ACCEPT- EAT THE HEAT (1989) ΠΑΤΑΞΟΝ ΜΕΝ, ΑΚΟΥΣΟΝ ΔΕ!


Η ιστορική αυτή φράση του Αθηναίου Θεμιστοκλή προς τον Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη –αρχηγό του ελληνικού στόλου – προκειμένου να τον πείσει να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες
στα στενά της Σαλαμίνας αντί στον Ισθμό, πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα στο Eat the Heat, όγδοο άλμπουμ των Accept, το οποίο για την συντριπτική πλειοψηφία των metal οπαδών Vαποτελεί ένα κατάπτυστο άλμπουμ, ένα μαύρο πρόβατο στην μεγάλη δισκογραφία του γερμανικού συγκροτήματος. Επειδή λοιπόν μου αρέσει να αποκαθιστώ τη φήμη δίσκων που έχουν «φάει άκυρο» χωρίς καν αυτοί που τους έθαψαν να έχουν ασχοληθεί ουσιαστικά μαζί τους, ευκαιρία ήταν να ασχοληθώ με το Eat the Heat που αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΕΥΣΗ, Η ΑΠΟΛΥΣΗ ΤΟΥ UDO ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Το 1986 οι Accept κυκλοφόρησαν το Russian Roulette, ένα πολύ καλό και κλασικό
πλέον άλμπουμ καθαρόαιμου τευτονικού heavy metal, το οποίο έκλεισε και την πρώτη τους
περίοδο. Για τη συνέχεια όμως, η μπάντα, ή καλύτερα, το management τους, είχε άλλους
σχεδιασμούς οι οποίοι αφορούσαν ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στην αμερικανική αγορά
. Για να
συμβεί αυτό, κρίθηκε σκόπιμο να αλλάξει ο ήχος τους και να κινηθούν στο δρόμο του
εμπορικού hard rock, που εκείνη την περίοδο επικρατούσε στις ΗΠΑ. Στη νέα αυτή πορεία, ο
εμβληματικός τους τραγουδιστής, Udo Dirkschneider, δεν είχε θέση και προκρίθηκε η λύση να
προσλάβουν έναν Βρετανό ή Αμερικάνο στα φωνητικά, που θα μπορούσε να υποστηρίξει
καλύτερα το νέο τους ύφος.
ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Έτσι, το 1987, ο Udo απολύθηκε και ξεκίνησε η αναζήτηση του αντικαταστάτη του.
Αρχικά επιλέχθηκε ο Βρετανός Rob Armitage της New Wave of British Heavy Metal μπάντας,
Baby Tuckoo, αλλά μετά από μερικά demo που έκαναν μαζί του η φάση δεν προχώρησε. Στη
συνέχεια δοκιμάστηκε ο Αμερικανός Michael White, ένας τραγουδιστής κοντά στο ύφος του
Robert Plant, χωρίς τελικά να υπάρξει συνέχεια, για να καταλήξουν τελικά, στον επίσης
Αμερικανό David Reece, τραγουδιστή στις σχεδόν άγνωστες μπάντες Dare Force (2 στούντιο
άλμπουμ, το 1985 και 1989) και Sacred Child. Τέλος, από την μπάντα αποχώρησε και ο
κιθαρίστας Jorg Fischer ο οποίος, ανά διαστήματα και άλμπουμ, εναλλασσόταν στο σχήμα με
τον κιθαρίστα Herman Frank, με την σύνθεση τελικά να διαμορφώνεται ως εξής: David Reece
– φωνή , Peter Baltes, μπάσο, Stefan Kaufmann, τύμπανα, Wolf Hoffmann και Jim Stacey –
κιθάρες. Ο τελευταίος, αν και εμφανίζεται στο εξώφυλλο και στις φωτογραφίες του
συγκροτήματος, συμμετείχε μόνο στα live παίζοντας τις ρυθμικές κιθάρες.
Όσον αφορά τον Udo, έφτιαξε τη δική του μπάντα, τους U.D.O. και για να του
χρυσώσουν το χάπι της απόλυσης, οι Accept και η Deaffy (Gaby Hauke/Hoffmann, σύζυγος
του κιθαρίστα Wolf Hoffmann, συνθέτρια και manager τους) έγραψαν τα τραγούδια του
πρώτου του άλμπουμ, Animal House (1987).


Οι αλλαγές αυτές κάθε άλλο παρά χαροποίησαν τους οπαδούς των Accept που δεν
μπορούσαν να αποδεχτούν ούτε τη στροφή της μπάντας στον εμπορικό ήχο ούτε βέβαια την
αποχώρηση του μοναδικού Udo. Περίμεναν λοιπόν την κυκλοφορία του άλμπουμ για να
δώσουν τη δική τους απάντηση.
Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΛΜΠΟΥΜ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ
Το Eat the Heat βγήκε τον Μάιο του 1989 και η ανταπόκριση των οπαδών τους ήταν
η αναμενόμενη, με το άλμπουμ «να τρώει μαύρο» από τα αποδυτήρια, πριν καν ακουμπήσει
η βελόνα τα αυλάκια του δίσκου - για όσους τον αγόρασαν βέβαια. Τα υποτιμητικά σχόλια
ξεκίνησαν από το εξώφυλλο του δίσκου, που παρουσίαζε τους Αccept σαν να είναι κάποιο
αμερικάνικο hair metal συγκρότημα και – για όσους έκαναν τον κόπο να προχωρήσουν στην
ακρόαση – συνεχίστηκαν με το περιεχόμενό του. Για να θυμηθώ τα δικά μου, εγώ δεν
ασχολήθηκα καν με το άλμπουμ, απλά έκραζα ότι φλώρεψαν - χωρίς να έχω ακούσει νότα –
και το άλμπουμ το αγόρασα κάποια στιγμή αργότερα, από τα μεταχειρισμένα του, πάλαι ποτέ,
Happening στην τιμή των 500 δρχ. και έπιασε κατευθείαν ράφι, απλά για να συμπληρώσει τυπικά την δισκογραφία. Γενικά, οι περισσότεροι οπαδοί τους κάπως έτσι αντέδρασαν στην
κυκλοφορία του.
Άξιζε όμως το Eat the Heat τέτοια αντιμετώπιση; 30+ χρόνια μετά και αφού έπιασα να
το ακούσω αναλυτικά μόλις 2-3 χρόνια πριν, η απάντηση είναι «όχι», αν βέβαια ο ακροατής
κλείσει προσωρινά τα μάτια στο παρελθόν της μπάντας και κρίνει μόνο τη συγκεκριμένη
δουλειά τελείως ανεξάρτητα. Το άλμπουμ είναι αρκετά καλό και αν του δώσεις 2-3 προσεκτικά
ακούσματα βρίσκεις άνετα πολλές καλές στιγμές.
Το ύφος του κινείται στο εμπορικό hard rock
αμερικάνικου τύπου, με κάποιες AOR αναφορές, θυμίζοντας το στυλ των Dokken ή των
Survivor αλλά στο πιο «επιμεταλλωμένο», χωρίς όμως να πλησιάζει glam ή sleaze μπάντες,
ούτε καν πιο mainstream εμπορικά σχήματα σαν τους Bon Jovi.
Τα κομμάτια και η περιοδεία
Τα τραγούδια, αν και δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, είναι αξιόλογα, με την
προσοχή να κερδίζουν άμεσα τα “Prisoner”, “Chain Reaction”, “Turn the Wheel” και
“Hellhammer”. Και τα τέσσερα είναι πολύ καλά, με δυναμικό και «καρφωτό» ρυθμό, ρεφρέν
που μένουν στο μυαλό και πολύ καλή δουλειά στις κιθάρες, ενώ ξεχωρίζει επίσης και το
“Stand 4 what U R” το οποίο έχει σαφώς περισσότερες AOR επιρροές. Υπάρχουν, φυσικά και
συνθέσεις που έχουν στοιχεία από την κλασική περίοδο των Accept και αυτές είναι το
εναρκτήριο “X-T-C”,με πιο σκληρό ήχο καθαρόαιμου metal, το αργόσυρτο και ατμοσφαιρικό
“Generation Clash” και το σπινταριστό “D-Train”. Τέλος, αρκετά ενδιαφέρον είναι και το
“Mistreated”, μια μπαλάντα με έντονο 70s άρωμα που φέρνει στο μυαλό μπάντες όπως οι
Whitesnake, αλλά και το πιο αργό και αισθησιακό “Love Sensation”.
Τα παραπάνω δέκα κομμάτια περιλαμβάνονταν στην standard έκδοση του άλμπουμ
με μόνη διαφορά τη σειρά των κομματιών που είναι διαφορετική στην ευρωπαϊκή από την
αμερικάνικη κυκλοφορία. Το 2014 κυκλοφόρησε μια remastered έκδοση που περιλαμβάνει
δυο επιπλέον τραγούδια , τα “I can’t believe in you’” και “Break the Ice”. To πρώτο από αυτά,
ενώ ξεκινάει πολύ ωραία, με προοπτική να εξελιχθεί σε ένα χαρακτηριστικό χιτάκι 80s
εμπορικού metal, στο ρεφρέν, δυστυχώς, τα χαλάει, ενώ το δεύτερο είναι ένα απλά καλό
κομμάτι.
Για την παρουσίαση του άλμπουμ οι Accept βγήκαν σε περιοδεία ξεκινώντας από τις
ΗΠΑ, χωρίς όμως να υπάρξει συνέχεια. Πρόλαβαν να κάνουν 41 εμφανίσεις οι οποίες όμως
είχαν χαμηλή προσέλευση καθώς ο κόσμος τούς είχε γυρίσει την πλάτη.
Το «χρονικό ενός
προαναγγελθέντος θανάτου» έκλεισε στο Σικάγο, όπου, σύμφωνα με την επικρατούσα
φημολογία, πλακώθηκαν στο ξύλο στα παρασκήνια ο Peter Baltes με τον David Reece με
αποτέλεσμα να ακυρωθεί η υπόλοιπη περιοδεία και το συγκρότημα να οδηγηθεί στη διάλυση,
κλείνοντας με αυτόν τον άδοξο τρόπο την πρώτη του , κλασική περίοδο.
ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Όπως είναι γνωστό πλέον, το άλμπουμ πήγε εμπορικά άπατο και άκλαυτο και
αυτό ήταν αναμενόμενο καθώς τέτοιες ριζοσπαστικές αλλαγές σε μουσικό ύφος και
τραγουδιστή, δύσκολα χωνεύονται από τους οπαδούς μιας μπάντας, όταν μάλιστα η μπάντα
αυτή είναι μια από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού παραδοσιακού
heavy metal της δεκαετίας του ’80.
Η αποτυχία του άλμπουμ ήταν εμφανής, φτάνοντας στη
θέση 139 στα αμερικανικά charts (που για χάρη τους έγινε αυτή η αλλαγή του ήχου), όταν το
προηγούμενο άλμπουμ, Russian Roulette, με το παραδοσιακό metal ύφος του, είχε φτάσει
μέχρι την θέση 114! Αν μπορούσε να γίνει κάτι περισσότερο για την προώθηση του δίσκου
ίσως να ήταν η επιλογή ενός καλύτερου single, αφού το “Generation Clash” που
κυκλοφόρησε (με B’ side το D-Train) δεν έχει το πιασάρικο και εμπορικό στυλ που γι’ αυτό
καιγόταν η μπάντα αλλά αντίθετα είναι ένα πιο σκληρό κομμάτι και με μεγάλη διάρκεια. Θα
ταίριαζε περισσότερο ως single κάποιο τραγούδι μεταξύ των “Prisoner”, “Turn the Wheel” ή
“Chain Reaction”.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι ο μόνος που δεν ευθύνεται για
το φιάσκο είναι ο τραγουδιστής David Reece, ο οποίος ούτε στις συνθέσεις συμμετέχει ούτε
ήταν μέλος της μπάντας στο παρελθόν.
Αντίθετα, η απόδοσή του στα κομμάτια είναι πολύ
καλή και η φωνή του ταιριάζει απόλυτα στο συγκεκριμένο μουσικό στυλ. Επιπλέον, ένα συν
που έδωσε στην μπάντα η επιλογή του ως τραγουδιστή είναι ότι τα κομμάτια ερμηνεύονται με
την προφορά που τους αρμόζει, χωρίς να βγαίνει η χαρακτηριστική «γερμανίλα» που μπορείνα ακούσει κάποιος σε άλλα γερμανικά σχήματα εμπορικού hard rock, όπως στους Bonfire,
στους Fair Warning ή ακόμα και στους Scorpions.
Κρίνοντας την επιλογή των Accept να κάνουν τέτοια στροφή στον ήχο τους, τη
βρίσκω παράλογη και μάλιστα για ένα συγκρότημα που βρισκόταν ήδη στην «πιάτσα» από το
1976, είχε κοπιάσει για να χτίσει ένα δυνατό όνομα και επιπλέον γνώριζε πώς λειτουργεί η
μουσική βιομηχανία. Δεν μπορώ να καταλάβω τι περίμεναν να κερδίζουν με την μετατροπή
τους σε ένα σχήμα εμπορικού hard rock για να «χτυπήσουν» την Αμερική, όταν οι ΗΠΑ είχαν
τεράστια δική τους παραγωγή και μεγάλες μπάντες που οι Accept δεν θα μπορούσαν να τις
ανταγωνιστούν μέσα στο δικό τους μουσικό γήπεδο.
Έκαστος στο είδος του που λένε και όποιος δεν τηρεί αυτή την αρχή πληρώνει και το
τίμημα, όπως και έγινε και με τους Accept. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε να
ισχυριστούμε ότι ο καλλιτέχνης δεν έχει δικαίωμα να πειραματιστεί. Όταν όμως υπηρετεί ένα
συγκεκριμένο μουσικό είδος και έχει καταξιωθεί ως εκπρόσωπός του είναι πολύ δύσκολο να
αλλάξει πεδίο με επιτυχία. Γνώμη μου είναι ότι ο πειραματισμός είναι θεμιτός και
καλοδεχούμενος, αρκεί να γίνεται κάτω από άλλο όνομα ή ως προσωπική δουλειά αν
πρόκειται για μέλος κάποιας μπάντας.
Το οπισθόφυλλο του cd
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εν κατακλείδι και ανεξάρτητα από το σκεπτικό που οδήγησε τις αποφάσεις της
μπάντας, αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί , το Eat the Heat πρέπει να κριθεί στο δικό
του συγκεκριμένο πλαίσιο, αποκλειστικά για τις συνθέσεις του και όχι σε σύγκριση με
προηγούμενες δουλειές των Accept. Δεν χρειάζεται λοιπόν για ένα και μόνο άλμπουμ της
καριέρας τους να «διυλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλο». Αρκεί να
βάλουμε τον δίσκο ή το CD να παίξει (ή το Spotify, youtube κλπ) και να απολαύσουμε 50 και
κάτι λεπτά μιας εναλλακτικής πρότασης, αρκετά καλού εμπορικού hard rock από την
πολυαγαπημένη αυτή μπάντα, ακολουθώντας, όπως είπαμε, τη σοφή προτροπή του
Θεμιστοκλή, «πάταξον μεν, άκουσον δε».

ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

Το 1992, μετά από «λαϊκή απαίτηση» (under public demand), όπως ειπώθηκε, οι
Accept επανασυνδέθηκαν, με βασικό κορμό τους Udo, Hoffmann, Baltes, Kaufmann και
κυκλοφόρησαν τρία άλμπουμ: δύο πολύ καλά (Objection Overruled  1993, Death Row
1994) και ένα μέτριο (Predator 1996).
Το 1997 ξαναμπήκαν στον πάγο και ξαναέσμιξαν πρόσκαιρα το 2005, μόνο και μόνο
για κάποιες εμφανίσεις σε festival.
To 2009 και ενώ ο Udo απέρριψε οριστικά την πιθανότητα επιστροφής στη μπάντα σε
ένα πιθανό reunion, οι Hoffman/Baltes ανακοίνωσαν το νέο ξεκίνημα των Accept, με
τραγουδιστή τον Mark Tornillo και τους Herman Frank/Stefan Schwarzmann σε δεύτερη
κιθάρα/τύμπανα αντίστοιχα και το 2010 κυκλοφόρησαν το πρώτο άλμπουμ της νέας τους
περιόδου, το θεϊκό Blood of the Nations.
Από τότε , έχουν κυκλοφορήσει άλλα τέσσερα άλμπουμ (Stalingrad 2012, Blind
Rage 2014, The Rise of chaos 2017, Too mean to die
2021), όλα τους πολύ καλά. Στο
συγκρότημα βέβαια , από τα αυθεντικά μέλη έχει απομείνει μόνο ο Hoffmann, με τους Accept
να φέρνουν πλέον περισσότερο σε tribute band.
Tέλος, να σημειωθεί πως από το 1987 που απολύθηκε από τους Accept, μέχρι
σήμερα, ο Udo παραμένει ιδιαίτερα ενεργός, έχοντας κυκλοφορήσει με το προσωπικό του σχήμα U.D.O.17(!) άλμπουμ

 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

27/7/22


 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου