BLUE CHEER – VINCEBUS ERUPTUM(1968): 31 ΚΑΤΑΙΓΙΣΤΙΚΑ ΛΕΠΤΑ, ΔΕΝ ΠΕΡΙΣΣΕΥΕΙ ΟΥΤΕ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΟ!



Οι Blue Cheer θεωρούνται και είναι ένα από τα επιδραστικότερα σχήματα της σκληρής μουσικής. Δημιουργήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στο San Francisco, την εποχή που μεσουρανούσε η ψυχεδέλεια, λαμβάνοντας το όνομά τους από την ονομασία μιας υποκατηγορίας του LSD κι ως manager θα προσλάβουν τον Allen «Gut» Terk, ένα μέλος των Hell Angels!
Παρακολουθώντας την ζωντανή εμφάνιση του Hendrix στο Monterey Pop Festival κατά μίμηση της μπάντας του θεού της κιθάρας, θα μετατραπούν και αυτοί σε τριμελές σχήμα με τους Dickie Peterson (φωνητικά & μπάσο), Leigh Stephens (κιθάρες) και Paul Whaley (τύμπανα). Δεν έκρυψαν εξάλλου ποτέ τον θαυμασμό τους προς τον Jimmy Hendrix, αλλά και τους Cream.
Στον ώμο ακατέργαστο ήχο τους – ένα μείγμα ψυχεδελικού blues rock & acid rock – μπορεί να βρει κανείς στοιχεία που καθόρισαν το punk, το stoner, το grunge και φυσικά το metal. Το πρώτο τους album  με τίτλο Vincebus Eruptum κυκλοφόρησε το 1968 και θεωρείται ίσως το κορυφαίο proto metal album.
Το συγκρότημα θα μπει στα Amigo Studios του Hollywood και θα ηχογραφήσει το μνημειώδες Vincebus Eruptum με παραγωγό τον Abe ‘Voco’ Kesh, τον άνθρωπο ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο να τιθασεύσει τον «θόρυβο» των μελών και τον εκκωφαντικό ήχο, που ως και τώρα παραμένει το σήμα κατατεθέν του δίσκου.
Ο τίτλος αποτελεί παραφθορά του λατινικού vinculis eruptum, που σημαίνει το σπάσιμο των αλυσίδων. Για το τίτλο βέβαια έχουν δοθεί και άλλες ερμηνείες. Ο Peterson το 1968 είχε δηλώσει ότι ο τίτλος ήταν ιδέα του Charlie Osborne, φίλου του group, ο οποίος ήθελε μια έκφραση που να ερμηνεύεται ως «έλεγχος του χάους» και να μοιάζει με λατινική! Το album περιέχει μόνο έξι συνθέσεις εκ των οποίων οι τρεις είναι πρωτότυπες (συνθέσεις του Dickie Peterson) και οι άλλες τρεις διασκευές παλιότερων κομματιών.
Η έναρξη γίνεται με την κλασική διασκευή του πολύ γνωστού “Summertime Blues” (1958) του Eddie Cochran. Το συγκεκριμένο κομμάτι σημείωσε την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του συγκροτήματος (Νο 14, Αμερική) και σε αυτή την σύνθεση υπάρχουν όλα όσα χαρακτηρίζουν τους Blue Cheer: Φρενήρης ρυθμός, ορμή που ξεχειλίζει, χωρίς να χάνεται εντελώς η μελωδία της αρχικής εκτέλεσης. Αρκεί να ακούσει κανείς την πιο rock n roll εκδοχή των Who στο ίδιο κομμάτι για να διαπιστώσει το μέγεθος της αλλαγής. Τόσο στην αρχική εκτέλεση, όσο και στην διασκευή των Who οι στίχοι έχουν το χαρακτήρα των ερωτοαποκρίσεων. Για παράδειγμα
Everytime I call my baby, to try to get a date
The boss says “No Dice, son, you gotta work late”….
Well, I went to my congressman, he said, quote
“I’d like to help you son but you’re too young to vote…


Στην εκδοχή των Blue Cheer οι απαντήσεις αντικαθίστανται από θόρυβο! Πρόκειται για την αντίδραση μιας ολόκληρης γενιάς καθώς εντείνονται οι αντιδράσεις για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ο αγώνας για πολιτική ισότητα κυριαρχεί στην πολιτική ζωή, ενώ η δολοφονία του  John F. Kennedy και του Martin Luther King συνταράσσουν την αμερικάνικη κοινωνία.
Η συνέχεια γίνεται με την διασκευή στο κλασικό “Rock Me Baby” του τεράστιου B.B. King με τα γρέντζα φωνητικά του Peterson, το βαρύ rhythm section και προπάντων το ψυχεδελικό παίξιμο του Stephens στην κιθάρα να δίνουν άλλη διάσταση στο κομμάτι!
Το “Doctor Please” με διάρκεια σχεδόν 8 λεπτά, είναι  η μεγαλύτερη σύνθεση του album και αναφέρεται στην σχέση του συγκροτήματος με τα ναρκωτικά. Ήταν σύμφωνα με τον ηγέτη της μπάντας μια περίοδος εσωτερικών αναζητήσεων, όπου τα ναρκωτικά είχαν πρωτεύοντα ρόλο! Είχαν φτάσει σε σημείο να μην γνωρίζουν ποιο ναρκωτικό να επιλέξουν! Με το “Doctor Please” ο Peterson ήθελε να «υμνήσει» τον εθισμό του στα ναρκωτικά!
Το “Out of Focus”, που ανοίγει την δεύτερη πλευρά του δίσκου είναι πραγματικά ένα all time classic. Το funky riff στην κιθάρα και το ψυχεδελικό solo του Stephens πρωταγωνιστούν, ενώ εντυπωσιακό είναι και το βαρύ outro. Ο Dickie Peterson είχε δηλώσει ότι έγραψε το “Out of Focus” όπως και το “Doctor Please” σε λιγότερο από 10 λεπτά!
To “Parchment Farm” είναι διασκευή της σύνθεσης του Mose Allison, που κυκλοφόρησε το 1940 και αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα του πώς να μετατρέπεις ένα απλό blues κομμάτι σε ένα heavy ύμνο!
Το album κλείνει με το επίσης πολύ καλό “Second Time Around”, με τα βρώμικα φωνητικά του Peterson και φυσικά το solo του Whaley στα drums να εντυπωσιάζουν. Στον συνεχώς εντεινόμενο ρυθμό, το ψυχεδελικό κιθαριστικό παίξιμο του Stephens εντείνει την ηθελημένη αίσθηση του χάους κλείνοντας ιδανικά το album!
Δύσκολα θα μπορούσε να ακούσει κανείς το 1968 ωμό και τόσο σκληρό ήχο αντίστοιχο με αυτό του Vincebus Eruptum. Ίσως ανάλογα μουσικά στοιχεία μπορούν να αναζητηθούν στον Hendrix και τους πρώιμους Cream, χωρίς και πάλι να φτάνουν τον εκκωφαντικό ήχο των Cheer!
To άλμπουμ θα κυκλοφορήσει σε μια χρονιά που ο ευρύτερος ήχος του rock γίνεται σκληρότερος με κυκλοφορίες όπως το Wheels of Fire των Cream, το In-A-Gadda-Da-Vida των Iron Butterfly, το  Electric Ladyland του Hendrix και το Kick Out the Jams των MC5. Ο πολύ σκληρός ήχος του group (για τα δεδομένα πάντα της εποχής), η αλαζονεία της νεότητας όπως και επιλογές του συγκροτήματος (επιλογή μέλους των Hell Angels για την θέση του manager) προκάλεσαν την περιφρόνηση των συγκροτημάτων της εποχής τους.


Υπάρχουν σίγουρα σημεία που φέρνουν στο φως την επιρροή που άσκησε ο Hendrix –συχνά συγκρίνεται το» Summertime Blues» με το «Purple Haze» του θεού. Οι Blue Cheer όμως δεν θα υιοθετήσουν το εκλεπτυσμένο σε κάποια σημεία κιθαριστικό παίξιμο του Hendrix – δεν θα μπορούσαν εξάλλου - θα ανοίξουν τους ενισχυτές στο τέρμα και θα δημιουργήσουν κάτι πραγματικά δικό τους!
Στα λιγότερο από τα 31 λεπτά που διαρκεί το άλμπουμ  δεν περισσεύει δευτερόλεπτο. Με μόνο έξι συνθέσεις, εκ των οποίων οι τρεις όπως αναφέραμε είναι διασκευές, είναι όλα εκεί. Μία εκτός ορίων και γεμάτη ένταση μουσική επίθεση, την οποία επιτείνει η βρώμική παραγωγή του Kesh θέτοντας – έστω και εν αγνοία – τις βάσεις για ένα νέο είδος μουσικής που επρόκειτο να ξεπροβάλλει.
Πάντως ο Dickie Peterson είχε δηλώσει αναφερόμενος στο Vincebus Eruptum ότι δεν τον ενδιέφερε αν ήταν το πρώτο metal άλμπουμ, αλλά το ότι σε αυτό τον δίσκο υπάρχουν στοιχεία heavy metal, grunge, punk, blues, ακόμα και από country.
Στο εξώφυλλο του album που είναι λιτό, εκφράζοντας το γενικότερο ύφος της μουσικής τους, εικονίζονται τα τρία μέλη του γκρουπ, ενώ με ψυχεδελική γραφή αναφέρεται το όνομα της μπάντας και ο τίτλος του album. Ιδιαίτερο ενδιαφέρονπαρουσιάζει το οπισθόφυλλο του του δίσκου. Σε αυτό υπάρχουν στίχοι του Augustus Stanley Owsley (βλ. trivia), ο οποίος υπήρξε φίλος, συνεργάτης του συγκροτήματος και κυρίως ο άνθρωπος που τους προμήθευε LSD!
Αφίσα από τη μοναδική εμφάνισή τους στις 20.4.08 στο Κύτταρο! 


ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

Μόλις οκτώ μήνες αργότερα το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει πολύ καλό Outsideinside με τον ήχο τους να γίνεται πιο ήπιος και να προσεγγίζει περισσότερο το hard rock. Ήταν το τελευταίο album με την κλασική σύνθεση, αφού λίγο μετά την κυκλοφορία του ο κιθαρίστας Leigh Stephens θα αποχωρήσει από την μπάντα. Η δουλειά όμως είχε γίνει! Το εκπληκτικό τρίο κυκλοφόρησε ένα αριστουργηματικό album, που έθεσε τις βάσεις για ένα ολόκληρο είδος μουσικής. Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο «Subtle color of the mind – BLUE, call the figure of the soul – CHEER».
TRIVIA
• Ο Stanley Owsley ήταν ο εφευρέτης του Blue Cheer, μιας ποικιλίας LSD από την οποία το συγκρότημα πήρε το όνομά του. Ήταν η φίρμα ενός απορρυπαντικού το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη για την Παρασκευή του ναρκωτικού. Ο Owsley υπήρξε μηχανικός ήχου και συνεργάστηκε με διάφορα συγκροτήματα της εποχής όπως οι Grateful Dead, οι Jefferson Starship κ.α.
• Ο μεγάλος Neil Peart σε συνέντευξή του το 2009 είχε δηλώσει πόσο τον είχε εντυπωσιάσει ο τρόπος παιξίματος του συγκροτήματος ειδικά στο «Summertime Blues». Οι Rush εξάλλου στο EP Feedback του 2004 θα το διασκευάσουν, υιοθετώντας την εκδοχή των Blue Cheer.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΗΣ

4/6/21
 

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ VINCEBUS ERUPTUM



Από κάτι τέτοιους δίσκους γεννήθηκε το hard rock. Μπορεί στους νεότερους να είναι εντελώς άγνωστοι και να τους προσπερνούν εύκολα, όμως σκεφτείτε τι έπαιζαν οι άλλοι το 1968 όταν κυκλοφορούσε αυτό το άλμπουμ και φανταστείτε πως τους αντιμετώπιζαν οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί και οι δημοσιογράφοι! Πραγματικά πρωτοπόροι, δάσκαλοι για τους επόμενους και δίσκος αξεπέραστος.



 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου