτλο «Suicide» ξεκινάει την τέταρτη πλευρά του «Live And Dangerous». Το επεισόδιο «The Case Of The Lover’s Leap» είχε κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στον Lynott, που έγραψε ένα τραγούδι για την υπόθεση του Roy Comstock που διαχειρίζεται το οικονομικό μέρος σε μια συμφωνία ακινήτων με τον Peter Brent. Ωστόσο, το διαζύγιό του Comstock του αποσπά την προσοχή, με τον Brent να ανησυχεί για τις απώλειες που μπορεί να υποστεί. Ο Comstock, στην συνέχεια, υποτίθεται ότι αυτοκτονεί, ο Brent κατηγορείται για τη δολοφονία του και ο εισαγγελέας Perry Mason καλείται να φέρει την αλήθεια στο φως. Οι δισολίες του «Suicide» θα σας θυμίσουν έντονα Iron Maiden.
Το πραγματικό μαργαριτάρι σε αυτό το τμήμα του live, ωστόσο, είναι το «Sha La La» που έπεται, και αναδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο του φοβερού drummer των Thin Lizzy, του Brian Downey. Ίσως κάποιοι να το χαρακτήριζαν filler, ένα συμπλήρωμα απλά για να γεμίσει το διπλό βινύλιο, αλλά το κυριολεκτικά καταιγιστικό σόλο του Downey αναιρεί κάθε τέτοιο ισχυρισμό, παρόλο που και το κομμάτι το ίδιο είναι εξαιρετικό, με αναφορές στο βουντού και στα ερωτικά «μαντζούνια».
Ακολουθεί παιχνίδι με το κοινό στο επίσης πρωτοεμφανιζόμενο εδώ «Baby Drives Me Crazy», όπου ο Lynott ξεσηκώνει το κοινό, με τον 12-μετρο blues αυτοσχεδιασμό που είναι απλά ένα jam του συγκροτήματος με απλούς στίχους από τον Lynott. Το κομμάτι αυτό παιζόταν από την εποχή του «Nightlife», και στην φυσαρμόνικα συμμετέχει ο Huey Lewis! Θεωρώ ότι απλά είναι μία φάση που οι Lizzy χαλαρώνουν και ετοιμάζονται να κλείσουν το live, με τον Lynott να συστήνει όλους τους επί σκηνής συντελεστές και να ευχαριστεί το πολυαγαπημένο τους road crew, την δική τους συμμορία, την δική τους αγέλη, όπου για να μπει κανείς έπρεπε να απαντήσει πρώτα θετικά σε τρεις ερωτήσεις (σύμφωνα με τον Scott Gorham). Αν ήξερε να αλλάζει χορδές, αν μπορούσε να δουλέψει για ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, και αν ήταν σε θέση να … πλακώνεται στο ξύλο! Αυτό νομίζω τα λέει όλα για την ομάδα Thin Lizzy!
 To «Live And Dangerous» κλείνει πανηγυρικά με το παλιότερο από όλα τα κομμάτια του set τους, γραμμένο επί ημερών Eric Bell στο συγκρότημα (από το album «Vagabonds of the Western World» του 1973), το τραγούδι του οποίου ο Lynott ήταν ζωντανή ενσάρκωση, με τίτλο «The Rocker». Με όλο τον σεβασμό στον Lemmy, ο Lynott ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο καλύτερος μπασίστας/frontman που πέρασε ποτέ από συγκρότημα. Αλλά πολύ παραπάνω από αυτό ήταν ο αληθινός rocker, αυτός που έζησε για λίγο, έφυγε νωρίς, αλλά το πέρασμα του άφησε μία ανεξίτηλη λάμψη στο μουσικό στερέωμα της αγαπημένης μας μουσικής.
Περιέργως, το «Whiskey In The Jar», η μοναδική τους επιτυχία μέχρι το 1976,  απουσιάζει απότο playlist του «Live And Dangerous»!
 

ΦΑΚΕΛΟΣ OVERDUBS
Πολύς λόγος γίνεται για το «πείραγμα» των live albums με σκοπό να ακούγονται με στουντιακή τελειότητα, αψεγάδιαστα, πεντακάθαρα, και τακτοποιημένα. Φυσικά το «Live And Dangerous» δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Αμέτρητες ερωτήσεις και εκτενέστατη αμφισβήτηση πως γίνεται ένα τόσο τέλειο live album να μην έχει «πειραχτεί» στο μιξάρισμα. Προσωπικά θα παρότρυνα (και θα προκαλούσα) τον καθένα να ακούσει κάποιο από τα bootleg ή και επίσημα live που κυκλοφόρησαν πολλά χρόνια αργότερα από τους Thin Lizzy, όπως τα «U.K. Tour ‘75» (περιοδεία για το album τους «Fighting», που κυκλοφόρησε το 2008) καθώς και το «Still Dangerous» (2009), από τις ίδιες εμφανίσεις στο Tower Theatre της Φιλαδέλφειας, από όπου αντλήθηκε περιεχόμενο και για το «Live And Dangerous». 
Εκεί θα διαπιστώσει μέχρι και ο τελευταίος άπιστος περί τίνος πρόκειται όταν μιλάμε για live εμφάνιση Thin Lizzy, μιας και οι ηχογραφήσεις έρχονται ατόφιες από την κονσόλα του ήχου, και δεν έχουν πειραχτεί ούτε στο ελάχιστο. Είναι, λοιπόν, άξιο απορίας το γιατί ο παραγωγός τους επί ημερών «Bad Reputation» (1977), «Live And Dangerous» (1978) και «Black Rose: A Rock Legend» (1979), ο Tony Visconti, επέμενε τόσο πολύ, σε σημείο που να γίνεται προκλητικός, ότι το «Live And Dangerous» είναι κατά 75% κατασκευασμένο στο studio. Βαριές κατηγορίες για ένα συγκρότημα που η φήμη του προερχόταν κυρίως από τις εκρηκτικές live εμφανίσεις τους! Μάλιστα ισχυρίζεται ότι τα μόνα στοιχεία που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία ήταν οι ήχοι του κοινού και τα drums του Brian Downey. Αρχικά, ο Lynott ζήτησε να ξανακάνουν κάποια προβληματικά σημεία στα φωνητικά, τα οποία επανηχογραφήθηκαν στην εντέλεια. Όταν είδε το αποτέλεσμα, ο Lynott ζήτησε να κάνουν το ίδιο για όλα τα φωνητικά. Εντούτοις, κατά το δεύτερο αυτό πέρασμα, διαπίστωσαν ότι τα δεύτερα φωνητικά από τους Gorham και Robertson έλειπαν κατά το μισό διάστημα των ηχογραφήσεων!
Κάτι το οποίο εξόργιζε τους δύο κιθαρίστες αλλά και τον Lynott. O Robertson υποστηρίζει ότι όποια διόρθωση έγινε ήταν ελάχιστη, ότι ο ίδιος δεν άλλαξε τίποτα, ενώ ο Gorham, με τη σειρά του, είπε πως ξαναδούλεψε μόνο ένα σόλο του και κάποια δεύτερα φωνητικά. O manager τους, Chris O’ Donnell, αναφέρθηκε στην ανάποδη αναλογία, δηλ. 75% live και 25% overdubbing στο studio. Κατά πάσα πιθανότητα, στα φωνητικά του Lynott το περισσότερο. Ο ίδιος ο frontman των Lizzy, το 1980, δήλωσε ότι περιόρισαν τα overdubs στο ελάχιστο, αφού το να πειράξουν τις ηχογραφήσεις παραπάνω θα κατέστρεφε την ατμόσφαιρα, και θα ήταν και κοροϊδία προς τους ίδιους τους fans τους.
Οπότε το ερώτημα για εμάς τους απλούς fans παραμένει. Τι έχει συμβεί πραγματικά; Όντως το πείραξαν σε τόσο μεγάλο βαθμό στο studio; Μήπως ο Visconti τα έσπασε μαζί τους μετά το 1979 και είπε αυτά που είπε; Δεν ξέρω αν θα μάθουμε ποτέ. Το θέμα είναι κατά πόσο αυτό έχει σημασία. Ακόμα και αν στερείται αυθεντικότητας μέχρι ενός σημείου, οι Thin Lizzy μπορούσαν αναμφίβολα να στηρίξουν την μεγάλη φήμη τους μέχρι τέλους. Προξενεί στον ακροατή την αίσθηση (όχι απλά την εντύπωση) ότι κρυμμένο μέσα στα ηχεία είναι το ίδιο το Hammersmith Odeon, σαν να στέκεται στους πάγκους εκεί, σε μία, ίσως, πιο γυαλισμένη εκδοχή. Άλλωστε όλοι όσοι έχουμε πάει σε συναυλία ξέρουμε πόσα πράγματα μπορούν να πάνε λάθος, αλλά και πόσο κακή μπορεί να γίνει η ίδια η ποιότητα του ήχου. Γιατί να θέλει κάποιος, λοιπόν, να πάρει μία τόσο ωμή απόδοση της συναυλίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για επίσημη live κυκλοφορία; Οπότε ο στόχος είναι να ακουστεί όσο καλύτερο γίνεται, χωρίς να επέλθει συμβιβασμός με ένα απλό «live στο studio». Άλλωστε, αυτό το album προοριζόταν να το ακούσουν πολλοί που δεν είχαν την τύχη να είναι παρόντες στα live. Και αυτό το έργο το επιτελεί άριστα, ακόμα και μετά τα 42 χρόνια που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Οι φωτογραφίες στο διπλό εξώφυλλο του άλμπουμ
 
Το Live And Dangerous κυκλοφόρησε την 2η Ιουνίου 1978 και έφτασε στο Νο. 2 των βρετανικών charts, ενώ έμεινε για 62 (!) εβδομάδες. Τελικά έγινε δύο φορές πλατινένιο, πουλώντας πάνω από μισό εκατομμύριο (600.000 για την ακρίβεια) αντίτυπα. Το μόνο album που τους στέρησε την κορυφή ήταν το γλυκανάλατο soundtrack της ταινίας «Grease» με τον John Travolta και την Olivia Newton-John. Ένα «best of» των Thin Lizzy στην ουσία, δεν είναι, σε καμία περίπτωση, υπερβολή να πούμε ότι πήγε το είδος του live album ένα βήμα πιο πέρα, και έθεσε το πρότυπο που πολλοί ακολούθησαν στην συνέχεια. Κυριολεκτικά, σε βάζει μέσα στο κλίμα από το πρώτο δευτερόλεπτο και σε κρατάει καθηλωμένο και ενθουσιασμένο μέχρι το τέλος. Το 1980 κυκλοφόρησε και το οπτικό ντοκουμέντο της συναυλίας, σε βιντεοκασέτα, από την εμφάνιση τους στο Rainbow Theatre του Λονδίνου τον Μάρτιο του 1978. 
Το εξώφυλλο του VHS
 
ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ BRIAN ROBERTSON
Το συγκρότημα άρχισε να περιοδεύει για να προωθήσει το άλμπουμ, αλλά μετά από μια μοναδική συναυλία στην Ίμπιζα, ο Lynott και ο Robertson είχαν έναν άσχημο καυγά, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να εγκαταλείψει τους Thin Lizzy δια παντώς, για να σχηματίσει τους Wild Horses με τον πρώην μπασίστα του Rainbow, Jimmy Bain. Αντικαταστάθηκε από τον Gary Moore (στην τρίτη θητεία τους στους Lizzy) με τους οποίους κυκλοφόρησαν το υπέροχο «Black Rose: A Rock Legend» το 1979, που έφτασε επίσης στο Nο.2 των βρετανικών charts. Η πορεία τους, εντούτοις, θα ήταν ταραχώδης από εκεί και πέρα, διότι τα ναρκωτικά είχαν πάρει τον έλεγχο των Lynott και Gorham, σε βαθμό που φάνηκε ότι οι Thin Lizzy δεν θα ήταν σε θέση να σώζουν το παιχνίδι για πολύ ακόμη. Με μία μικρή τελευταία αναλαμπή το 1983, οπότε και κυκλοφόρησαν το εντυπωσιακότατο, φοβερό «Thunder And Lightning» (Nο. 4 στα βρετανικά charts και εν τέλει, ασημένιο), με τον νεαρό θεό της κιθάρας John Sykes στο πλευρό του Gorham, αποφάσισαν να κλείσουν τον κύκλο τους με μία αποχαιρετιστήρια περιοδεία, από όπου κυκλοφόρησε το δεύτερο διπλό τους live, με τίτλο «Live Life» (Nο. 29 στα βρετανικά charts). Επίσης τρομερό live, με έναν εμφανώς καταπονημένο Lynott, οφείλετε να του δώσετε την προσοχή που του αξίζει, αν δεν το έχετε κάνει ήδη. Εκεί θα ήταν και η τελευταία εμφάνιση του Brian Robertson, πλάι στους υπόλοιπους κιθαρίστες που πέρασαν από το συγκρότημα, στο απίθανο μαζικό σόλο του «The Rocker» που κλείνει το album. Τρία χρόνια αργότερα, ο κόσμος της rock, θα θρηνούσε την απώλεια του μεγάλου οπλαρχηγού και ρομαντικού ποιητή, του μοναδικού Phil Lynott, από υπερβολική δόση ναρκωτικών, την 4η Ιανουαρίου του 1986, σε ηλικία μόλις 36 χρονών..
Δεν έχει υπάρξει και ούτε πρόκειται να ξαναϋπάρξει συγκρότημα σαν τους Thin Lizzy. Και ατράνταχτο τεκμήριο αυτής της πεποίθησης μου είναι ένα από τα καλύτερα live album στην ιστορία της μουσικής, το θεϊκό «Live And Dangerous». Μένει μόνο να το διαπιστώσετε κι εσείς, ακούγοντας το ξανά, ή αν είστε τυχεροί, για πρώτη φορά, οπότε και είστε άξιοι ζήλιας και τρομερών ανακαλύψεων!
ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ
21/6/20

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου