ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ "ΑΛΛΑΓΗΣ", ΕΝΗΛΙΚΙΩΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟ "ΒΡΩΜΙΚΟ 89", Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ’80 ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΞΕΦΩΤΟ


 Τον Παναγιώτη Παπαιωάννου τον γνώρισα μέσα από τα κείμενα του στο rocktime.gr.Κείμενα που μού τράβηξαν την προσοχή, για το χειρισμό της γλώσσας, αλλά και της διαφορετικής προσέγγισης που είχε στα θέματά του. Γνωριστήκαμε, διάβασα τοι πρώτο βιβλίο Dead Rockers Society και τώρα με την ευκαιρία της κυκλοφόρίας του δεύτερου βιβλίου «Σάμγουερ in ‘80sland», αυτοπαρουσιάζεται μέσα από τον Rockmachine.gr.
Ερωτήσεις: Αλέξανδρος Ριχάρδος

Είναι εκ των εξ ων ουκ άνευ να πω, πριν ξεκινήσουμε, ότι είναι μεγάλη τιμή και συγκίνηση να απαντώ σε ερωτήσεις δικές σου, εγώ που, ως εφηβάκι πριν τριανταπέντε και πάνω χρόνια, διάβαζα ευλαβικά τις συνεντεύξεις σου, μεταξύ άλλων, για τους Deep Purple ας πούμε. Διάβαζα τη στήλη σου έχοντας διακρίνει ότι είχες στυλ αλλά και αξιοπρέπεια. Οφείλω να πω ότι ορισμένοι μετρημένοι στα δάχτυλα άνθρωποι όπως εσύ, χωρίς να το έχουν προβάλλει όσο πρέπει, συνέβαλαν καθοριστικά στο πώς προσλαμβάναμε τη μουσική.

Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος-κασέτα που απέκτησες;
Χαίρομαι που, για το συγκεκριμένο θέμα, είσαι ο πρώτος στον οποίο έχω ήδη μιλήσει. Μέχρι το καλοκαίρι της δικής μου Β’ Γυμνασίου ο μόνος δίσκος ροκ που υπήρχε στο σπίτι, δίπλα σε Θεοδωράκη, Χατζηδάκη και … Θέμη Ανδρεάδη ήταν ένα «δώρο» γενεθλίων από θεία σχετικώς νεαρή που είχε εικόνα τί ακούγεται τριγύρω, παραγγελιά μου ένεκα της σχετικής λατρείας για την ταινία «Ρόκυ ΙΙΙ». Το lp “Eye Of The Tiger” των Survivor, με την τίγρη απ’ έξω και κόκκινο αυτοκόλληλο «Περιέχει την Νο 1 επιτυχία …». Οπότε, ο πρώτος ροκ δίσκος που απέκτησα ήταν αυτός.

Πότε αισθάνθηκες ότι το rock είναι η μουσική που σου αρέσει;

Το μοιραίο συναπάντημα με το ροκ ήρθε σε μένα, κατά μυστήριο τρόπο, σαν επιφοίτηση. Ήταν καλοκαίρι πριν τη δική μου Β΄ Γυμνασίου, το 1983. Ξέμεινε στο πατρικό μια δισκοθήκη, 300 περίπου δίσκοι βινυλίου, εξαιτίας αιφνίδιου θέματος υγείας που υποχρέωσε τον έφηβο ιδιοκτήτη τους να μετακομίσει στο εξωτερικό, αφήνοντας τους δίσκους στο σπίτι μου «προσωρινά». Εκεί, λοιπόν, βρίσκομαι ξαφνικά ανάμεσα σε πολλούς από τους δίσκους κλασσικού ροκ που σήμερα μπορεί να βρει κανείς σε όλους τους καταλόγους και τα αφιερώματα για το ποιά είναι τα βασικά συστατικά μιας ροκ δισκοθήκης. Από Hendrix και Zeppelin μέχρι Motorhead, AC/DC και Rory Gallagher. Εκείνη ήταν, λοιπόν, η συγκυρία που προκάλεσε την καθοριστική ζημιά.

Έχοντας ζήσει τα παιδικά σου/εφηβικά χρόνια σου στην Κόρινθο, περίγραψέ μου πως ήταν η ζωή για έναν νέο σε μια επαρχία μόλις 1 ώρα από την Αθήνα.

Η εποχή της «Αλλαγής», κακά τα ψέμματα συνέπεσε με μια άνευ προηγουμένου ευχέρεια πρόσβασης στο πολιτισμικό γίγνεσθαι. Καταλαβαίνω ότι μπορεί ν’ ακουστεί αφόρητα ΠΑΣΟΚικό –ιδίως για κάποιον που δεν έζησε τα χρόνια εκείνα- όμως ήταν μια μοναδική εποχή για έναν έφηβο να ανοίξει τα μάτια του. Χωρίς να είναι στερημένος με τον τρόπο και στον βαθμό που ήταν οι προηγούμενες γενιές –μιλάμε ότι μέχρι το 1980 τα σχολεία ήταν αρρένων και θηλέων, και μόλις το ’82 τα κορίτσια έβγαλαν τις ποδιές, μην το ξεχνάμε- μάθαινε και ζούσε τα μουσικά πράγματα σε χρόνο πολύ κοντινό με αυτόν που πραγματικά συνέβαιναν. Οι δίσκοι έρχονταν μέσα στο μήνα κυκλοφορίας. Τα ποπ βίντεο κλιπ τα βλέπαμε σχετικά σύντομα - από το ’88 και μετά μπορούσες να πιάσεις και το MTV Europe, οπότε ήμασταν εντελώς μέσα στα πράγματα. Στην πόλη υπήρχαν δύο κυρίως δισκάδικα, ένα, το πιο μεγάλο, που είχε τα πάντα, από Πάριο μέχρι Bob Marley κι ένα πιο μικρό που άρχισε να φέρνει από το ’85 και μετά και metal εισαγωγής (της Music For Nations, ας πούμε). Τη χρονιά ’84 – ’85, Γ’ Γυμνασίου δικιά μου ήταν που βίωσα, όπως και περίπου όλοι θεωρώ οι συνομίληκοί μου, μια συνολική μουσική αποκάλυψη. Πρώτον, κυκλοφόρησαν μέσα σε λιγώτερο από 12 μήνες 20-30 δίσκοι που όρισαν τον ήχο της δεκαετίας του ’80 για πάντα, από “Like A Virgin” της Madonna, το “Unforgettable Fire” των U2 ως το “Born In The U.S.A.” του Springsteen. Δεύτερον ζούσαμε στο απόγειο των ραδιοερασιτεχνών («Πειρατές», τους λέγαν τότε):  άκουγες κάθε βράδυ και άλλο σταθμό, με μουσικές που διάβαζες στα περιοδικά ότι κυκλοφόρησε, αλλά δεν ήξερες πώς ακουγόταν, αλλά και παλιά, από Bob Dylan ως Barclay James Harvest.


Τρίτον, βιώσαμε για πρώτη φορά οριακές συναυλίες, είτε από κοντά, είτε εισπράττοντας τον πυρετό που εξάπλωσαν στο κλίμα τριγύρω μας. Ο ερχομός των Dire Straits για συναυλία στο Σ.Ε.Φ. 6 και 7 Μαίου του ’85 ήταν αυτό που μας ευθυγράμμισε με τη διεθνή μουσική πραγματικότητα (στην ουσία –πλην Springsteen- βλέπαμε το Νο 1 ροκ συγκρότημα στον κόσμο εκείνη τη χρονική στιγμή). Το Rock In Athens στις 26-27 Ιουλίου στην καρδιά της Αθήνας (με Stranglers, Cure και Clash [μόνον ο Strummer ήταν βέβαια, αλλά μικρή σημασία είχε]) στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ότι η Αθήνα ήταν τη χρονιά εκείνη «Πολιτισμική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» ήταν αποκάλυψη. Το ίδιο καλοκαίρι ήρθε ο Miles Davis στο Λυκαβηττό και είδαμε –έστω σε κονσέρβα, από την ΕΡΤ- το Live Aid, γεγονός ανεπανάληπτο. Και τέταρτον, για όσους από τους έφηβους τα βρίσκαν κάπως «φλώρικα» (σήμερα ανάλογος χαρακτηρισμός θα σήκωνε εκατό μηνύσεις) όλα αυτά, να θυμηθούμε ότι το 1985 ήταν η χρονιά που ξεκίνησε, από τον Ιανουάριο κιόλας, να κυκλοφορεί το μηνιαίο περιοδικό “Heavy Metal”, με πρωτοβουλία και σε επιμέλεια του αείμνηστου Γιαννη Κουτουβού. Από τότε και μετά πλέον, μπορούσες να διαλέξεις να πας και προς την άλλη πλευρά, αναλαμβάνοντας πλήρη ευθύνη για το τί θα σου συνέβαινε. Σε πιάνανε δηλαδή να διαβάζεις κρυφά μέσα στα Θρησκευτικά το τεύχος που είχε απ’ έξω τον Blackie Lawless να πίνει αίμα από κρανίο; Διήμερη αποβολή με τη μία. Από το ’85 και μετά, οι μεταλλάδες –που ταυτίζονταν πολύ πριν με τα ναρκωτικά και τη βία των γηπέδων (το δεύτερο όχι κι εντελώς άδικα, υπήρχαν ήδη metal πυρήνες σε όλες τις θύρες των μεγάλων ομάδων)- άρχισαν να σχηματοποιούνται ως «φυλή». Μπορεί να ήμασταν λίγοι, να ντυνόμασταν με τρόπο αυτοκαταδικαστικό για συναναστροφή με τα κορίτσια, να υποφέραμε –ειδικά στην επαρχία- που δεν μπορούσαμε ν΄ακούσουμε σε συγκεκριμένο μέρος τα «δικά μας» και κάναμε αντίσταση με τις συνακροάσεις σε σπίτια και με την ανταλλαγή κασσεττών, αλλά μπήκαμε στο χάρτη. Και με το “Heavy Metal” είχαμε και την «κομματική» μας magna carta. Όσον αφορά τη ζωντανή σκηνή, είχαμε κι εμείς, όπως κι άλλες πόλεις της επαρχίας, τους τοπικούς μας ήρωες. Συνήθως μεγαλύτεροι, -τελευταίες τάξεις του Λυκείου ή απόφοιτοι- κινούνταν στο ευρύτερο φάσμα του ροκ, αγγλόφωνου κι ελληνόφωνου, με διασκευές αλλά και δικά τους. Από το ’85 και κάθε καλοκαίρι είχαμε μέχρι και το δικό μας Jazz Festival (…αλά Montreux !) με διάφορα πολύ ενδιαφέροντα ονόματα, ακόμη και με διεθνή σχήματα, δίπλα στα τοπικά. Οφείλω λοιπόν να τονίσω ότι εκεί, μεταξύ άλλων, είδαμε τις «Φλούδες», ένα ελληνόφωνο ροκ σχήμα που είχε αφήσει εποχή στην περιοχή, πολύ δυνατό (με κιθαρίστα τον μακαρίτη τον Νόρδα που έπαιζε καρφί το σόλο του Sultans Of Swing, ας πούμε) και τους “Rotten Roll” από το Λουτράκι που είχαν στην φωνή τον μετέπειτα πασίγνωστο Βασίλη Πιερρακέα, που έπαιξε χρόνια με το Σαββόπουλο και πολλούς άλλους και ήδη σήμερα είναι από τους τοπ δασκάλους κιθάρας όπως πολύ εύκολα μπορεί κανείς να διασταυρώσει. Το πιο γνωστό συγκρότημα heavy metal της περιοχής μας ήταν οι UHF με τον Χρήστο Ρούσση στην κιθάρα και τον Θοδωρή Πρινέα στα φωνητικά –αμφότεροι πρωτοδεσμίτες και ιδιαίτερα επιτυχημένοι σήμερα (και ακόμη μεταλλάδες, φυσικά). Να σκεφτείς, υπάρχει ηχογραφημένη εκτέλεση του Caught Somewhere In Time από το γκρουπ αυτό μέσα στην disco “MyFair” την Άνοιξη του ’87. Συναυλίες σε σινεμά, ας πούμε, γίνονταν δύσκολα στα ‘80s στην πόλη μας, όμως η Αθήνα, ευτυχώς ήταν κοντά. Kαι έτσι προέκυψαν οι Saxon, οι Blue Oyster Cult, το «ΡΟΔΟΝ Club», οι Φιλαδέλφειες, το “RODEO” στο υπόγειο της οδού Χέϋδεν, στην οποία έμενα μετά ως φοιτητής, η Βίλλα Αμαλίας και τα λοιπά.
Στην Κόρινθο υπήρχαν και δύο μπαρ – γιάφκες αντίστασης. Στη μια, την Grasshopper, ισόγεια pub αγγλικού στυλ με μπάρα, ξύλινα θρανία – καναπέδες και ημιυπόγειο και ιδίως, η pub «Αναξίμανδρος», μια μοναδική pub με τζάκι, ζεστή ατμόσφαιρα, μουσική από πολύ ψαγμένη δισκοθήκη, κλασσικού ροκ τα άπαντα. Και με κύριο ατού έναν επικό κήπο για τα καλοκαίρια, όπου άραζες κάτω από τις αρμυρίθρες κι άκουγες “A Million Miles Away” και ένιωθες το χρόνο σε όλη την ελαστικότητά του. Έναν κήπο όπου εκείνα τα καλοκαίρια έβλεπες και live, από τον  Ross Daly, ως το φοβερό ελληνικό σούπερ γκρουπ της τζαζ «Ίσκρα», με David Lynch σαξόφωνο, Φακανά μπάσο, Φαραζή πλήκτρα και Τουλιάτο στα ντραμς)
Τί μουσική άκουγαν οι συμμαθητές σου;

Το μουσικό κλίμα από το Γυμνάσιο και μετά ήταν ξεκάθαρα υπέρ της «ξένης μουσικής», παρ ότι πρέπει να σημειωθεί ότι καλή γνώση των αγγλικών είχαν λίγοι – η σύγκριση με το σήμερα είναι χαώδης. Οι Duran Duran και οι διάφοροι νεοκυματικοί έμοιαζαν από την αρχή το στάνταρ, ήταν όμως τόσο απρόσιτοι και αυτάρεσκοι που στην ελληνική επαρχία ήταν δύσκολο να αφορούν άλλους πέραν από τα fashion victims, που πάντως υπήρχαν. Ελληνόφωνο ροκ ακουγόταν αρκετά -Παπακωνσταντίνου, Σιδηρόπουλος στο φουλ- όμως μαινόταν ακόμη η διαμάχη για το αν «ταιριάζει» ο ελληνικός στίχος με το ροκ,  ή τουλάχιστον η δική μας γενιά την παρέλαβε ως είχε και δεν την βελτίωσε σημαντικά. Έντεχνα και ήπια λαϊκά, Νταλάρας, Πάριος, Αλεξίου ας πούμε, ακούγονταν πολύ από το κρατικό ραδιόφωνο (όπου υπήρχε όμως και ο Πετρίδης). Σκυλάδικα και μπουζούκια ήταν για παιδιά που έρχονταν κυρίως από τα γύρω χωριά, όπου εκεί η μουσική αυτή ήταν μια αυθεντική, βιωμένη πραγματικότητα. Τα λαϊκοσκυλέ και τα μπητάκια με τον κάθε επιμελημένα αξύριστο αμανεδο-αηδό ομογενοποιήθηκαν και έγιναν mainstream πολύ αργότερα (από την «Ταραχή» του ΛεΠα το καλοκαίρι του ’89 και μετά άρχισε να συμβαίνει). Έχω καλή σχέση με το παρελθόν και αυτό με βοηθά πολύ. Οι αναμνήσεις είναι δύναμη και το να ενεργείς έχοντας συναίσθηση του από έχεις ξεκινήσει, από πού και τί έχεις περάσει, πάντα σε βοηθά να συνειδητοποιείς το πού πατάς τώρα και ποιός είσαι.

Πόσους δίσκους αριθμεί σήμερα η συλλογή του (με κασέτες, μικρούς δίσκους κλπ) 

Γύρω στις έξι χιλιάδες συνολικά, χωρίς να υπολογίσω τα άλμπουμ που έχω νόμιμα μόνο σε digital μορφή. Όμως τα ενσώματα κομμάτια της συλλογής μου είναι διαλεγμένα και ποτέ με κριτήριο τη σπανιότητα. Θα πω κάτι που ίσως ξενίσει, αλλά τους συλλέκτες που θεωρούν ότι η σπανιότητα των αντιτύπων τους αναγάγει σε ειδήμονες ή τους μαθαίνει να ακούνε «καλύτερα», κατά βάθος τους στεναχωριέμαι. Το αναλογικό αυτί ανηκει βέβαια σε μια γενιά που ήδη μεγαλώνει, όμως η αποτίμηση, ας πούμε, του Dark Side Of The Moon ενός τα μεγαλύτερα μουσικά ηχογραφήματα όλων των εποχών, θα παραμένει πάντοτε υπόθεση του τί ζωή και τί πνευματικη διαδρομή έκανες μέχρι να μπορέσεις να το καταλάβεις, όχι το πόσο ακριβό στερεοφωνικό έχεις ή το σε πόσες εκδόσεις το έχεις, ή το αν είσαι ο μοναδικός που το έχεις σε εκτύπωση μιας εταιρίας που λειτούργησε για ένα εξάμηνο στο Λιχτενστάϊν.

Dvd/Blu-ray  αγοράζεις;  

Έχω πάνω από δύο χιλιάδες ταινίες σε dvd, συλλογή η οποία δημιουργήθηκε με βάση χειρόγραφους καταλόγους ταινιών που έχω δει, ή που θέλω να δω, όπως και με τους δίσκους. Όμως, καθαρά για να το έχω σε φυσική μορφή, ας πούμε, αγόρασα το Once Upon A Time In Hollywood του Tarantino, που είχα ήδη δει στο σινεμά δύο φορές, γιατί ήθελ να έχω αυτήν ως την τελευταία ταινία πριν κλείσει το τμήμα dvd γνωστής αλυσίδας καταστημάτων ήχου και εικόνας, ετσι για τη φάση.

Προτιμάς το φυσικό προϊόν. Τι προτιμάς, Cd ή βινύλιο;



 Όταν ακούω αυτή την idiotic φωνή που λέει στη γνωστή πλατφόρμα «…μπορεί να μην ξέρεις τί είναι ο δίσκος», καγχάζω. Η ουσία δεν ισούται ποτέ με την φόρμα, όμως δε θα μας πείσουν με το ζόρι οι αμνήμονες κάθε εποχής ότι δεν είχε καίρια σημασία η φόρμα σε μια εποχή που από το έντεχνο υλικό, λ.χ. το εξώφυλλο προχωρούσες στο ειδικό, λ.χ. τους στίχους.

Ποιος ήταν ο τελευταίος δίσκος που αγόρασες κι από που; Το τελευταίο βινύλιο που αγόρασα ήταν δώρο για έναν φίλο, το “Tutu” του Miles Davis. Και ο τελευταίος που περιήλθε στην κατοχή μου ήταν πάλι δώρο, 6 δίσκοι μαζί, μεταχειρισμένοι, δώρο από φίλους μου dj μπαρουτοκαπνισμένους. Ανάμεσά τους, οι πρώτες ελληνικές εκτυπώσεις του The Last In Line του Dio, Flick Of The Switch των AC/DC και μια διπλή συλλογή της EMI με τα “Love Songs” των Beatles, με χρονολογία παραγωγής 1972. Μιλάμε για μεταχειρισμένα, αγαπημένα βινύλια. Κομμάτια ιστορίας. Όχι …αρχεία.

Κάνεις downloading;

 Δεν κάνω downloading, εκτός αν πρέπει να γράψω παρουσίαση για κάποιον καινούριο δίσκο στο rocktime.gr, του Φώτη Μελέτη. Νόμιμο δηλαδή, μόνο. Τώρα, ως φόρμα, σαφώς και δεν χρειάζεται να το επιλέξω. Το «πατάς ένα κουμπί και βγαίνει μια χοντρή» που λέγανε παλιά, δεν υποκαθιστά την αναζήτηση στα ράφια του δισκάδικου ή το να ανοίγεις τη συσκευασία και να διαβάζεις τα liner notes ενός  cd. Ακόμη και στην ηλικία που έχεις αποκτήσει πρεσβυωπία.  

Με ποιους δίσκους είσαι πιο συναισθηματικά δεμένος και γιατί;
Είναι καμιά εκατοστή με κοπιώδη επιλογή. Μερικά που νομίζω δεν θα έκανα ποτέ χωρίς αυτά (και τα έχω σε διάφορες εκδοχές για να υπάρχουν παντού και να τα ακούω παντού) είναι τα “Back Ιn Black”, “Somewhere In Time”, “Whitesnake ‘87”, “Born In The U.S.A.”, “Wish You Were Here”, “Heaven And Hell”,“Rain Dogs”, “Appetite For Destruction”, “No Remorse” και “Joshua Tree”. Είναι βιωματικοί οι λόγοι, μου θυμίζουν πολλές και ωραίες καταστάσεις, σκηνικά και συναισθήματα, που κάθε φορά που τα ακούω ανατροφοδοτούνται  
 
Ποιον (ποιους) δίσκους ψάχνεις να βρεις και δεν βρίσκεις;
 

Έχω διάφορες λίστες, ξέρω τί ψάχνω, συνήθως για να συμπληρώσω δισκογραφίες συγκροτημάτων, ακόμη και με τα μέτριά τους. Όμως, δεν μου λείπει κάτι που θέλω διακαώς, ούτε κάτι που θα πλήρωνα «όσο – όσο» για να το αποκτήσω. Αυτά τα θεωρώ νεοπλουτισμούς συλλεκτών, εκτός στόχου. Θέλω διακαώς μόνον ότι έχω ζήσει σε πρώτο χρόνο. Αυτά, κατά το 90%, τα έχω. Από καινούρια, προτιμώ τα καινούρια των παλιών, ή παλιά σε καινούρια έκδοση, ας είναι και deluxe cd.

Έχεις αγοράσει κάπoιο δίσκο για το εξώφυλλό του;
Να πώ την αλήθεια όχι, όμως αφού έχω αγοράσει δίσκους, έχω προσπαθήσει να επηρεάσω τον εαυτό μου για την αξία τους, επειδή μου αρέσει το εξώφυλλο. Ας πούμε το “Raised On Radio” των Journey ή το “No Mean City” των Nazareth.

Με Robin Beck και Brad Lang (Y&T)



Πως συνδυάζεις την επαγγελματική σου ιδιότητα με το χόμπι της μουσικής;

  O συνδυασμός είναι αποτέλεσμα επιλογής και αντοχής. Από επιλογή παραμένεις ροκ. Αν μπαίνεις σε οποιοδήποτε επαγγελματικό χώρο για να ασπαστείς την τρέχουσα ηθική του και να περπατήσεις με βάση αυτήν, είσαι τελειωμένος. Όσον αφορά την αντοχή, το εννοώ ως εξής:  Πρώτον, ευτυχώς, το να έχεις γράψει χιλιόμετρα και να ανατροφοδοτείσαι από αυτά είναι κάτι που ή το έχεις ή δεν το έχεις. Και ευτυχώς, πολλοί από τη γενιά μας προλάβαμε να κάνουμε διάφορα πράγματα αρκετές φορές μέχρι να πειστούμε για την πραγματική τους αξία, πριν την άλωση των ψυχών μας από το i-phone. Γενικώς, αν δεν έχεις σταθερές, αν είσαι τουρίστας είτε στα γούστα, είτε δστη ζωή, χωρίς να εμβαθύνεις σε τίποτε, αν δηλαδή ψάχνεις να γευτείς τη «γεύση του μήνα» ή πας «εκεί που πάει η παρέα», θα κουραστείς πολλές φορές από τον εαυτό σου και στο τέλος δεν θα ξέρεις ποιός είσαι. Το να ενεργείς, με βάση αυτή την προσωπική παρακαταθήκη μνήμης περί την τέχνη (μουσική, ταινίες, βιβλία) είναι η πιο σθεναρή πράξη αντίστασης που υπάρχει σήμερα. Δεν μπορούν να σε κοροϊδέψουν, να διαστρέψουν το τί σου αρέσει και τί όχι, δεν μπορούν ούτε να σε εξαγοράσουν, ούτε να σε υποτιμήσουν, ούτε ακόμη και να σε τυποποιήσουν. Κάπως έτσι συνδυάζεται το πώς κάνω τη δουλειά μου με τη μουσική και με το τί σημαίνει για μένα και για πολλούς άλλους από μας, κάθε μέρα.


Τι ήταν αυτό που σε ώθησε να γράψεις το πρώτο μουσικό βιβλίο σου Dead Rockers Society (εκδόσεις Διάυλος).
 

Το να μιλήσω για κάποιους αναχωρήσαντες ρόκερς που όλοι γνωρίζουμε κυρίως για το παράδειγμα που έδωσαν με τη ζωή τους, χωρίς να ακούγομαι εγκυκλοπαιδικός, αποστειρωμένος και κοινότοπος. Λέγεται ότι τα κατάφερα.

Έμεινες ικανοποιημένος από τις πωλήσεις του; 

Πάρα πολύ, αν υπολογίσεις ότι στον τρίτο μήνα κυκλοφορίας του ξέσπασε ο κορωνοϊός και σταμάτησαν τα πάντα. Μπήκε μέσα στα πιο ευπώλητα του καλοκαιριού, αλλά οι αριθμοί δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο είναι το αποτύπωμα.

Το καινούργιο βιβλίο σου τι πραγματεύεται;

 Είναι ακριβώς το συναπάντημα με το ροκ καθώς μπαίνει η δεκαετία μέσα από τα μάτια ενός πιτσιρίκου που ακούει μουσικές, πάει σε πάρτυ, βλέπει ταινίες και ζει τη δεκαετία του ’80, ενηλικιούμενος με το που τελειώνει η δεκαετία. Όσο έρχονται οι μουσικές, τόσο γύρω του μαίνονται οι αλλαγέρς – σερούχα, σε γούστα, τα γεγονότα των ‘80s, η πολιτική, τα σημαδιακά γεγονότα στην κοινωνική ζωή, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, η αλληλεπίδραση της μουσικής μ΄αυτά μέχρι να αποσαφηνίσει τα γούστα του και να γίνει από ένα παιδάκι, ένα εν δυνάμει ρεμάλι. Είναι από πολλές απόψεις η ιστορία ενηλικίωσης της γενιάς μου. Ο τίτλος του είναι «Σάμγουερ in ‘80sland» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός τον Δεκέμβριο.

Ποιες είναι οι διαφορές των 2 βιβλίων σου  (δομικές, ουσιαστικές αλλά  και όσο αφορά το γράψιμό σου)  

Καταρχάς, είναι το έκτο μου, απλώς τα προηγούμενα είναι εγκληματολογικά και νομικά (σ.σ. Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου είναι δικηγόρος). Θα έλεγα ότι ως προς τα δύο τελευταία, το ένα βιβλίο βγήκε μέσα από το άλλο. Δηλαδή, αν διαβάσει κανείς τα κεφάλαια του Dead Rockers Society που έχουν αυτοβιογραφική ματιά, θα καταλάβει ότι εδώ έχουμε μια βουτιά στην εποχή, με φόρα. Με παρακίνησαν να πω την αλήθεια πολλοί φίλοι που ήθελαν κάτι ολοκληρωμένο για την εποχή. Όχι εγκυκλοπαιδικό, βιωματικό. Η μόνη συλλογικότητα που εχει μείνει όρθια είναι οι καλές στιγμές που έχουμε μοιραστεί. Ας πούμε, στις 20 Ιουλίου του ’18 στη Μαλακάσσα στη συναυλία των Maiden, βρήκα τον Κυριάκο το βάζελο που είχα γνωρίσει στις 13 Σεπτεμβρίου του ’88 στη Φιλαδέλφεια. Κουβεντιάσαμε σα νά’μασταν όλα αυτά τα χρόνια κολλητοί.

Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να πείσεις έναν εκδότη να τυπώσει ένα μουσικό βιβλίο; 

Στη δική μου περίπτωση δε χρειάστηκε να πείσω. Ευτυχώς και τις δύο φορές μίλησαν για μένα στους εκδότες άνθρωποι με πολύ ισχυρό αισθητήριο, με μεγάλη βιβλιοπαραγωγή και μεγάλη αξία, οπότε η σύσταση ήταν καταλυτική. Σε μια εποχή που υπάρχει η αυτοέκδοση, όταν ο εκδότης διακρίνει ότι κάποιος γράφει με τρόπο που τον ενδιαφέρει, απομένουν μόνο τα πρακτικά για τη συνεργασία.

Ποια είναι η σειρά που ακολουθεί ένας συγγραφέας όταν γράφει ένα βιβλίο (συγκέντρωση υλικού, φωτογραφίες, ταξινόμηση, κεφάλαια, καταγραφή, διορθώσεις, επιμέλεια εξώφυλλου κλπ). Αυτή είναι μια καλή ερώτηση για έναν επαγγελματία συγγραφέα που ζει από τη συγγραφή, όπως ο Στήβεν Κινγκ. Εγώ μπορώ να πω μόνον για μένα, καθ’ ότι ερασιτέχνης της γραφής. Αφετηρία είναι συνήθως μια έντονη πραγματική εμπειρία και η ανάγκη να την μοιραστείς, όχι με την απεγνωσμένη φιλαρέσκεια των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά επειδή νιώθεις ότι σημαίνει κάτι για περισσότερους από τους φίλους σου και θέλεις να την θέσεις στη συζήτηση. Ξεκινώντας από κει, υπάρχουν ιστορίες που μπλέκονται. Ιστορίες προσώπων που γνωρίζω, κάποιων που δεν γνωρίζω και κάποιων που γνωρίζουμε όλοι, όπως οι ροκ σταρ που μας μεγάλωσαν. Όταν η πρώτη ύλη της ιστορίας αποσαφηνιστεί, μετά προσεγγίζω το κείμενο με τη μεθοδικότητα που μου έχει μάθει η δουλειά μου. Γιατί το να μην τα θυμάσαι όλα, επιτρέπεται.  Το να είσαι όμως αδιάβαστος ή να κάνεις ότι ξέρεις, όταν οι ιστορίες σου έχουν χρόνο και τόπο πολύ συγκεκριμένο, δεν επιτρέπεται.

Δώσε μου λίγες παραπάνω πληροφορίες για το καινούργιο  βιβλίο 


 Θα σου πώ τί αποφασίστηκε να γραφεί στο οπισθόφυλλο:  «Το παρμπριζ αυτής της Ντελόριαν δε χρειάζεται υαλοκαθαριστήρα για τη σκόνη του χρόνου. Από τις κασσέττες της λαϊκής στο «ΜΟΥΣΙΚΟΡΑΜΑ» και το MTV. Από το Ολυμπιακό Στάδιο στο «ΡΟΔΟΝ  Club» κι από κει στη Νέα Φιλαδέλφεια και τα σταντ του «Σόλωνος και Μασσαλίας». Από τα χαλίκια των θερινών στα διπλά με μπάλα δανεική, κει που σκάει το κύμα. Αναστό’’ εναντίον Σαραβάκου, Γκάλης κατά Πέτροβιτς, Μπράϊαν Ρόμπσον κατά Βαν Μπάστεν, η αντίστροφη καταμέτρηση προς τις πανελλαδικές. Αληθινές οπτασίες και σινεματικές παραλίες, κοινόκτητα «ΠΟΠ & ΡΟΚ» και αποειδοποίητα διαγωνίσματα, πάρτυ σε χωλ και αυλόγυρους, σφηνάκια Β-52, κασέτες που αλλάζουν χέρια, κοπάνες, «πενταήμερες» και ρομάντζα που ντύνονται έρωτες in the Still Of The Night. Για τα παιδιά που μεγαλώσαμε στα χρόνια της «Αλλαγής» κι ενηλικιωθήκαμε με το «Βρώμικο ‘89», η δεκαετία του ’80 παραμένει το ξέφωτο με τις λιγώτερες ενοχές, γεμάτο αισθήσεις, πρότυπα και υποσχέσεις, υπογραμμισμένες από ένα καλειδοσκοπικό ροκ σάουντρακ, παιγμένο με τη βελόνα στα κόκκινα».
Σ’ ευχαριστώ και πάλι από την καρδιά μου για την ευκαιρία που μου δίνεις να μιλήσουμε τόσο εκτεταμένα για πράγματα που τόσο αγαπάμε !


3/12/22/
 

Την επόμενη Κυριακή: W.A.S.P. 40 Years f....n' like an animal. Η Ιστορία τους 1982-2022

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment
  1. Ειμαι υπερ του μη νομιμου downloading , η της 'free' ακροασης στο youtube ,οχι για να κανεις ζημια στους καλλιτεχνες , αλλα σαν 'δοκιμη ' .

    . Το downloading η καποια ακροαση σε youtube ειναι κατι σαν το test drive ενος αυτοκινητου . Προσωπικα 9 στα 10 cd που εχω κανει 'κατεβασει ' δεν τα ακουσα ποτε ξανα εκτος της πρωτης φορας γιατι μου φανηκαν απο κοινοτυπα μεχρι πατατες .Καποια τα σταματησα στο 3ο κομματι . Το 1 που διαπιστωσα οτι ειναι πραγματικα καλο ,το αγορασα ,συνηθως οταν το εβρισκα μεταχειρισμενο . Δεν βλεπω το λογο να πληρωσω κατι που θα το κανω σουβερ .(εχω εκατονταδες τετοια ) . Στην ουσια , το παρανομο downloading παιζει το ρολο και του παλιου 'δανεισματος ' του δισκου . Ενας επαιρνε ενα δισκο και 5 τον αντιγραφαν σε κασετα , αυτοι δεν πληρωναν τον καλλιτεχνη . Παλαιοτερα που οι εταιρειες εστελναν δειγματα , το δειγμα πηγαινε σε αλλους 10 που το αντεγραφαν και στο τελος εφτανε σε 50 .Μαλιστα ειδικα στο ειδος που ειμαι ακροατης (απο το 82 περιπου ) καποια στιγμη το κοινο στην Ελλαδα ηταν 300-500-αντε 1000 ατομα συνολικα . Καποια κυκλοφορια απο το 'δειγμα ' εφτανε στους 300 απο αυτους δηλαδη ο πυρηνας το ειχε ηδη απο ενα δειγμα που εκανε βολτες .

    Ειναι και θεμα τι φιλοδοξιες εχει ο καθενας απο την ενασχοληση του με την μουσικη , αν θεωρει ιερο χρεος του να εχει συμπληρωσει την δισκογραφια ενος καλλιτεχνη τοτε ας αγοραζει ασυστολα . Αν θεωρει οτι σε μια συναντηση του με αλλο 'συλλεκτη ' θα ντροπιαστει οταν του πει ο αλλος 'το live in oklahoma ' δεν το εχεις ??? Τοτε καλως κανει .

    Οπως και στο spotify (η αλλες πλατφορμες )μπορει καποιος να ακουει κατι και να βγαζει γνωμη χωρις να ειναι 'παρανομος ' και χωρις να πληρωνει .

    Τα τελευται χρονια το youtube με την free ακροαση ακομα και ολοκληρων δισκων εκανε μια 'απονομη ' δικαιοσυνης σε καποια πραγματα που δεν αξιολογηθηκαν οταν επρεπε . Καλλιτεχνες που την εποχη τους δεν εκαναν επιτυχια ,απεκτησαν μια αναγνωρισιμοτητα εκ των υστερων , πραγμα που οικονομικα φανταζομαι δεν τους απεφερε αλλα τους απεφερε καποια ηθικη ικανοποιηση . Παραδειγματα παρα πολλα .

    Η δεκαετια του 80 ηταν η καλυτερη μουσικα σιγουρα για ενα κυριως λογο γιατι ηταν η πρωτη συναντηση της γνησιας εμπνευσης (που ειχαν τα 70'ς) αλλα με την αναπτυξη της τεχνολογιας . Μετα η τεχνολογια εκανε τεραστια αλματα , αλλα αρχισε η εμπνευση να μην ειναι τοσο 'γνησια ' .

    Τελος στο κειμενο παραπανω , μια μονο παρατηρηση . Μπραιν Ρομπσον εναντιον Φαν Μπαστεν ? ατυχης συγκριση , σαν να λεμε Μιρτσεκης vs Θωμα Μαυρου .

    ΑπάντησηΔιαγραφή