YES: ASTRAL TRAVELLER (1969-1980)

 

Στο βαρύ κι ομιχλώδες Λονδίνο, του 1968, μεταξύ των πολλών συγκροτημάτων που προσπαθούσαν να φτιάξουν ένα δικό τους ήχο ήταν και οι Mabel Greer's Toyshop όπου έπαιζαν ο μπασίστας Chris Squire, μέλος εκκλησιαστικής χορωδίας,κι ο κιθαρίστας Peter Banks. Έκαναν αρκετές εμφανίσεις σε clubs αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι ο δρόμος που ακολουθούσαν, δεν οδηγούσε πουθενά. Σε μια από τις εμφανίσεις τους στο Marquee Club του Λονδίνου, τους είδε ο ιδιοκτήτης του club La Chase και τους συνέστησε σε ένα εργαζόμενο του, τον μπάρμαν (σ.σ. δεν νομίζω τότε να υπήρχε η ιδιότητα του μπαρίστα!). Ο Jon Anderson, αυτός ήταν ο μπάρμαν, άκουγε Simon & Garfunkel και γενικά του άρεσαν οι φωνητικές αρμονίες, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ διαδεδομένες στη μουσική. Οι Squire και Anderson το ίδιο βράδυ συνθέτουν το "Sweetness" που συμπεριλήφθηκε στο πρώτο άλμπουμ τους με τίτλο Yes. Ο Banks, τον οποίον θα ξανά συναντήσουμε στο εγγύς μέλλον η, αποχωρεί από τους Mabel Greer's Toyshop, αντίθετα συνεχίζουν απτόητοι με την πρόσληψη μέσω αγγελίας από τη μουσική εφημερίδα Melody Maker, του ντράμερ Bill Bruford και τον Banks να επιστρέφει. Στο σχήμα προστίθεται ο οργανίστας με κλασική παιδεία Tony Kaye (από τους Johnny Taylor's Star Combo και Federals) και τον Ιούλιο του 1968 ξεκινούν πρόβες στο υπόγειο του Lucky Horseshoe cafe στη Shaftesbury Avenue.
Μόλις έχετε ξεκινήσει να διαβάζετε την ιστορία ενός εκ των 5 κορυφαίων πυλώνων του progressive rock, των Yes. Και όπως κάθε Κυριακή, η ιστορία τους θα εξελιχθεί δίσκο προς δίσκο, γεγονός προς γεγονός κι από το 1968 θα φθάσουμε έως το 1978 και την κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ της πρώτης ιδιαίτερα σημαντικής περιόδου τους, του Tormato. Oι Yes συγκέντρωσαν στη μουσική τους όπλα εκείνα τα στοιχεία που τους έκαναν να ξεχωρίσουν: Μεγάλες χρονικά συνθέσεις, συχνά δυσνόητοι στίχοι, ιδιαίτερα φωνητικά και ντελικάτο παίξιμο από δυο κορυφαίους μουσικούς Steve Howe και Rick Wakeman, για να έχουμε έναν από τους 5 πυλώνες του progressive rock (οι άλλοι 4 είναι οι Genesis, King Crimson, Pink Floyd και Emerson Lake and Palmer). Οι Anderson και Squire ήταν αυτοί που είχαν την έμπνευση για τον πολυδαίδαλο ντελικάτο ήχο τους με τους Howe και Wakeman να δημιουργούν και να εξελίσσουν τον ήχου τους. Μπορεί ο ήχος του μπασίστα Chis Squire να περνάει απαρατήρητο για πολλούς από εμάς και να επικεντρώνουμε στην κιθάρα και στα πλήκτρα, αλλά η βασική συνθετική δομή των κομματιών, οφείλεται σε αυτόν! Ο μπασίστας του Steve Wilson, Nick Beggs, χαρακτηρίζει τον ήχο του «συμφωνικό, με εναλλασσόμενα στυλ  και ιδέες που ξεχωρίζουν». Όπως λέει “ μπορεί να πάρει μια απλή ιδέα και να την εκτοξεύσει». Με σύνθεση Bill Bruford ντραμς, Banks κιθάρα, Tony Kaye πλήκτρα, Chris Squire μπάσο και Jon Anderson τραγούδι, αρχίζουν να ψάχνουν για όνομα και με πρόταση του Anderson, το Life φαίνεται να προκρίνεται, μέχρι που ο Squire προτείνει το World. 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΗΜΕΡΕΣ

Το  αμερικάνικο εξώφυλλο του πρώτου δίσκου
Ο Banks ήταν αυτός που πρότεινε το "yes" το οποίο ήταν και το τελικό όνομά τους. Στις 4 Αυγούστου 1968 κάνουν την πρώτη εμφάνισή τους στο East Mersea του Essex, παίζοντας διασκευές Beatles, 5th Dimension και Traffic. Στις 16 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, έχουν την τύχη να αντικαταστήσουν τους Sly and the Family Stone (σ.σ. ηχητικά άσχετοι μεταξύ τους) σε μια συναυλία αλλά μέσα στο κοινό ήταν κι ένας νεαρός, ονόματι Roy Flynn που ανέλαβε manager τους. Πριν καλά καλά αρχίσουν, αποχωρεί ο Bruford για να σπουδάσει κι τον αντικαθιστά ο Tοny O'Reilly (Koobas) κι αυτόν με τη σειρά του ο μετέπειτα ντράμερ των King Crimson, Ian Wallace. Βλέποντας το αδιέξοδο με τους ντράμερ, οι Anderson και Squire, πείθουν τον Bruford που στο μεταξύ αντιμετώπιζε πρόβλημα με το Πανεπιστήμιο να επιστρέψει. Δόλωμα;  Θα άνοιγαν την αποχαιρετιστήρια εμφάνιση των Cream στο Royal Albert Hall. Το ημερολόγιο έγραφε  26 Νοεμβρίου 1968 και χωρίς να το καταλάβουν οι Yes είχαν γράψει το όνομά τους στην ιστορία αλλά δεν είχαν δισκογραφικό συμβόλαιο και το κυριότερο, δικό τους ήχο! Όμως πριν φθάσουμε εκεί, ας δούμε τι λέει ο Buford για εκείνη την εμφάνισή τους: “Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που ο Ginger Baker (ντράμερ των Cream) κάθισε σε μια πελώρια Ludwig με διπλή κάσα, με το κοινό να βρίσκεται σε απόλυτη σιγή και ξαφνικά να του πέφτει το ένα drum stick. Ο αντίλαλος  στο Royal Albert Hall ήταν τρομακτικός».
ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ATLANTIC RECORDS
Η υπογραφή στην Atlantic Records, έγινε αφού το συγκρότημα έκανε audition στο Speakeasy Club του Λονδίνου με παρόντα τον πρόεδρο της εταιρείας, Ahmet Ertegun και μπήκαν στα studio Advision και Trident Studios με παραγωγό τον Paul Clay που δεν είχε εμπειρία από rock ήχο αλλά από μουσική για ταινίες. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο ο Clay αλλά και η μεταφορά/προγραμματισμός του Hammond που τους πήρε 2 ημέρες. Τελικά νοίκιασαν ένα για να έχουν τον ήχο που ήθελαν, με όλα τα μέλη να έχουν μηδενική εμπειρία σε studio. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο Ertegun πήγε την 3η ημέρα στο studio κι δεν είχαν γράψει τίποτε!


Οι King Crimson, άθελά τους, τούς βοήθησαν να προσδιορίσουν τον ήχο τους, αφού ο Anderson τους παρακολούθησε σε μια συναυλία τους και κατάλαβε πόσο μακριά  ήταν (σ.σ. οι Yes) από τον ήχο που γεννιόταν εκείνη την εποχή. Έπρεπε να γίνουν πιο τεχνικοί, να κάνουν περισσότερες πρόβες, και να κυττάξουν μπροστά,. Παρ’όλα αυτά, στο πρώτο άλμπουμ με τίτλο το όνομά τους, ,συμπεριέλαβαν τις διασκευές των Beatles ("Every Little Thing") και Byrds («See You"). Η εμπορική αποτυχία του δεν τους πτόησε, αφού οι κριτικές που πήραν ήταν καλές και το κυριότερο οι άνθρωποι της Atlantic ήταν ικανοποιημένοι. Το εξώφυλλο ήταν πολύ απλό και δεν εχίνε καμία σχέση με αυτά που θα εμφάνιζαν σε λίγους μήνες μετά τη συνεργασία τους με τον Roger Dean. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στην Αμερική με διαφορετικό εξώφυλλο (δεςπιο πάνω φωτό)
Το «Beyond and Before" που ανοίγει το άλμπουμ είναι ένα σαφές δείγμα για το τι θα ακολουθήσει και χαρακτηριστικό της διαφορετικότητας του, με τους στίχους να περιγράφονται από τον Squire σαν "ένα acid rock τραγούδι  με ψυχεδελικούς στίχους» του. Το  "Harold Land" πήρε τον τίτλο του από τον Αμερικάνο σαξοφωνίστα Harold Land, ενώ αν κι αν διάλεξαν ένα άγνωστο τραγούδι των Beatles (το "Every Little Thing") και το έκαναν δικό τους, με αρκετούς ραδιοσταθμούς να το επιλέγουν για το πρόγραμμά τους,  κυρίως στην Αμερική! Το Yes δεν έχει το τραγούδι που θα κερδίσει τον ακροατή ή τον ραδιοφωνικό παραγωγό, αλλά όλο μαζί είναι ένα ευρηματικό άλμπουμ, πολύ ξεχωριστό απ΄όσα κυκλοφορούσαν τότε. Σίγουρα δεν είναι στο ύψος των Close to the Edge και Fragile αλλά έχει τις στιγμές του, με καλύτερη όλων το ορμητικό “Looking Around” και το “Survival” που η ερμηνεία του Anderson είναι όλα τα λεφτά.
 Μπορεί όλοι να υποκλινόμαστε στο δαντελωτό παίξιμο του Steve Howe (σ.σ. θα έλθει στο συγκρότημα το 1971) αλλά και το παίξιμο του Tony Banks είναι πολύ καλό και πολύ διαφορετικό απ΄όσα κιθαριστικά  παιξίματα είχαμε ακούσει εκείνη την εποχή. Ακούστε τα «Beyond and Before" και "I See You" κι εύκολα θα εκπλαγείτε από το εύρος του παιξίματός του.   
Ακολουθώντας τους νόμους της δισκογραφίας και της αγοράς, το συγκρότημα βγαίνει περιοδεία με τους Faces για να ακολουθήσει μια συναυλία τους στο Queen Elizabeth Hall με τη συνοδεία 20μέλους ορχήστρας και το χειμώνα του 1969 προς 1970 ξανά μπαίνουν στο Advision Studios και με παραγωγό τον Tony Colton ηχογραφούν τα 8 κομμάτια του καινούργιου άλμπουμ τους Time and a WordΕδώ συναντάμε για πρώτη φορά σαν συνεργάτη τους το όνομα του μηχανικού ήχου Eddy Offord, που τον έφερε το στέλεχος της Atlantic, Phil Carson. Χωρίς να το ξέρουν οι Yes κι ο Offord, μόλις είχαν ξεκινήσει μια συνεργασία που θα χαρακτήριζε και τους δύο. Και πάλι εδώ έχουμε διασκευές, τα "No Opportunity Necessary, No Experience Needed" του Richie Havens με την υποβλητική εισαγωγή και το "Everydays" των Buffalo Springfield για να μην αναφέρω το «The Prophet» που έχει δανειστεί το θέμα από το τη σουίτα The Planets του Gustav Holst, ένα ξεκάθαρο δείγμα της αγάπης του Anderson αλλά και των υπόλοιπων για την κλασική μουσική και πόσο δεμένη ήταν με τη μουσική των Yes. Με το πρώτο  άκουσμα το Time and A Word (Νο45 Μ.Βρετανία) είναι σαφώς πιο ώριμο και συντεταγμένο σε σχέση με το πρώτο άλμπουμ με τον Banks να «βγαίνει» πιο έξω και τον Tony Kaye να πλουτίζει ή αν θέλετε να βαραίνει τον ήχο τους. Ιδέα του Anderson ήταν η χρησιμοποίηση ορχήστρας αλλά και πνευστών για να δοθεί μεγαλύτερο βάρος στις συνθέσεις. O Anderson ο οποίος μτραξύ των μελών αποκαλείτο “Napoleon” και για το δέμας του αλλά και τις αρχηγικές αποφάσεις του! Η χρήση ορχήστρας μόλις είχε αρχίσει να γίνεται σε συγκροτήματα όπως είχε συμβεί με τους Moody Blues, Deep Purple αλλά και Nice.
Χωρίς να μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχία ο συνδυασμός μουσικής και ορχήστρας, το αποτέλεσμα είναι καλό αφού κομμάτια σαν τα «No Opportunity Necessary, No Experience Needed", “Them” και "Sweet Dreams" πήραν όγκο με το τελευταίο να μένει για πολλά χρόνια στο set list των συναυλιών τους. Τελευταίο άφησα το ομώνυμο τραγούδι που είναι φανερή η προσπάθεια τους να κάνουν ένα κομμάτι-ύμνο, που μάλλον δεν τους βγήκε  Στην αρχική έκδοση του άλμπουμ ΔΕΝ υπήρχε το "Dear Father" το οποίο κυκλοφόρησαν σαν B-side (β πλευρά) στο single του "Sweet Dreams". To «Dear Father» συμπεριλήφθηκε στην cd έκδοση του άλμπουμ αλλά και στη συλλογή Yesterdays (σ.σ. γι αυτή την καταπληκτική συλλογή θα διαβάσετε πιο κάτω).Και κάτι τελευταίο, οι Banks, Kay και Squire είχαν προβλήματα με τον παραγωγό Colton, προβλήματα μίξεις και ήχου, αφού ακόμα και σήμερα πιστεύουν ότι το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο αν άκουγε τις συμβουλές τους.


Τρεις μήνες πριν την κυκλοφορία του Time and A Word, και μετά το τέλος μιας συναυλίας τους στο Luton (8 Απριλίου), οι Anderson και Squire ανακοινώνουν στον Tony Banks ότι δεν είναι πλέον μέλος τους. Πάντως ακόμα και σήμερα ο Banks θεωρεί ότι δεν υπήρχαν λόγoι να τον απολύσουν και φυσικά ποτέ δεν κατάλαβε την αιτία. Σύμφωνα με το συγκρότημα, βασική αιτία ήταν ότι ήθελαν κάτι διαφορετικό που δεν το προσέφερε ο ήχος του καθώς μάλιστα δεν ήταν θετικός με τη χρήση ορχήστρας, κάτι για το οποίο ο Anderson ήταν ιδιαίτερα θετικός. Έτσι μπήκε στο κάδρο το  όνομα του Steve Howe μετά από πρόταση του Tony Kaye που τον είχε να δει σε μια συναυλία των Tomorrow όπου έπαιζε. Το είπε στους Squire και Anderson, τον είδαν και τον κάλεσαν για μια audition με τον 23χρονο τότε Howe να είναι ήδη πατέρας του νεογέννητου Dylan. Ο Steve Howe, εμφανίζεται στο αμερικάνικο εξώφυλλο το οποίο και πάλι είναι διαφορετικό από το βρετανικό όπου εμφανίζεται ο Banks. Πάντως στο δίσκο ΔΕΝ παίζει ο Howe.

Για μια ακόμα φορά να θυμίσω την σχεδόν πάγια τακτική των αμερικάνικων δισκογραφικών εταιρειών να κυκλοφορούν αρκετά βρετανικά άλμπουμ με διαφορετικό εξώφυλλο, ισχυριζόμενοι τη διαφορετική λογική της αγοράς του. Αυτή η σκέψη διατηρήθηκε έως και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 κι ευτυχώς σταμάτησε. Με παραγωγό και μηχανικό τον Eddy Offord και μέγιστο χρόνο 12 ώρες studio για κάθε κομμάτι(!)  το Φεβρουάριο του 1971 κυκλοφορεί το The Yes Album (Νο4 Μ.Βρετανία,Νο 40 Αμερική), το πρώτο με τον Howe στη σύνθεσή τους, δένοντας για πρώτη φορά το όνομα των Yes με την επιτυχία, επιτυχία που θα μπορούσαν να είχαν και με το Time and A Word. Θα μείνω σε 3 κομμάτια, το "Yous Is No Disgrace" με τη μουσική του να βασίζεται στη συρραφή διαφόρων κομματιών που είχαν γράψει στις πρόβες και σε στίχους των Anderson και του φίλου του David Foster, με τον Howe να επεξεργάζεται το εναρκτήριο riff της κιθάρας, το "Starship Trooper" που συνθετικά, το μεγαλύτερο μέρος του ανήκει στους Anderson, Squire και Howe. Από τα δυνατά κομμάτια του άλμπουμ το”I’ve seen all good people”,  ξεκινά με a capella των Anderson, Squire και Howe να τραγουδούν σε αρμονία για να μπει η 12χορδή κιθάρα. Το κομμάτι εξελίσσεται σε 2 μέρη, το "Your Move" που χρησιμοποιεί το παιχνίδι του σκακιού σαν μεταφορά για τις σχέσεις ανδρών-γυναικών, (Move me on to any black square/Use me any time you want/Just remember that the goal/Is for us all to capture all we want, anywhere) ενώ στο ίδιο κομμάτι ακούγεται κι ο στίχος "send an instant karma to me" κι αναφέρεται στο τραγούδι "Instant Karma!" του John Lennon. Την κυκλοφορία του άλμπουμ διαδέχτηκε 28ήμερη ευρωπαική περιοδεία με τους Iron Butterfly για να ακολουθήσει η αμερικάνικη περιοδεία με τους Jethro Tull όπου σημειώθηκε ένταση μεταξύ των Howe και Kaye, ένταση που είχε να κάνει με την άρνηση του Kaye να χρησιμοποιήσει Mellotron και Minimoog synthesizer, προτιμώντας το πιάνο και το Hammond. Αυτό έφερε την απόλυσή του από το συγκρότημα και το όνομα του Rick Wakeman σαν πρώτου υποψήφιου για την κενή θέση. 

 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΑ

Τον είχαν δει να παίζει πιάνο στους Strawbs που ήταν το πρώτο φολκλορικό συγκρότημα που έβαλε ηλεκτρικά πλήκτρα στον ήχο του. Με κλασική παιδεία, ο ξανθός οργανίστας/πιανίστας (σ.σ. είχε παίξει session σε τραγούδια των T. Rex, David Bowie, Cat Stevens και Elton John), εξελίχθηκε σαν μια τεράστια μετεγγραφή που μαζί με τον Steve Howe ανέδειξαν το progressive στοιχείο που οι Yes διέθεταν και τους ανέβασε επίπεδο. Ο ίδιος ο Wakeman, έως την ημέρα που δέχτηκε την πρόταση των Yews, αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα, ενώ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΗΜΕΡΑ δέχτηκε πρόταση κι από τον Bowie να τον συνοδέψει στην περιοδεία του. Τον ευχαρίστησε κι αποδέχτηκε την πρόσκληση των Yes! Αν και οι διαφορές μεταξύ Strawbs και Yes είναι χαοτικές, πολύ σύντομα ο Wakeman βρήκε τα πατήματά του κι ενσωματώθηκε στο συγκρότημα και στον ήχο του, προσθέτοντας όχι μόνο τον ήχο που ήθελαν αλλά και εντυπωσιακή σκηνική παρουσία με τις πολλές σειρές πλήκτρων, τα μακριά ξανθά μαλλιά του αλλά και την περίφημη …κάπα του! Η τελευταία συναυλία του Kaye με τους Yes ήταν τον Ιούλιο του 1971 στο Crystal Palace για να επιστρέψει 11 χρόνια αργότερα. Αλλά έχουμε χρόνο ώσπου να φθάσουμε εκεί!  

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ THE YES ALBUM ΤΩΝ YES
Το εκ πρώτης όψης απλό εξώφυλλο του τρίτου άλμπουμ των Yes, The Yes Album, κρύβει μια ολόκληρη ιστορία. Τη φωτογράφιση είχε αναλάβει ο Phil Franks κατόπιν πρότασης του art director του περιοδικού Rolling Stone κι η αρχική ιδέα ήταν να φωτογραφηθεί το συγκρότημα μπροστά από ένα δυνατό φόντο, κατά προτίμηση μια σειρά ενισχυτών Marshall. Η κατάσταση άλλαξε όταν το συγκρότημα παρουσιάστηκε στο studio του Franks μάλλον κουρασμένο και τον Tony Kaye με γύψο στο πόδι που είχε αποκομίσει μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα που είχαν κατά την επιστροφή τους από συναυλία στο Basingstoke.Εκείνη την ημέρα συνέβαιναν πτώσεις ρεύματος κι έτσι ο Franks τους πρότεινε να πάνε να φωτογραφηθούν στο σπίτι του. Κατά την  έξοδο από το studio βρήκε πεσμένο στο δρόμο ένα κεφάλι από πολυουρεθάνη (σ.σ. για να βάζουν τις περούκες), που μάλλον έχει πέσει από κάποιο ν κομμωτή και το πήρε μαζί του. Η φωτογραφία που επιλέχθηκε για το εξώφυλλο, τραβήχτηκε στην…κουζίνα του και σε πρώτο πλάνο είναι ο Kaye με το σπασμένο πόδι και το κεφάλι για την περούκα που κρέμεται από την οροφή με πετονιά! Ο Franks πληρώθηκε το ποσό των 140    λιρών για τη δουλειά του, νούμερο πολύ καλό για την εποχή κι αμέσως μετά πήγε στο Sam Francisco για να δουλέψει για το περιοδικό Rolling Stone.

 
To Νοέμβριο του 1971, κυκλοφορούν το Fragile (Νο7 Μ.Βρετανία, Νο4 Αμερική) που στην ουσία είναι το πρώτο άλμπουμ της νέας εποχής, που το συγκρότημα παρουσιάζεται με πιο ώριμο αλλά και με πιο progressive ήχο. Με ιδέα του Bruford, κάθε μέλος παρουσιάζει μια δική του ιδέα που όλοι μαζί αναπτύσσουν. Και πάλι ο Eddie Offord ήταν πίσω από την κονσόλα, με την παραγωγή να αναλαμβάνει το ίδιο το συγκρότημα και να στοιχίζει $30,000. Το άλμπουμ ανοίγει με ένα από τα γνωστά τραγούδια τους, το "Roundabout" που ξεκίνησε σαν μια οργανική σουίτα κιθάρας με πλούσια μελωδία κι ο Anderson έβαλε τους στίχους. Στο άλμπουμ αυτό είναι η πρώτη φορά που το όνομα του Anderson το γράφει χωρίς h! Στο "Cans and Brahms" ξετυλίγει το ταλέντο του στην κλασική μουσική  για να φθάσουμε στο κλασικό "Long Distance Runaround", ένα από τα πανέμορφα τραγούδια τους! Το "The Fish (Schindleria Praematurus)" είναι η προσωπική συμμετοχή του μπασίστα  Chris Squire στο άλμπουμ με τον υπεύθυνο φωτισμού του συγκροτήματος Michael Tait, να θυμάται ότι του είχε τηλεφωνήσει ο Anderson από το studio στις δέκα το βράδυ, ζητώντας να του πει κάτι πολύ συνηθισμένο σε όλους μας: "το όνομα ενός προϊστορικού ψαριού σε οκτώ συλλαβές». O Tait έψαξε βρήκε το βιβλίο Guinness και βρήκε το Schindleria praematurus με τον Squire να το κρατά για τίτλο. Από τον τίτλο αυτού του κομματιού, ο Chris Squire πήρε το ψευδώνυμο “Fish” που ήταν κι ο τίτλος του πρώτου προσωπικού του άλμπουμ. Ο Howe ερμηνεύει το κιθαριστικό "Mood for a Day" με μια κιθάρα φλαμένκο, ενώ το "Heart of the Sunrise" μιλά για την αγάπη του Anderson για την τότε γυναίκα του Jennifer. Εκείνο που λάβαμε εμείς οι fans ακούγοντας το Fragile ήταν ώριμός και ντελικάτος ήχος του Steve Howe κι ο πομπώδης μεγαλοπρεπής ήχος, από τα πλήκτρα του άγνωστου σε εμάς Rick Wakeman. "Ήταν μια εποχή που ο κόσμος ήθελε να ακούσει κάτι περισσότερο από μια pop μελωδία, από ένα pop τραγούδι. Δεν έχω τίποτε με την pop μουσική αλλά η μουσική των Yes ήταν σε άλλο επίπεδο" δήλωσε ο Rick Wakeman. Προσέξτε ότι το video του “Roundabout” προέρχεται από την εισαγωγή τους στο Rock’n’Roll of Fame το 2017, με τον Geddy Lee των Rush να παίζει στη θέση του εκλιπόντος Chris Squire και δεύτερο  κιθαρίστα τον Trevor Rabin.
ΠΩΣ ΒΓΗΚΕ Ο ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ
 Σύμφωνα με τον διευθυντή φωτισμού του συγκροτήματος Michael Tait, ο τίτλος του άλμπουμ προήλθε από τον manager τους Brian Lane, ο οποίος, ενώ τηλεφωνούσε σε κάποιο στέλεχος εταιρεία που εργαζόταν στο promotion εφημερίδων και περιοδικών (press manager), ρώτησε τον Lane για το νέο άλμπουμ των Yes και τον τίτλο του, ο οποίος δεν υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Κυττώντας ο Lane  κάποιες φωτογραφίες από συναυλία τους στο Crystal Palace, είδε τα μόνιτορ στο μπροστινό μέρος της σκηνής και όλο τον εξοπλισμό που έφερε αυτοκόλλητα που έγραφαν "Fragile". 
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ FRAGILE
Όμως εκτός του νεοφερμένο Rick Wakeman, στην παρέα των Yes προστέθηκε ακόμα ένας καινούργιος, ο εικαστικός/σχεδιαστής Roger Dean, που έως τότε είχε μικρή παρουσία, έχοντας σχεδιάσει 16 εξώφυλλα δίσκων με σημαντικότερα τα δύο άλμπουμ των Osibisa (Osibisa και Woyaya) και Atomic Rooster (Hearing of ) αλλά μόνο τα 2 εξώφυλλα των Osibisa να ήταν στο πνεύμα που τον καθιέρωσαν. Ο Dean είχε ήδη αρχίσει να κάνει επαφές με στελέχη δισκογραφικών εταιρειών για να σχεδιάσει κι άλλα εξώφυλλα και μια από τα σημαντικότερες συναντήσεις του ήταν αυτή με τον Phil Carson Δ/ντη της Atlantic Rec Ευρώπης. Του Carson άρεσε η προσέγγιση του Dean και του είπε να μείνουν σε επαφή ώστε μόλις παρουσιαστεί μια ευκαιρία να συνεργαστούν. Τότε η Atlantic είχε 2 μεγάλα rock συγκροτήματα, τους Led Zeppelin και τους Yes. Πράγματι, δεν πέρασαν λίγες εβδομάδες κι ο  Carson τηλεφώνησε στον Dean προτείνοντας του να σχεδιάσει το εξώφυλλο του καινούργιου άλμπουμ των Yes! Παρ όλο που συναντήθηκε με το συγκρότημα για να ανταλλάξουν απόψεις, δεν είχε ακούσει τη μουσική τους  και ήξερε μόνο τον τίτλο του άλμπουμ, Fragile (Εύθραυστο). Το σχέδιο που βλέπετε στο εξώφυλλο είναι επηρεασμένο από την μόλυνση του περιβάλλοντος (σ.σ. μιλάμε για το 1972 όταν στη χώρα μας δεν ξέραμε τη σημαίνει οικολογία που είναι ελληνική λέξη και δεν ασχολούμαστε καν με τέτοια θέματα!). Η προσέγγιση του δεν είναι καταστροφική π.χ νεκρά ζώα και κατεστραμμένη γη, αλλά ο πλανήτης κι ένα σκάφος που φεύγει παίρνοντας μαζί του κατοίκους για να αποικίσουν σε άλλο πλανήτη!  Βέβαια εκείνο που κερδίζει αμέσως είναι η εικαστική ιδιαιτερότητα του Dean, μια ιδιαιτερότητα που τον έφερε στην κορυφή. Το διαστημόπλοιο που φαίνεται σαν ξύλινο κι έχει πτερύγια ψαριού, οι κοφτεροί η βράχοι (σ.σ. άλλο σήμα κατατεθέν των έργων του)  και το πράσινο χωρίς την ύπαρξη πόλεων, συνθέτουν ένα από τα ωραιότερα εξώφυλλα του. Στην πίσω πλευρά, το διαστημόπλοιο έχει φύγει κι κομμάτια έχουν αρχίσει να αποσυντίθενται από τον πλανήτη.
Roger Dean


Το κυριότερο στα έργα του Dean είναι ότι η ξεχωριστή προσέγγιση του φανταστικού και με το Fragile ξεκίνησε μια μεγάλη περίοδος συνεργασίας με έναν καλλιτέχνη που η δουλειά του έδεσε ΑΠΟΛΥΤΑ με τη μουσική τους.
Άλμπουμ σαν το Fragile αλλά και τα Selling England by the Pound (Genesis), Tarkus (Emerson Laker and Palmer), The Dark Side of the Moon (Pink Floyd0, In the Court of Crimson King (King Crimson) και δίπλα σε αυτά μπορείτε να προσθέστε όλα όσα θέλετε εκείνης της εποχής που χαρακτήρισαν το Progressive rock. Όμως το Close to the Edge(1972, Νο4 Μ.Βρετανία,Νο 3 Αμερική) ήταν το πιο φιλόδοξο εώς εκείνη τη στιγμή, άλμπουμ τους. Έχοντας πάρει τα μαθήματά τους από τα προηγούμενα άλμπουμ, το ομώνυμο 19 λεπτών διάρκειας κομμάτι, είναι η κορυφή του ήχου τους, καταλαμβάνοντας μια ολόκληρη πλευρά στο βινύλιο και συνδυάζει στοιχεία κλασικής μουσικής, rock ακόμα και jazz. Το άλμπουμ έβγαλε το single "And You and I" το οποίο έκανε μικρή επιτυχία στην Αμερική (Νο42) αλλά σηματοδότησε και την αποχώρηση του Billy Bruford που προσχώρησε στους King Crimson.

Οι υποψήφιοι αντικαταστάτες ήταν αρκετοί, με βασικούς τους Aynsley Dunbar (από το συγκρότημα του Frank Zappa) και τον Alan White των Plastic Ono Band, που ήταν φίλος των Anderson και Offord. Επέλεξαν τον White που έμαθε τα κομμάτια μέσα σε 3 ημέρες, πριν φύγουν για περιοδεία! Για να ξανά γυρίσω στο άλμπουμ, το Close to the Edge είχε ένα e εξαιρετικά πολύπλοκος ήχο με τους στίχους σε πολλά σημεία να είναι ακαταλαβίστικοι. Αυτό τους έκανε να ηχογραφούν κάθε πρόβα τους για να μπορούν να τις ξανά ακούν και να αντλούν ιδέες ή και ολόκληρα συνθετικά κομμάτια. Σε μια εποχή που το progressive rock θριάμβευε, το Close to the Edge τοποθέτησε το συγκρότημα στην κορυφή του progressive, με τους στίχους του Anderson να έχουν όλο το μυστικιστικό/ λυρικό περιεχόμενο και τους Howe και Wakeman με το δαντελωτό παίξιμό τους, να απογειώνουν τον ήχο τους. Το Close to the Edge περιελάμβανε μόλις τρία κομμάτια, το έπος "And You and I", το και "Siberian Khatru", καθώς και το ομώνυμο κομμάτι, διάρκειας  19 λεπτών που αντιπροσώπευε ότι πιο μουσικό και λυρικό είχαν δουλέψει οι Yes στο σύντομο παρελθόν τους και με στίχους επηρεασμένους από το βιβλίο του Herman Hesse, Siddhartha, ντυμένο από ένα μουσικό περιτύλιγμα βασισμένο κατ’΄αρχή στα δαντελένια κιθαριστικά μέρη του Steve Howe και κατά δεύτερο λόγο στο σύνολο των υπολοίπων. Πόσο τυχαίο, ότι μετά από πρόταση του Howe ενίσχυσαν τη μόνωση του studio με ξύλο κυρίως για τα ντραμς του Bruford που μαζί με τον Chris Squire έκαναν όλα τα φωνητικά. To "Siberian Khatru" , βασίστηκε (όπως το “And you and I”) σε μια ιδέα του Anderson που την επεξεργάστηκε με τους υπόλοιπους και σύμφωνα μ τον Anderson η λέξη "khatru" μεταφράζεται σε "όπως θέλετε" στα αραβικά (Υεμενίτικη διάλεκτο), αλλά δεν είχε ιδέα τι σήμαινε η λέξη εκείνη τη στιγμή μέχρι που ζήτησε από κάποιον να ψάξει τη σημασία της! Ο Howe είπε ότι το κομμάτι στο σύνολό του είναι εμπνευσμένο από τη μουσική του Igor Stravinsky με την ηχογράφηση της κιθάρας να  απαιτεί δύο μικρόφωνα, το ένα κατ’ ευθείαν από τον ενισχυτή.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Roger Dean ο οποίος μας είχε συνηθίσει στα γνωστά πανέμορφα σχέδια φαντασίας κι εδώ έχουμε κάτι εντελώς απλό. Ένα χρώμα πράσινο που βαθμιαία αυξάνει και καταλήγει στο οπισθόφυλλο σε μαύρο κι ένα καινούργιο λογότυπο που διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια. Μάλιστα, ο σχεδιασμός του έγινε χωρίς να το γνωρίζει το συγκρότημα πριν ακόμα ξεκινήσει να δουλεύει το εξώφυλλο! Το σχεδίασε στο τραίνο, μεταξύ Λονδίνου και Brighton και η βασική ιδέα ήταν τα 3 γράμματα να εμπλέκονται με ένα ενδιαφέροντα τρόπο.
Έχοντας 5 studio άλμπουμ και μια σειρά πετυχημένων περιοδειών σε Μ.Βρετανία και Αμερική, το συγκρότημα προχωράει στην κυκλοφορία του πρώτου live άλμπουμ του Yessongs που ήταν 3πλό(!!) με τις ηχογραφήσεις να γίνονται κατά την περίοδο Φεβρουάριου-Δεκέμβριου 1972, όπου περιόδευαν προωθώντας τα άλμπουμ τους Fragile (1971) και Close to the Edge (1972) για αυτό σε κάποια κομμάτια του Yessongs, ντραμς παίζει ο Bill Bruford  και σε κάποια άλλα ο αντικαταστάτης του Alan White. Το Yessongs (Νο 7 Μ.Βρετανία,Νο 20 Αμερική) ηχητικά (σ.σ. η λέξη παιχτικά δεν μου ακούγεται καθόλου καλή) είναι πολύ καλό, αλλά νομίζω ότι σχεδόν όλα(!) τα εύσημα παίρνει το περίτεχνο παίξιμο του κιθαρίστα Steve Howe που σε ορισμένα κομμάτια είναι αριστουργηματικό, αναδεικνύοντας το Yessongs αντιπροσωπευτικό του live ήχου, της υπερβολής και των δυνατοτήτων του συγκροτήματος ακόμα κι αν οι συνθέσεις τους ξεπερνούν τα 8 λεπτά σε διάρκεια. Ειδικά στα «Siberian Khatru"(ένα τρελό σόλο), "Heart of the Sunrise", "Roundabout" και "Close to the Edge", είναι ανυπέρβλητος. Γι την ιστορία, το άλμπουμ και οι τότε συναυλίες τους ξεκινούσαν με την επιβλητική εισαγωγή "Firebird" του Ρώσου συνθέτη/μουσουργού Igor Stravinsky! Τα περισσότερα κομμάτια του τριπλού live άλμπουμ προέρχονται από τα τρία πρόσφατα studio άλμπουμ τους (Yes Album (1970), Fragile (1971) και Close to the Edge (1972)με ικανή προσθήκη ένα πέρασμα από το προσωπικό άλμπουμ του Rick Wakeman, The Six Wives Of Henry VIII, το οποίο δένει απόλυτα με τα υπόλοιπα. Φυσικά δεν λείπουν  τα σόλο μπάσο και κιθάρα, που πάντα είτε σαν θεατής σε συναυλία, είτε σαν ακροατής δίσκου, με κούραζαν. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο περφεξιονισμός κορυφώνεται, αγγίζοντας το απόλυτο και το συγκρότημα καταφέρνει να αποδίδει στα live του, την ποιότητα των studio ηχογραφήσεων. Κλασικό παράδειγμα, ο τραγουδιστής Jon Anderson που η απόδοσή του είναι πολύ καλή ακόμα και στο τραχύ "I've Seen All Good People" αν κι έχω την αίσθηση ότι το «ευαίσθητο» "Long Distance Runaround" το παίζουν πιο γρήγορα σε σχέση με τη studio εκτέλεση, αλλά είναι τέτοια η μαγεία που το διακατέχει, που τους το συγχωρώ. Πριν κλείσω, να προσθέσω μια προσωπική άποψη για το παίξιμο του Howe που τότε το είχα βρει πολύ κοντά με αυτό του John McLaughlin των Mahavisnu Orchestra: Εντελώς πρωτότυπο  και δύσκολο!
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ ΤΟΥ YESSONGS
Το εξώφυλλο είναι ζωγραφισμένο από τον μάγο Roger Dean και στην ουσία, το εξώφυλλο του Yessongs (σ.σ. με 2 s) είναι η συνέχεια του Fragile, που απεικονίζει έναν πλανήτη να σπάει σε κομμάτια και ένα διαστημόπλοιο εν πτήσει. Η «αφήγηση συνεχίστηκε στο εξώφυλλο του Close to the Edge που ο Dean ονόμασε "Pathways" κι έγινε αποδεκτή από το συγκρότημα. Όμως η εκτύπωσή του παρουσίασε μια σειρά προβλημάτων καθώς ήταν τριπλό το άλμπουμ και το packaging ήταν ιδιαίτερο. Άσε που μέσα σε όλα, παρουσιάστηκε και μια έλλειψη χαρτιού!
Κι ενώ ο Dean βρισκόταν στο εργαστήριο του και είχε τελειώσει τον πίνακα με νερομπογιές, ο Blitzen, o γάτος του έχοντας προηγουμένως πατήσει στον κήπο, βρήκε καλή ιδέα να ανέβει στο επάνω μέρος του πίνακα και να αφήσει τα αποτυπώματά του. Ο Dean προσπάθησε να μεταμφιέσει τις πατημασιές σε σύννεφα με σκούρο χρώμα (σ.σ. στο επάνω μέρος του πίνακα, κάτω από τα γράμματα!), χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Και δεν φθάνει αυτό, ο Blitzen κατούρησε πάνω στον πίνακα που τον είχε στηρίξει σε ένα τοίχο (σ.σ. μα τι γάτος ήταν αυτός!), αναγκάζοντας  τον Dean να προβεί σε «αναδιάταξη» των χρωμάτων! Πάντως μετά από αυτή την επίσκεψη του γάτου, ο Dean δεν ξανά χρησιμοποίησε νερομπογιές!    
To 1975 παρουσίασαν το concert film με τον τίτλο Yessongs με κινηματογραφημένη τη συναυλία τους στο Rainbow Theatre από το Δεκέμβριο του 1972.


Το 3πλό Yessongs δεν ήταν η επιβεβαίωση μιας υπερβολής, αφού όλα τα συγκροτήματα εκείνη την εποχή, κινόντουσαν σε παρόμοιους ρυθμούς. Ίσως οι Yes να ήταν οι πιο υπερβολικοί, τόσο με τις χρονικές διάρκειες των τραγουδιών τους, όσο  και με τους ίδιους τους δίσκους. Η κυκλοφορία του 2πλού Tales from Topographic Oceans (1973, Νο1 Μ.Βρετανία,Νο6 Αμερική) με 4 μόνο κομμάτια(πραγματικά σουίτες),ιδιαίτερα πολύπλοκα και πυκνά σε μουσική,  ένα σε κάθε πλευρά του βινύλιου ήλθε να σφραγίσει την υπερβολή, κερδίζοντας χρυσό δίσκο πριν ακόμα κυκλοφορήσει στα καταστήματα! (από τις προ παραγγελίες). Σύμφωνα με τον Jon Anderson η ιδέα για το concept άλμπουμ ήλθε κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής περιοδείας του συγκροτήματος το 1973 όταν διάβασε μια υποσημείωση στο βιβλίο Autobiography of a Yogi του Paramahansa Yogananda που περιγράφει τέσσερα σώματα ινδουιστικών κειμένων σχετικά με ένα συγκεκριμένο πεδίο γνώσης, που ονομάζονται shastras: οι τίτλοι τους είναι śruti, smriti, puranas και tantras. Ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά, κανείς δεν μπορεί να πει μες σιγουριά ότι το Tales from Topographic Oceans εκπληρώνει την υπόσχεση που έδωσαν μέσα από τα προηγούμενα άλμπουμ τους ή ένας καλλιτεχνικός εκτροχιασμός.  
Η υπερβολή σε όλο της το μεγαλείο και το …ακαταλαβίστικο των στίχων στο αποκορύφωμα του. Μπορεί να ακούγεται απίστευτο αλλά στη αγγλική μουσική εφημερίδα Melody Maker είχαν μπει αγγελίες με πωλήσεις βιβλίων που εξηγούσαν τους στίχους, τους οποίους βέβαια ΟΥΤΕ Ο ΙΔΙΟΣ ο Anderson ήξερε τι έγραφε. Πάντως πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι στίχοι του ήταν πολύ σημαντικοί στα κομμάτια τους αν κι ο ίδιος μετά βίας τελείωσε το γυμνάσιο.
Ο Anderson ήταν η κυρίαρχη προσωπικότητα στο Tales και η γοητεία του με την ανατολική θρησκεία είναι απολύτως έκδηλη, όσο ποτέ άλλοτε με τίτλους τραγουδιών όπως "The Revealing Science of God" να προέρχονται από τις Βουδιστικές Σαστρικές γραφές. Στην πραγματικότητα, τα 4 κομμάτια του Tales προσφέρουν στον ακροατή να γίνει  ένας πραγματικός «αστρικός ταξιδιώτη». Βέβαια αυτή είναι η μι άποψη γιατί υπάρχει κι άλλη που θέλει τον ακροατή να κουράζεται και να μην μπορεί να ακούσει ολόκληρο το άλμπουμ! Η αλήθεια είναι ότι το Tales ήτο ανακαλύπτεις και το ερωτεύεσαι ή το βάζεις στην άκρη! Την επιτυχία του άλμπουμ, σκίασε η αποχώρησε του Wakeman που δεν ήταν ευχαριστημένος με τα κομμάτια, υποστηρίζοντας ότι μουσικά ήταν πολύ τραβηγμένα. Ο Wakeman αποχώρησε μετά το τέλος της περιοδείας του 1974  μια απόφαση που τους γνωστοποίησε στι1 18Μαϊου που συμπωματικά ήταν η ημέρα των γενεθλίων του και πληροφορήθηκε ότι το άλμπουμ του Journey to the Centre of the Earth είχε πάει Νο1! Για όλα τα προσωπικά άλμπουμ των μελών αυτής της περιόδου 1969-1979, θα διαβάσετε στο τέλος του κειμένου.   
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Με κενή τη θέση του οργανίστα, οι Yes αρχίζουν να ψάχνουν αντικαταστάτη του για να καταλήξουν σε 5 βασικούς υποψήφιους: τους Vangelis Papathanassiou, Eddie Jobson( Roxy Music), Jean Roussel(Atlantis/Cat Stevens ) και στον Ελβετό Patrick Moraz (Refugee). Ο Howe είπε ότι πρότειναν και στον Keith Emerson, αλλά δεν ήθελε να αποχωρήσει από τους Emerson, Lake & Palmer (»Why  do I need join Yes when I’ve got ELP;). Προτίμησαν τον Vangelis, κι ο Anderson ήταν αυτός που πήγε να τον ρωτήσει αν επιθυμούσε να γίνει μέλος του. «Πήγα στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, χτύπησα το κουδούνι κι εμφανίστηκε ένας πληθωρικός άνθρωπος (σ.σ. δεν έγραψα χοντρός) με πιτζάμες» έχει πει ο Anderson ο οποίος ήταν φίλος τουVangelis (ποτέ δεν μου άρεσε να γράφω το όνομά του έτσι) κι είχε πρωτό ακούσει το 1970 όταν είχε γράψει τη μουσική για την ταινία L’ Apocalypse. Ο Βαγγέλης ευχαρίστησε για την πρόταση αλλά ευτυχώς αρνήθηκε αφού η εξέλιξή του ήταν εξαιρετική και το συγκρότημα κατέληξε στον Patrick Moraz, με βασικό κριτήριο τη κλασική του παιδεία. Ο Moraz έμενε σε ένα μικρό μάλλον άθλιο υπόγειο στο Earls Court και έγινε μέλος τους όταν ήδη το συγκρότημα ήταν στο studio και ηχογραφούσε τα 3 κομμάτια του Relayer( No4 UK, No5USA).

“Πήγα στο Surrey που ήταν το studio που ηχογραφούσαν και τους είδα να έρχονται, o Alan White με ένα customized sport αυτοκίνητο, o Howe με ένα sport Alvin, ο Squire με μια Rolls Royce Silver Cloud κι ο Anderson με μια κοινή Bentley. Αφού έκαναν κάποιες πρόβες, του είπαν να παίξει μια εισαγωγή για το Gates of Delirium” και στο τέλος αυτοί μπήκαν στα αυτοκίνητά τους κι αυτός επέστρεψε στο rat infested υπόγειό του. To Relayer μουσικά δεν διέφερε πολύ από το Tales αλλά σίγουρα είχε μια πιο jazz fusion διάθεση στροφή, πάντα με το  κλασικό ύφος τους σε πρώτο πλάνο. Βασικό κομμάτι το 22λεπτο πολύπλοκο "The Gates of Delirium", εμπνευσμένο από το  War and Peace του Leo Tolstoy. Στη 2η πλευρά του βινύλιου υπάρχουν τα “Sound Chaser" με αρκετούς jazz fusion πειραματισμούς αλλά και ένα δείγμα του κιθαριστικού ταλέντου του Howe. Οι στίχοι του "To Be Over" είναι εμπνευσμένοι από τη λίμνη Serpentine του Hyde Park, αρχικά σαν σύνθεση ήταν ένα απλό τραγούδι, το οποίο ανέλαβε ο Anderson να το αναπτύξει με τον Howe να προσθέτει μια παλαιότερη μελωδία από την εποχή των Tomorrow. Ο Moraz αισθάνθηκε περιορισμένος γιατί οι υπόλοιποι έχοντας ξεκινήσει τα demos δεν του είχαν αφήσει πολύ χώρο αλλά κατάφερε να περάσει αρκετά στοιχεία κλασικής μουσικής και να συνδυάσει τα πλήκτρα του με την κιθάρα και το μπάσο. Ο ίδιος θυμάται ότι μια νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνος για να γράψει ένα κομμάτι, αλλά οι υπόλοιποι άλλαξαν το κλειδί του τραγουδιού για το δικό του μέρος τμήμα, με αποτέλεσμα να ξανά μείνει άγρυπνος για να το ξαναγράψει! Αποκορύφωμα της αμερικάνικης περιοδείας τους ήταν η συναυλία στο John F. Kennedy Stadium στη Φιλαδέλφεια μπροστά σε 100.000 κόσμο. Πολλά χρόνια αργότερα, ρώτησαν τον Squire αν είχε καταλάβει ότι ερχόταν το punk κι απάντησε «όχι, το έμαθα από τη 12χρον η κόρη μου Carmen όταν έφερε σπίτι το δίσκο των Police, Outlandos d; amour». Εκείνη την εποχή είμαστε στην Αμερική και είχαμε ζητήσει να μάς στέλνουν τις αγγλικές μουσικές εφημερίδες (σ.σ. εννοεί τις Melody Maker, Sounds και New Musical Express ή ΝΜΕ)και ξαφνικά μάς αποκαλούσαν δεινόσαυρους. Το ίδιο βράδυ που το διαβάσαμε,  παίξαμε μπροστά σε 120.000 κόσμο»!
Μένοντας για λίγο ακόμα στον Chris Squire, είναι πολύ χαρακτηριστική η δήλωσή του πως μυήθηκε στην ηρωϊνη.“Ένα μέλος των Eagles (σ.σ. δεν αναφέρει το όνομά του) του έδωσε για πρώτη φορά ηρωϊνη κι από τότε …κόλλησε. « όμως υπήρξε και παλαιότερα ένα περιστατικό όταν με την πρώτη γυναίκα του Nikki (σ.σ. τη μητέρα της Carmen) που είχαν πάει σε πάρτι όπου ο Phil Lynott του έδωσε κοκαϊνη. Γελώντας ο Squire περιγράφει τον εαυτό του με τη Nikki στο αυτοκίνητο να του λέει «Είμαστε τόση ώρα σταματημένοι σε αυτό το φανάρι. Πρέπει να καταλάβεις ότι έχει ανάψει πράσινο 4 φορές και δεν έχει περάσει»!  
Η ΠΡΩΤΗ (ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΗ) ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΟΥΣ


Το Φεβρουάριο του 1975 κι έχοντας ήδη 7 άλμπουμ στο ενεργητικό τους, κυκλοφορούν την πρώτη συλλογή τους με τίτλο Yesterdays(Νο27  Μ.Βρετανία,Νο17 Αμερική) με τραγούδια από τα πρώτα 2 άλμπουμ τους συν το"Dear Father" που είχε κυκλοφορήσει σαν σαν B-side (β πλευρά) στο single του"Sweet Dreams". Όμως το κομμάτι που κέρδισε τις εντυπώσεις ήταν η εκπληκτική διασκευή τους στη σύνθεση του Paul Simon, "America" (πρώτη εκτέλεση των Simon & Garfunkel) όπου έχει τη δική του ιστορία πως το ηχογράφησαν. Ήταν στο studio όταν ο manager τους, τους είπε ότι η Atlantic ετοίμαζε μια συλλογή με τίτλο "The New Age of Atlantic" με τραγούδια από τα συγκροτήματα της εταιρείας και τους ζήτησε ένα δικό τους. Εκείνη τη στιγμή, μέσα στο studio πήραν μια απόφαση της στιγμής και διασκεύασαν το “America”, δίνοντας του μια εντελώς διαφορετική μορφή από ότι το ξέραμε. Η προσωπική άποψή μου είναι ότι ήταν (είναι), εξαιρετικό.
  ….ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΟΙ…
Με τους χρυσούς και πλατινένιους δίσκους κρεμασμένους στους τοίχους των σπιτιών τους και την αντίστοιχη περιοδεία να έχει τελειώσει, πηγαίνουν στην Ελβετία για να ηχογραφήσουν το καινούργιο άλμπουμ τους που είναι το Going for the One (1977, No1 UK, No8 USA). Ο Moraz έχει φύγει κι έχει επιστρέψει ο Rick Wakeman ο οποίος δεν συμμετέχει συνθετικά, με τον Anderson να έχει τη μερίδα του λέοντος. Το ομότιτλο κομμάτι "Going for the One" το είχε παρουσιάσει στο συγκρότημα πριν 3 χρόνια αλλά τότε το είχαν απορρίψει. Το ανακάλυψε ο Squire σε  μια κασέτα κι αφού έγιναν οι απαραίτητες μεταβολές,  πήρε τη μορφή που ξέρουμε και μπήκε στο Πάνθεον των καλύτερων τραγουδιών τους. Και το "Wonderous Stories" είναι μια σύνθεση του Anderson που μιλάει για τις ομορφιές της ζωής.

Το “Turn of the Century" αφηγείται την ιστορία του Roan, ενός γλύπτη του οποίου η γυναίκα πεθαίνει τον χειμώνα και, ενώ στη θλίψη του θανάτου της, σκαλίζει ένα άγαλμά της και επανέρχεται στη ζωή. Η ιδέα των στίχων προέρχεται από την όπερα La bohème αλλά  και την ελληνική μυθολογία και τον Πυγμαλίωνα που ερωτεύτηκε ένα άγαλμα του.  Το "Parallels" είναι μια παλαιότερη σύνθεση του Squire  που δεν χώρεσε στο προσωπικό του άλμπουμ και βρήκε χώρο για να παρουσιαστεί στο Going for the One. Οι Tolls Royce, Bentley τα κομμάτια που καταλαμβάνουν μια ολόκληρη πλευρά, οι ογκώδεις και πολλές φορές βαρύγδουπες συνθέσεις στις οποίες ο ακροατής χανόταν (σ.σ. όχι μόνο από τους Yes αλλά  από ΟΛΑ τα progressive συγκροτήματα), οδήγησε την εργατική τάξη των Βρετανών στον παλιό καλό ήχο του rock’n’roll με τη σύγχρονη μορφή του: απλά  3λεπτα τραγούδια,  γεμάτη ένταση και δύναμη, γεμάτη από τα προβλήματα της νεολαίας, την αντίδραση και φυσικά στη γέννηση του punk. Ξαφνικά οι Yes κι όλα τα μεγάλας συγκροτήματα εκείνης της εποχής, θεωρήθηκαν δεινοσαυρικά και με μια γραμμή, διαγράφηκαν. Ενδεικτικό της παράνοιας που επικρατούσε, ήταν το γεγονός ότι ο Wakeman ηχογράφησε το εκκλησιαστικό όργανο μέσα από μια εκκλησία της πόλης Vevey, έχοντας καλώδια δεκάδων μέτρων για να συνδεθούν με την κονσόλα. Όσο για την σκηνή στην αμερικάνικη περιοδεία ήταν στρογγυλή και περιστρεφόμενη (σ.σ. χρειάστηκε να περάσουν 10ετίες για να ξανά δούμε τέτοια σκηνή) και το ηχητικό σύστημα κάλυπτε 360 μοίρες!  Μη ν ανησυχείτε! Τα οικονο μικά τους ήταν καλά, αφού μόνο οι συναυλίες τους στο Madison Square Gardens τους απέφεραν 1.000.000$
 Η άποψή μου είναι ότι τα To Going for the One, όπως και τα Close to the Edge και Fragile είναι τα κορυφαία στη δισκογραφικά τους κι ένα από τα αγαπημένα μου. Ειδικά το Going for the One είναι ένα μοναδικό πολυδιάστατο ηχητικό αριστούργημα που θα παρουσιαστεί στη στήλη Σήραγγα του Χρόνου για εκτενή ανάλυση.
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ

Για πρώτη φορά μετά από  το 1971 και το άλμπουμ The Yes Album, επέλεξαν να κοσμήσουν το εξώφυλλο με μια φωτογραφία που δεν έχει καμία σχέση με τη ζωγραφική του Roger Dean που εμφανιζόταν στα προηγούμενα άλμπουμ τους. Η μοναδική τέχνη του Roger Dean είχε συνδεθεί άμεσα με τη μουσική τους και τώρα, στο ξεκίνημα της νέας δεκαετίας, αποφάσιζαν μια σημαντική αλλαγή στο εικαστικό του εξώφυλλου με  τους Storm Thorgerson και Aubrey Powell της περίφημης Hipgnosis, να αναλαμβάνουν την επιμέλεια του. Πριν όμως καταλήξουν στο γυμνό άνδρα που στέκεται μπροστά από τους ουρανοξύστες, υπήρχε η σκέψη το εξώφυλλο να αναλάβει και πάλι ο Dean, ο οποίος είχε μάλιστα προχωρήσει στην ιδέα, ζωγραφίζοντας κάποιους αιωρούμενους βράχους και δένδρα, που στην ουσία αποτελούσαν τη συνέχεια στο εικαστικό που κοσμούσε το εξώφυλλο του live άλμπουμ του Yessongs (1973). Όταν ο Dean πήγε στο Montreux όπου ηχογραφούσαν, απέρριψαν την ιδέα του να έχουν στο εξώφυλλο ακόμα ένα μια ζωγραφιά του και άρχισαν να ψάχνουν για κάτι διαφορετικό. Ο  Dean λέει ότι μόνο στον τραγουδιστή Jon Anderson, είχε δείξει τα σχέδια του και σε κανένα άλλο μέλος του συγκροτήματος, ενώ ο κιθαρίστας Steve Howe αργότερα δήλωσε ότι υπήρξε ένα μόνο μέλος των Yes που είχε εκφράσει την αρνητική θέση του να συνεχίζουν να κυκλοφορούν δίσκους με τις ζωγραφιές του, χωρίς να τον κατονομάσει. Στην κάθετη αλλαγή πλεύσης εικαστικού, συνετέλεσε και η αλλαγή σύνθεσης των τραγουδιών τους, όπου αρχίζουμε και ακούμε τραγούδια μικρότερης χρονικής διάρκειας κι όχι εκείνα που καταλαμβάνουν μια ολόκληρη πλευρά δίσκου. Τη μακέτα επιμελήθηκε ο George Hardie, ενώ το λογότυπο του Dean διατηρήθηκε. Στο εσωτερικό του διπλού εξώφυλλου, υπάρχουν φωτογραφίες κάθε μέλους  στη λίμνη της Γενεύης, ενώ παρατίθενται οι στίχοι με φόντο ένα μεγάλο δένδρο πάνω από τη λίμνη. Ο χρυσόδετος κι ασήκωτος τόμος της ιστορίας του rock μας θυμίζει ότι ο Roger Dean ξανά συνεργάστηκε με τους Yes το 1980, στο εξώφυλλο του άλμπουμ Drama.
Η αλλαγή από τα περίτεχνα τοπία του Roger Dean στη γεωμετρική απλότητα, που είναι ιδιαίτερα έντονη λόγω του ουρανοξυστών και είναι έντονο το στοιχείο της αντιπαράθεσης του γυμνού ανθρώπου μπροστά στο τεχνολογικό μέγεθος. Κι ακόμα δεν είχαν εμφανιστεί οι υπολογιστές

Και φθάνουμε στο 1989 και στην κυκλοφορία του τελευταίου άλμπουμ της πρώτης μεγάλης περιόδου τους, το Tormato (No.8 UK,No.10 US) με την πλειονότητα των συνθέσεων του να έχουν γραφτεί κατά τη διάρκεια soundchecks και προβών της περιοδείας του 1977. Αρχικά είχαν πολύ υλικό το οποίο ήθελαν να κυκλοφορήσουν σε 2 διαφορετικούς δίσκους και μάλιστα είχαν  τελειώσει και τα δύο αλλά κυκλοφόρησε μόνο το πρώτο μέρος. Αρχικός τίτλος του άλμπουμ ήταν Eleventh Illusion (διαβάστε το παράθεμα για το εξώφυλλο και θα δείτε ότι ο Wakeman δίνει άλλο τίτλο) και βρήκε το συγκρότημα με πολλές τεταμένες σχέσεις μεταξύ τους, κυρίως μεταξύ των Anderson και Squire Howe σχετικά  μετά οικονομικά κι αυτή η αιτία, οδήγησε στην αποχώρηση του τραγουδιστή.  Ίσως  η σημαντικότερη αποχώρηση, μετά από αυτήν του Anderson ήταν του Eddie Offord που έφυγε στα μισά των ηχογραφήσεων, αφήνοντας το συγκρότημα να τελειώσει μόνο του την παραγωγή. Ήταν τέτοια η επιτυχία των προηγούμενων άλμπουμ τους που το Tormato πούλησε στην Αμερική μέσα σε2 μήνες 1.000.000 αντίτυπα, βγάζοντας σαν single το "Don't Kill the Whale" που δεν πήγε ιδιαίτερα καλά (Νο36 Αμερική)!

Όμως τα προβλήματα είχαν ξεκινήσει από την…πόλη που είχαν επιλέξει να ηχογραφήσουν, που ήταν το Παρίσι που …δεν τους ενέπνευε αλλά κι από την αρχική επιλογή στο όνομα του παραγωγού που ήταν ο «πολύς» Roy Thomas Baker (Queen, Cars, Journey). Το συγκρότημα είχε χωριστεί …στα 2,   με τους μισούς να υποστηρίζουν την επιλογή Baker και τους άλλους μισούς…όχι. «Το Παρίσι δεν έχει την ομορφιά του Montreux δηλώνει στο  περιοδικό Classic Rock –αφιερωμένο στην ιστορία του συγκροτήματος, Νο46), ο Steve Howe.  Τελικά το συγκρότημα φεύγει από το Παρίσι και ηχογραφεί σε 2 studio του Λονδίνου, ελευθερώνοντας τον Baker, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι την παραγωγή. Οι τεταμένες σχέσεις τους, κάνουν τον πρόεδρο της Atlantic Records, Ahmet Ertegun να πάρει το αεροπλάνο και να πάει να τους συναντήσει, αλλά όπως λέει ο Wakeman «ούτε ο Henry Kissinger δεν μπορούσε να τους κάνει να τα βρουν»! (περιοδικό Classic Rock –αφιερωμένο στην ιστορία του συγκροτήματος, Νο46) Οι επιτυχίες των Going for the One και Tormato τους ανεβάζουν επίπεδο «είμαστε πιά pop stars. Πως στο καλό έγινε αυτό» αναρωτιέται ο Wakeman! Κι ενώ το punk έχει μετατραπεί σε new wave και τα έχει συμπαρασύρει όλα, οι Yes εξακολουθούν να κάνουν ακριβούς δίσκους (εξώφυλλα, παραγωγή) αλλά και να πουλάνε! Και ένα παραλειπόμενο κάτι από τα roller disco του Παρισιού. Στα τέλη της δεκαετίας του 70 ήταν πολύ της μόδας τα roller όπου υπήρχαν χώροι με πίστα. Σε μια έξοδό του ο ντράμερ Alan White πήρε τη σύντροφό του και μαζί με τον Richard Branson της Virgins Records πήγαν σε μια τέτοια αίθουσα όπου υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι roller στο νούμερο των White και Branson οι οποίοι άρχισαν να κάνουν ….ανδρικουλειές, φορώντας το ένα μόνο roller ώσπου ο White έπεσε κι έσπασε το πόδι του, πηγαίνοντας τις ηχογραφήσεις 2 μήνες πίσω!
ΤΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟ (ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ 
Την ιστορία του εξώφυλλου του άλμπουμ μού τη διηγήθηκε κατά τη διάρκεια της εκπομπής μου στον Capital FM, και μάλιστα στον αέρα το 1997, ο οργανίστας του συγκροτήματος Rick Wakeman, όταν είχε έλθει για το 1st Blues Rock Prize που έγινε στο Λυκαβηττό (24 Σεπτεμβρίου 1997) με τη συμμετοχή και των Alvin Lee, Mick Taylor, Snowy White και Max Middleton). Tο εξώφυλλο του Tormato είχε αναλάβει η Hipgnosis κι αρχικός τίτλος του άλμπουμ ήταν Yes Tor, από την ονομασία ενός λόφου με ύψος 619 μέτρα (το Ενωμένο Βασίλειο δεν έχει βουνά) στο Devon. Την ημέρα που οι άνθρωποι της Hipgnosis πήγαν το εξώφυλλο στα γραφεία τής Atlantic για να το εγκρίνουν, έτυχε να βρίσκεται κι ο Rick Wakeman, ο οποίος είχε παραγγείλει φαγητό. Μόλις το είδε, από τα νεύρα του πέταξε πάνω στη μακέτα μια ντομάτα. Ευτυχώς κάποιος είχε την ιδέα να μην πετάξουν τη μακέτα αλλά να κρατήσουν την ντομάτα και να προχωρήσουν με το λερωμένο εξώφυλλο, προσαρμόζοντας κατάλληλα τον τίτλο στο Tormato! Η φωτογράφιση εξώφυλλου κι οπισθοφύλλου δεν έγινε στο λόφο Yes Tor, όπως θα ήταν το λογικό, αλλά στο Regent Park(!), στη δε φωτογραφία του συγκροτήματος που υπάρχει στο οπισθόφυλλο είχαν συμφωνήσει όλοι να φορούν τα αεροπορικά μπουφάν που τότε ήταν της μόδας. Όπως βλέπετε όλοι κυττούν σε διαφορετική κατεύθυνση, δείγμα ότι ο καθένας είχε πάρει την πορεία του. Τα μπουφάν που φορούν φέρουν το όνομα του καθενός, αλλά ο μπασίσταs Chris Squire το ξέχασε, με αποτέλεσμα να του δανείσει ο tour manager Jim Halley το δικό του. Ο φωτογράφος ρετουσάρισε το όνομα κι από Jim το έκανε Chris!
Μπορεί οι τεταμένες σχέσεις να επηρέασαν την πορεία τους αλλά το Tormato ήταν (είναι) ένα άλμπουμ που αξίζει να ακούσετε και κλείνει με τον καλύτερο τρόπο την πρώτη και μεγαλειώδη περίοδο του μεγάλου συγκροτήματος.  Οι Yes σφράγισαν με τον ιδανικότερο τρόπο την υπέροχη δεκαετία του 70, τόσο με τη μουσική τους όσο και με τις εμφανίσεις τους, που δυστυχώς δεν γίναμε μάρτυρες μιας συναυλίας τους. Η καριέρα τους συνεχίστηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία και τη δεκαετία το 80 κυρίως με το άλμπουμ 90125 και το απόλυτο  hit της δεκαετίας, "Owner of a Lonely Heart".  Μπορεί οι πωλήσεις τους να τινάχτηκαν αλλά ποτέ η ποιότητα των δίσκων τους δεν έφθασε τα αριστουργήματα της δεκαετίας του 70.

ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ ΤΟΥΣ (ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1980)
Μεταξύ 1975 και 1976, υα μέλη του συγκροτήματος, αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν προσωπικούς δίσκους, με τον Rick Wakeman να έχει προηγηθεί με το υπέροχο The Six Wives of Henry VIII (1973) που σταμάτησε στο Νο7 του βρετανικού chart. Ακολούθησαν τα Journey to the Centre of the Earth (1974),  The Myths and Legends of King Arthur and the Knights of the Round Table (1975),  No Earthly Connection (1976) και Rick Wakeman's Criminal Record (1977). Ο μπασίστας Chris Squire κυκλοφόρησε επίσης ένα πολύ πετυχημένο προσωπικό άλμπουμ, το Fish Out of Water (1975, Νο 26 Μ.Βρετανία, No.69 U.S) για να ακολουθήσει ένα δεύτερο το 2007 με τίτλο Chris Squire's Swiss Choir .  Προσωπικά, θεωρώ τα πρώτα 4 άλμπουμ του Wakeman τουλάχιστον εξαιρετικά αλλά το Fish Out of Water, έχει το δικό του ήχο.
 Το Olias of Sunhillow (1976) ήταν το πρώτο προσωπικό άλμπουμ του Jon Anderson για να ακολουθήσει το Song of Seven (1980),  που μουσικά στεκόντουσαν πολύ κοντά στον ήχο των Yes, αλλά δεν είχαν τη…νοστιμιά του. Έως και το 1980, ο Bill Bruford κυκλοφόρησε τα άλμπουμ Feels Good to Me (1978), One of a Kind (1979),  The Bruford Tapes (1979, live) και Gradually Going Tornado (1980), ενώ ο Steve  Howe τα Beginnings (1975) και The Steve Howe Album (1979). Ο οργανίστας Tony Kaye σχημάτισε τους Badger με τους οποίους ηχογράφησε τα άλμπουμ One Live Badger (1973) και White Lady (1974). Περιόδευσε με τον David Bowie και συμμετείχε στους Detective με τους οποίους ηχογράφησε τα Detective (1977) και It Takes One To Know One (1978). O ντράμερ Alan White κυκλοφόρησε το Ramshackled (1976), ενώ ο Patrick Moraz τα The Story of I (1976), Out in the Sun (1977), Patrick Moraz (1978), Metamorphoses (1979) και Coexistence (1980). Τέλος ο κιθαρίστας Peter Banks (κανονικό όνομα Peter William Brockbanks), σχημάτισε τους Flash με τους οποίους ηχογράφησε τα άλμπουμ  Flash (1972),  In the Can (1972) και Out of Our Hands (1973).Αυτή είναι η προσωπική τους δισκογραφία  έως και το 1980 που καλύπτει το άρθρο.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ

27/11/22

Την επόμενη Κυριακή: Ο Παναγιώτης Παπαιώννου παρουσιάζει το καινούργιο βιβλίο του "Σάμγουερ in '80sland" .

       


Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου