Το Heavy Horses είναι το 11ο στούντιο άλμπουμ των Jethro Tull, που κυκλοφόρησε από την εταιρία Chrysalis τον Απρίλιο του 1978. Και, όπως το είχαν συνήθειο οι Jethro Tull την δεκαετία του ’70, ήταν ένα ακόμη εξαιρετικό άλμπουμ! Στ’ αλήθεια τώρα: Ποιο άλμπουμ τους να ξεχωρίσεις και ποιο ν’ αφήσεις πίσω από εκείνη την εποχή; Το Aqualung; Το Thick as a Brick; Το Too Old to Rock ‘n’ Roll; Το Songs From the Wood; Ποιο; Βλέπετε, δεν ήταν μόνο η αστείρευτη έμπνευση του Ian Anderson, δεν ήταν μόνο ότι η «συνταγή» των συνθέσεών του κάλυπτε όλα τα γούστα, από prog μέχρι φολκ και ροκ, ήταν ότι ο τεράστιος αυτός μουσικός είχε επιτέλους να παρατάξει δίπλα του καλλιτέχνες αντίστοιχου αναστήματος: Τον Martin Barre στην κιθάρα, τον John Evan στα πλήκτρα, τον Barriemore Barlow στα ντραμς, τον John Glascock στο μπάσο και τον ενορχηστρωτή Dee Palmer ως ισότιμο μέλος του γκρουπ. Με μια τέτοια “dream team”, στο απόγειο μάλιστα της απόδοσής της, πώς να μην έχεις επιτυχία σε ό,τι και να επιχειρείς; Πολύ περισσότερο, όταν έχεις για θέμα σου την αγροτική ζωή και την σχέση αλληλεξάρτησης του αγρότη με τα ζώα της φάρμας: Το άλογο, τον σκύλο, τη γάτα ή τον κόκορα! Ευκολάκι για τους Jethro Tull!
ΠΩΣ ΠΡΟΕΚΥΨΕ
Όπως είχαμε πει και στην παρουσίαση του Songs From The Wood, ο Ian Anderson, αμέσως μετά τον γάμο του με τη 2η σύζυγό του Shona Learoyd, το 1976, εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία του 16ου αιώνα, που βρισκόταν μέσα σ’ ένα κτήμα έκτασης 2 τετραγωνικών χιλιομέτρων, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τις ιχθυοκαλλιέργειες. Η νέα του ζωή στην ύπαιθρο, τον έφερε πολύ κοντά στην απλότητα της αγροτικής ζωής, αλλά και στην ομορφιά του ανόθευτου φυσικού τοπίου, με τα δάση του, τα ποτάμια του και την πλούσια πανίδα του. Και, όπως ήταν αναμενόμενο, όλη αυτή η μεγαλοσύνη και η αρμονία της φύσης, τον ευαισθητοποίησε στα ζητήματα της οικολογίας, που πρόβαλλαν τότε με ασθμαίνουσα προτεραιότητα. Του ήταν πια αδύνατον να παρακολουθεί αμέτοχος την αλλοίωση του περιβάλλοντος χωρίς να διαμαρτυρηθεί, δεν μπορούσε να ανεχτεί τη βιομηχανοποίηση της αγροτικής παραγωγής χωρίς να κάνει κάτι για να την αποτρέψει, δεν μπορούσε -πάνω απ’ όλα- να βλέπει τα αγαπημένα του άλογα, ειδικά τα ψυχρόαιμα άλογα έλξης που είχε και στο κτήμα του, να παραγκωνίζονται από την σύγχρονη τεχνολογία και να μην επαναστατήσει. Αυτή η αντίσταση στην ισοπέδωση, αυτή η κραυγή αγωνίας για την αλλοτρίωση του αγροτικού βίου, γέννησε το άλμπουμ Heavy Horses.
Μουσικά, το νέο άλμπουμ ακολουθεί τα χνάρια του Songs From The Wood, μόνο που το Heavy Horses είναι πιο ρεαλιστικό, πιο προσγειωμένο, με αποτέλεσμα να βγαίνει κάπως πιο σκοτεινό και σίγουρα πιο ροκ. «Τώρα πια, έχοντας εγκατασταθεί στο κτήμα μου στο Buckinghamshire, ήμουν μέρος του σκηνικού για το οποίο έγραφα. Όλα αυτά τα αγροτικά ζητήματα ήταν δικά μου ζητήματα», λέει ο Ian Anderson. Και αυτό είναι κάτι, που το διαπιστώνει αμέσως ο ακροατής του Heavy Horses. Όλα τα τραγούδια του άλμπουμ αφορούν σκηνές της καθημερινότητας της υπαίθρου, από το πρώτο κομμάτι, που περιγράφει τις γάτες, ως ανηλεείς εξολοθρευτές των ποντικιών, μέχρι το τελευταίο, που αγιοποιεί έναν κόκορα-ανεμοδούρα. Πάνω απ’ όλα, βεβαίως, στέκει το ομότιτλο τραγούδι, το Heavy Horses, ένας ύμνος στο μεγαλείο και την απαντοχή αυτών των αγαθών γιγάντων, των βαριών ψυχρόαιμων αλόγων, που δέσποζαν στη βρετανική ύπαιθρο, με το 1,90 ύψος τους και τα 900 κιλά βάρους τους. Η αγάπη και ο θαυμασμός του Anderson προς αυτά τα πλάσματα είναι σε τέτοιο βαθμό, που αιτιολογούν απόλυτα την πεποίθησή μας, ότι οι στίχοι του σ’ αυτό το τραγούδι ανήκουν στις κορυφαίες δημιουργίες του.Ο ΤΙΤΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Αφού το άλμπουμ αναφέρεται στην αγροτική ζωή, δεν θα μπορούσε να βρεθεί πιο ταιριαστός τίτλος: Τα βαριά άλογα έλξης, τα Heavy Horses, είναι ένα αποκλειστικό χαρακτηριστικό της βρετανικής υπαίθρου. Πρόκειται για μια συστηματική διασταύρωση ογκωδών και μυωδών αλόγων, που συνέβαλαν στην αγροτική παραγωγή κάνοντας την «βαριά δουλειά», τραβώντας άμαξες, σέρνοντας το άροτρο, και άλλα παρόμοια. Η πιο φημισμένη και διαδεδομένη ράτσα είναι το Clydesdale, διασταύρωση βελγικού επιβήτορα και σκωτσέζας φοράδας. Είναι ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό άλογο, γι’ αυτό και χαίρει πολύ μεγάλης προβολής. Για παράδειγμα, η μπύρα Budweiser έχει ολόκληρη σειρά διαφημιστικών σποτ, όπου πρωταγωνιστούν άλογα Clydesdale. Ίδιας ράτσας είναι και τα άλογα του εξωφύλλου του άλμπουμ, που ποζάρουν ήρεμα δίπλα στον Ian Anderson.
Σχεδόν εξίσου διαδεδομένα με τα Clydesdale είναι και τα Suffolk και τα Shire, ενώ ο Anderson δεν παραλείπει να συμπεριλάβει στους στίχους του και τα «ξενόφερτα» Percheron (γαλλικής καταγωγής).
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ
Οι Jethro Tull μπήκαν στο στούντιο Maison Rouge, στο Fulham του Λονδίνου, τον Μάιο του 1977 και βγήκαν τον Ιανουάριο του 1978. Το Heavy Horses ήταν το πρώτο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε σ’ αυτό το νέο στούντιο, που έστησε και χρηματοδότησε ο ίδιος ο Anderson. Επειδή ήταν τόσο νέο, οι Jethro Tull το χρησιμοποιούσαν μόνο τις βραδινές ώρες, ώστε το πρωί να είναι διαθέσιμο σε άλλους πιθανούς ενδιαφερόμενους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, τα sessions για το Heavy Horses να πραγματοποιούνται από τις 7 το βράδυ ως τις 7 το πρωί. Πώς άντεξαν οι άνθρωποι! Πέρα απ’ αυτό όμως, αντιμετώπισαν ένα ακόμα απρόοπτο: Το Maison Rouge Studio βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Stamford Bridge, στο γήπεδο της Chelsea δηλαδή. Αυτό σήμαινε, ότι η μπάντα έπρεπε να κλειδώνεται μέσα, κάθε Σάββατο 5-8 μμ, μέχρι να φύγουν οι Hooligans που γέμιζαν τους τριγύρω δρόμους. Κατά τ’ άλλα, καλά! Δεν υπήρξαν άλλα προβλήματα στην ηχογράφηση.
