CULT – SONIC TEMPLE(1989): ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ METAL ΚΟΙΝΟ

To Sonic Temple είναι το τρίτο άλμπουμ μιας σειράς πετυχημένων δίσκων των Cult, μετά τα Love και Electric. Κυκλοφόρησε το 1989, σε μια χρονιά που το hard rock ήταν στην κορυφή, και πιστοποίησε με τον καλύτερο τρόπο την θέση του συγκροτήματος, ανάμεσα στα κορυφαία της εποχής, έχοντας παντρέψει με τον καλύτερο τρόπο στοιχεία από punk, εναλλακτικού rock (σ.σ. που τότε ήταν της μόδας) και παραδοσιακού rock.
Η καλή δουλειά είχε ξεκινήσει με το προηγούμενο άλμπουμ τους Electric, για να τους βρει το 1988 στο studio να ηχογραφούν 14 demo με τον Eric Singer των Kiss στα ντραμς! Με παραγωγό τον ανερχόμενο Bob Rock, το Sonic Temple είναι το τελευταίο  άλμπουμ με μπασίστα τον Jamie Stewart που έφυγε το 1990 και το πρώτο με ντράμερ τον Mickey Curry (Hall & Oates,  Bryan Adams). Αλλά οι Cult είναι ένα συγκρότημα που οι κεντρικές προσωπικότητες ήταν, και είναι, οι Billy Duffy με την Gibson Les Paul κιθάρα του κι ο τραγουδιστής Ian Astbury, που αν και σαν χαρακτήρες διαφέρουν πολύ, έχουν βρει το κοινό παρονομαστή για καλή και πετυχημένη συνεργασία. Πρώτο τραγούδι που ανοίγει το άλμπουμ, το “Sun King” ένα καλό πρώτο δείγμα για το τι θα επακολουθήσει αλλά και μια ισορροπία μεταξύ φρενίτιδας και ελέγχου με τα κουμπιά της κονσόλας να «βοηθούν» τον ήχο του ταμπούρου και δείχνει «κακές» διαθέσεις! Το Sonic Temple με το πρώτο άκουσμα, δείχνει ότι οι Duffy και Astbury έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στο metal κοινό  που εκείνη την εποχή, σάρωνε.
 Το άλμπουμ έχει τρεις κομματάρες: τα "Fire Woman" , "Edie (Ciao Baby)" και "Sweet Soul Sister" και τα τρία all time hits που ακούγονται ακόμα ξανά και ξανά. Και για να είμαστε ειλικρινείς, αν σας  ρωτήσουν να πείτε ένα τραγούδι τους, αυθόρμητα θα πείτε ή Fire Woman" ή "Edie (Ciao Baby)", με το πρώτο να είναι το διαβατήριο για τον ήχο τους που σταδιακά άλλαζε με Astbury που έγραψε τους στίχους να λέει ότι με τις λέξεις “Fire Woman” θέλει να τονίσει τη γυναίκα σαν παγκόσμιο σύμβολο συνδυασμένο με το πρωταρχικό στοιχείο της φωτιάς.

Ένα καθαρόαιμο hard/heavy κομμάτι, από τα πλέον χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 80, οι Astbury και Duffy, πέτυχαν την απόλυτη ισορροπία του hard rock και αυτό που στην Αμερική αλλά και Ευρώπη, ονόμαζαν radio friendly τραγούδι. Η δουλειά του Bob Rock, έκανε τα τραγούδια του δίσκου πιο μαγικά και έβγαλε προς τα έξω τη φωνή του Astbury, κρατώντας όλη τη «βρωμιά του» που τον έκανε να ξεχωρίζει.
Η δεύτερη κομματάρα του Sonic Temple είναι το "Edie (Ciao Baby)", μια power μπαλάντα, κι αυτό σύνθεση των Duff/Astbury, που ξεκινάει με ακουστική κιθάρα κι εξελίσσεται σε mid tempo τραγούδι. Οι στίχοι είναι εμπνευσμένοi  από την Aμερικανίδα ηθοποιό Edie Sedwick, μούσα του Andy Warhol. «Βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη όταν ηχογραφούσαμε το άλμπουμ Electric (σ.σ. το προηγούμενο από το Sonic Temple) και κάποιοι φίλοι με κάλεσαν σε μια επίδειξη μόδας όπου προβλήθηκε η ταινία Ciao Manhattan η οποία μου κέντρισε το ενδιαφέρον καθώς αναφερόταν στους Velvet Underground και στον  Andy Warhol. Διάβασα την ιστορία της και συγκινήθηκα” έχει δηλώσει ο Ashbury.
H Sedgwick είχε εμφανιστεί σε αρκετές ταινίες του Warhol όπως Poor Little Rich Girl και Beauty No.2. Η τελευταία ταινία της ήταν στο ρόλο της Susan Superstar στο Ciao! Manhattan, σε σκηνοθεσία και σενάριο των John Palmer και David Weisman αντίστοιχα. Όπως καταλάβατε ο Ashbury δανείστηκε το Ciao από τον τίτλο της ταινίας. Η Edie Sedgwick δεν κατάφερε να κάνει καριέρα γιατί το 1971 πέθανε εξ αιτίας της χρήσης ναρκωτικών σε ηλικία μόνο 28 ετών. Η ταινία Factory Girl όπου πρωταγωνιστεί η Sienna Miller, αναφέρεται στη ζωή της. Από τα πολύ δυνατά στοιχεία του τραγουδιού, οι στίχοι του Astbury.


Η πρώτη πλευρά του βινύλιου κλείνει με το πολύ καλό “Sweet Soul Sister”με ένα ρεφρέν να σου κολλάει εύκολα στο μυαλό αλλά και με ένα σόλο που εύκολα στο τινάζει. Βάζοντας τη β’ πλευρά, εύκολα καταλαβαίνεις ότι το Sonic Temple είναι ένα ομοιογενές άλμπουμ, χωρίς τραγούδια που να θεωρούνται απλά rock tracks που συμπληρώνουν το δίσκο, με μόνη εξαίρεση τα "Automatic Blues" και "Wake Up Time for Freedom", αλλά και πάλι, δεν είναι ικανά να αλλοιώσουν την καλή γεύση  που αφήνει πίσω του το σύνολο των τραγουδιών και η διάθεση του συγκροτήματος.
    
 ΠΩΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΤΟΝ BOB ROCK

O Duffy είχε ένα κολλητό που ήταν κι ο τεχνικός της κιθάρας του, ονόματι Laird Doyle. Σε μια μπυροκατάνυξη, ο Doyle του πρότεινε για παραγωγό τον Bob Rock εκείνες τις ημέρες ήταν στην ίδια πόλη με αυτούς, στο Βανκούβερ. Έτσι την επομένη ο Duffy πήγε στο studio που έπαιζε με το συγκρότημά του, τους  Rock and Hyde, γνωρίστηκαν και αποφάσισαν να συνεργαστούν.
ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ
Δύο χρόνια μετά, το 1991 κυκλοφόρησαν το Ceremony με παραγωγό τον Ritchie Zito, στο ίδιο πνεύμα με τα Sonic Temple και Electric.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ


7/5/21/
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΑΝΙΔΗΣ ΓΙΑ ΤΟ SONIC TEMPLE
Από το Dreamtime (1984), όπου ήδη περιπλανιόντουσαν στα αχαρτογράφητα νερά του post-punk, του goth και του new wave, κανείς δεν θα περίμενε ότι οι Cult θα βρισκόντουσαν να φιγουράρουν κοντά στην κορυφή με ένα φανταστικό άλμπουμ σαν το Sonic Temple. Έχοντας τις παραστάσεις από ένα πιο εμπορικό ύφος που είχαν ακολουθήσει στο προηγούμενο Electric (1987), συνδυάζοντας κάτι από Doors, AC/DC και Led Zeppelin και με την σοφή καθοδήγηση του πολυπλατινενιου παραγωγού Bob Rock, οι Cult έφτασαν στο απόγειο της πορείας τους με αυτό το τέταρτο άλμπουμ τους και ύμνους σαν το “Fire Woman”, το “Sun King”, το “Sweet Soul Sister” και την πιο γνωστή μπαλάντα τους “Eddie (Ciao Baby)”. Κάπως έτσι έγραψαν την μεγαλύτερη τους επιτυχία στις ΗΠΑ και έγιναν πρωτοκλασάτο όνομα, μπαίνοντας στο top-10 (Νο. 10), ενώ στην Βρετανία έφτασαν πολύ κοντά στην κορυφή (Νο. 3). Για μία ακόμη φορά άλωσαν τις αρένες παγκοσμίως και δυστυχώς για εμάς ποτέ δεν ξαναέπιασαν αυτό το ύψος και το ύφος ερμηνειών και συνθέσεων που ακούμε στο “Sonic Temple”. Αληθινό διαμάντι τόσο για τους fans του συγκροτήματος όσο και για τους απανταχού λάτρεις του hard rock.


 

Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment

Δημοσίευση σχολίου