Στο άλμπουμ αυτό, έχουμε δειλά-δειλά και την καταγεγραμμένη συμμετοχή των Martin Barre και Dee Palmer στη σύνθεση κάποιων κομματιών, όπως στο No Lullaby και στο ...And the Mouse Police Never Sleeps. Έχουμε επίσης και την αξιοπρόσεκτη παρουσία τού Darryl Way, βιολιστή των Curved Air, στα Heavy Horses και Acres Wild.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΩΝ
1 ...And the Mouse Police Never Sleeps: Το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου ξεκινάει ήρεμα με ένα νιαούρισμα, γρήγορα όμως εξελίσσεται σε ένα δυνατό ροκ κομμάτι, με έναν σπάνιο ρυθμό, που έλκει την καταγωγή του από Frank Zappa και Captain Beefheart. Οι Jethro Tull δείχνουν από νωρίς τις διαθέσεις τους: Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα Songs From The Wood Part II, αλλά με ένα ροκ άλμπουμ! Το φινάλε του τραγουδιού, με τον επαναλαμβανόμενο ψαλμό sleepsthemouse sleepsthemouse και τον βήχα (!) του Ian Anderson ξενίζουν κάπως τον ανυποψίαστο ακροατή, αλλά τι να κάνουμε;;;
2 Acres Wild: Η συνέχεια ανήκει σε ένα χορευτικό κομμάτι (σχεδόν disco, θα λέγαμε με μια δόση υπερβολής), με όμορφες πινελιές μαντολίνου και φλάουτου, αλλά και με ορχήστρα εγχόρδων, όλα επάνω σε έναν ωραίο σταθερό ροκ ρυθμό, που τον εξασφαλίζoυν το έντονο μπάσο και τα δυνατά ντραμς. Παρόλο που το σκηνικό που στήνεται σε αυτό το τραγούδι, είναι κάπως μεσαιωνικό, φέρνοντας λίγο στο Songs From The Wood, τελικά διαπιστώνουμε ότι αποτελεί μια ακόμα επιβεβαίωση, πως έχουμε να κάνουμε με έναν πιο ροκ δίσκο. Οι εικόνες των Highlands, που αναδεικνύονται μέσα από τους στίχους, είναι ειδυλλιακές.
3 No Lullaby: Επικό κομμάτι, αρκετά μεγάλης διάρκειας (8 λεπτά), με φοβερές αλλαγές ρυθμού. Θα πρέπει εδώ να αποδώσουμε τα εύσημα στον σπουδαίο αυτοδίδακτο (!) drummer Barriemore Barlow, που κόσμησε τους Jethro Tull με την παρουσία του, ειδικά όμως σε αυτό το κομμάτι, δίνει ρέστα! Οι στίχοι ξεφεύγουν αρκετά από την κεντρική ιδέα της αγροτικής ζωής, αφού ο Anderson τους έγραψε για τον νεογέννητο γιό του James: «Έγραψα αυτό το αντι-νανούρισμα, όπου προκαλώ το παιδί να αντισταθεί στους φόβους του και να αντιμετωπίσει στα ίσια τους δαίμονες και τους μπαμπούλες και να τους επιτεθεί κραδαίνοντας την κουδουνίστρα του», μας εξηγεί ο -απολαυστικά ιδιόρρυθμος- Ian.
4 Moths: Το αγαπημένο μου αυτού του άλμπουμ! Μια όμορφη φολκ μπαλάντα, με το φλαουτάκι της, την ακουστική κιθάρα της και την έξοχη ενορχήστρωση του Palmer. Οι στίχοι, ένα κομψοτέχνημα, παρομοιάζουν τον ανεκπλήρωτο έρωτα ενός νεαρού αγρότη για την απρόσιτη καλλονή του χωριού με την αυτοκτονική τροχιά των πρώτων καλοκαιρινών σκώρων προς τη φλόγα του λυχναριού. Πολύ συγκινητικό!
5 Journeyman: Ωραίο ροκ κομμάτι, με μια bluesy διάθεση, με ωραίο βιολί, αγριωπή κιθάρα και μια επιβλητική μπασογραμμή. Οι στίχοι αναφέρονται στο καθημερινό πηγαινέλα του εργαζόμενου με το τρένο, οπότε μόνον εμμέσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχετίζονται με το κυρίως θέμα. Δεν είναι το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, είναι όμως πολύ ευχάριστο.
6 Rover: Η δεύτερη πλευρά του δίσκου ξεκινάει με ένα τραγούδι αφιερωμένο στον πιστό φίλο του ανθρώπου, τον σκύλο. Λογικό! Αφού η πρώτη πλευρά ξεκινάει με τη γάτα, θα ήταν άδικο η δεύτερη πλευρά να ξεκινάει με κάτι άλλο εκτός από τον σκύλο! Περιμένετε, όμως. Είναι πράγματι αφιερωμένο στον σκύλο το τραγούδι; Ή μήπως, μια και ο σκύλος λέγεται Rover (περιπλανώμενος, γυρίστρας), το τραγούδι να αναφέρεται αλληγορικά στον άνδρα που δεν μπορεί να στεριώσει σε ένα μέρος; Ο Ian Anderson δεν δίνει κάποια σαφή απάντηση στο ερώτημα. Όπως και να το ερμηνεύσεις πάντως, πρόκειται για ένα όμορφο φολκ τραγούδι, που έρχεται σαν απευθείας συνέχεια του Songs From The Wood, με μόνη διαφορά, ότι εδώ ξεχωρίζει ο ήχος της Marimba, που παίζεται αριστοτεχνικά από τον Barriemore Barlow. Η έμπνευση για τους στίχους προήλθε από τον σκύλο του Anderson, τον Lupus, που έγινε διάσημος ποζάροντας δίπλα στο αφεντικό του, στο εξώφυλλο του Songs Frome The Wood.
7 One Brown Mouse: Και μετά το τραγούδι για τη γάτα και το τραγούδι για τον σκύλο, ήρθε και η ώρα του ποντικού! Μια όμορφη, ακουστική μπαλάντα, με τον Ian Anderson -πάντα με τους αλληγορικούς του στίχους- να αναστοχάζεται τα διδάγματα της ζωής, μέσα από τα μάτια ενός θυμόσοφου ποντικού! Δεν είναι καμιά κομματάρα, είναι όμως ένα τρυφερό intermezzo πριν από το επερχόμενο βαρύ πυροβολικό του δίσκου!
8 Heavy Horses: Μεγαλειώδες τραγούδι, με δοξαστικούς στίχους, εμπνευσμένη σύνθεση και καταπληκτική ενορχήστρωση, που δεν είναι απλώς η κορυφαία στιγμή του δίσκου, είναι μια από τις κορυφαίες στιγμές των Jethro Tull σε όλη τους την ιστορία! Μια υπέροχη εισαγωγή, όπου δεσπόζει η κιθάρα του Martin Barre, συνεπικουρούμενη από το γλυκόλαλο πιάνο του John Evan, μας φέρνουν στο προσκήνιο -ύστερα από ένα ολόκληρο λεπτό (!)- την σπαρακτική φωνή του Ian να υποκλίνεται στην μεγαλοπρέπεια και την καρτερικότητα αυτών των γιγάντων, που βλέπουν να παραγκωνίζονται από τα τρακτέρ, ύστερα από αιώνες αγόγγυστης προσφοράς. Δεν θα αργήσει όμως ο καιρός, προφητεύει ο Anderson, που το πετρέλαιο θα στερέψει και τα μηχανήματα θα αχρηστευτούν και τότε όλοι θα αναπολήσουν την ακατάβλητη δύναμη αυτών των σούπερ ηρώων της βρετανικής γης.
Δεν υπάρχει κανείς ή τίποτα, που να υστερεί σε αυτό το κομμάτι, θα πρέπει όμως να κάνουμε ειδική αναφορά στην ενορχήστρωση του Palmer: Ο άνθρωπος αυτός έχει επιμεληθεί όλα τα τραγούδια των Jethro Tull, από τον πρώτο τους δίσκο, ποτέ άλλοτε όμως δεν έχουν ακουστεί τόσο εντυπωσιακά, τόσο ταιριαστά τα έγχορδά του, όσο στο Heavy Horses. Σημείο αναφοράς!
9 Weathercock: Μετά το Moths, έχουμε εδώ το δεύτερο χαμηλόφωνο διαμαντάκι του δίσκου! Εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο υπαρκτό πλάσμα της φάρμας, αλλά με έναν ανεμοδείκτη, που έχει τη μορφή κόκορα, κάτι πολύ συνηθισμένο τα παλιά χρόνια.
Ο αθώος χωρικός προσεύχεται -ουσιαστικά- στον πετεινό-ανεμοδούρα, παρακαλώντας τον για καλό καιρό και ευνοϊκούς ανέμους. Ένα, ακόμη, όμορφο φολκ κομμάτι, στην παράδοση του Songs From The Wood, με ζωηρό φλάουτο και μαντολίνο, μας υπενθυμίζει την άνεση των Jethro Tull στους μεσαιωνικούς σκοπούς. Ιδανικός τρόπος για να κλείσει το άλμπουμ. Ακούστε το εδώ
ΥΠΟΔΟΧΗ
Το ‘Rolling Stone το υποδέχτηκε θερμά, ως μια εξαιρετική συνέχεια του Songs From The Wood, χαρακτηρίζοντας το γκρουπ ως άξιους λειτουργούς τού φολκ. Το Globe and Mail επαινεί τον Anderson για τους μοναδικούς, αινιγματικούς του στίχους, αλλά και για την φωνή του, ενώ το AllMusic το θεωρεί σαν έναν από τους καλύτερους δίσκους της μπάντας, ενώ έχει μόνο καλά λόγια για το παίξιμο του Martin Barre, του John Glascock, αλλά και του βιολιστή Darryl Way.
Όσο για το κοινό, ενδεικτικά να πούμε ότι το άλμπουμ έφτασε στη θέση 20 στα charts του Ηνωμένου Βασιλείου και στη θέση 19 στις ΗΠΑ. Εξαιρετικά!
ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
![]() |
Το οπισθόφυλλο |
Είναι, τελικά, ένα πολύ ωραίο άλμπουμ το Heavy Horses, ειδικά αν σκεφτούμε ότι έπρεπε να βγει από τη σκιά του εξαιρετικού Songs From The Wood. Βαρύ φορτίο! Και όμως οι Jethro Tull το κατάφεραν, προσφέροντας μάλιστα έναν δίσκο πιο ροκ και πιο επίκαιρο, θίγοντας πιο ουσιώδη ζητήματα. Μέχρι και ο «στριμμένος» Anderson έμεινε ευχαριστημένος, ενώ ο Martin Barre θεωρεί το heavy Horses και το Songs From The Wood, ως τα καλύτερα άλμπουμ των Jethro Tull. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να πω το ίδιο, όταν μιλάμε για ένα γκρουπ που έβγαλε το Aqualung, το Thick as a Brick, το Passion Play και το Minstrel in the Gallery. Αυτό που ξέρω είναι πόσο το καλοδέχτηκα αυτό άλμπουμ όταν το πρωτάκουσα, με τους τρυφερούς στίχους του, τις βαθιές ρίζες της μουσικής του και την τελειότητα του παιξίματος των 6 μεγάλων μουσικών, που απάρτιζαν το γκρουπ. Και πού να ήξερα τότε, ότι ήταν η τελευταία φορά που τους άκουγα να παίζουν μαζί… Ας είναι! Τους είμαι βαθιά ευγνώμων!
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ HEAVY HORSES
Το Heavy Horses ακολουθεί τη φόρμουλα του Songs From The Woods και χώνεται ακόμα πιο βαθεία στο folk κόσμο της αγγλικής λαϊκής μουσικής. Εδώ έχουμε ακόμα καλύτερες μελωδίες, πολύ καλή προσέγγιση της folk και κυρίως μια υπέροχη ατμόσφαιρα. Πραγματικά δεν ξέρω αν οι παραπάνω λέξεις, λένε κάτι στους νεότερους, που έχουν μάθει να ακούνε τη μουσική γρήγορα και χωρίς τη δική μας ιεροτελεστία. Πόσο χαίρομαι που ακούω αυτά τα άλμπουμ στην αρχική τους έκδοση σε βινύλιο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ
2/5/25
Δημοσίευση σχολίου