ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΠΟΥ ΤΟ ΕΛΕΓΑΝ FREE!

Πόσο βαθιά στο χρόνο πρέπει να σκάψω για να θυμηθώ, τότε που άκουγα από τις διαφημιστικές ραδιοφωνικές εκπομπές των εταιριών δίσκων στο Β Πρόγραμμα της ΕΡΤ (έπαιζαν κάθε Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα, μισή ώρα κάθε εταιρεία), για πρώτη φορά το «All Right Now» των Free;  Πόσο βαθιά στο χρόνο πρέπει να σκάψω για να θυμηθώ τις εποχές που τα σχετικά λίγα clubs της Αθήνας, έπαιζαν και soul και rock και βέβαια και το «All Right Now»; Οι Free ανήκουν στην πρώτη κατηγορία των βρετανικών hard rock συγκροτημάτων που εξακολουθούν να αποτελούν τεράστιο μουσικό δείγμα του τι σημαίνει rock.
Γράφει ο Αλέξανδρος Ριχάρδος
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Rockmachine.gr ασχολείται μαζί τους. Στο τέλος του κειμένου μπορείτε να βρείτε όλα τα άρθρα που γράφτηκαν, αρχής γενομένης από την ιστορία του “All Right Now” έως και την προσωπική καριέρα των Andy Fraser και Paul Kossoff.
Έχοντας κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, τα  Tons of Sobs (1969) και το ομώνυμο Free (1969), που πέρασαν κάτι περισσότερο από απαρατήρητα, τόσο στο εμπορικό κομμάτι όσο κι από τους κριτικούς, ο Chris Blackwell που τους είχε υπογράψει στην Island Rec δεχόταν ισχυρές πιέσεις να τους διώξει καθώς τα δύο άλμπουμ είχαν πουλήσει και τα 2 μαζί λιγότερα από 20.000 αντίτυπα!  Ευτυχώς ο Blackwell τους κράτησε για ένα ακόμα άλμπουμ που ήταν το Fire and Water (Νο 2 Μ.Βρετανία, Νο 17 Αμερική), που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1970 και κατάφερε ότι δεν είχαν καταφέρει τα Tons of Sobs (1969) και Free. Το άλμπουμ αλλά και η επιτυχία του ομώνυμου τραγουδιού, τους οδήγησε στη σκηνή του μεγαλύτερου τότε φεστιβάλ μουσικής στη Μ.Βρετανία, στο1sle of Wight Festival μαζί με τους Doors, Chicago, The Doors,  The Moody Blues, The Who, Joan Baez, Miles Davis, Jethro Tull,  Ten Years After, Emerson, Lake & Palmer κ.α. Η απήχηση των ονομάτων αλλά και η δίψα του κοινού για τη μουσική που άλλαζε και τα αμερικάνικα ονόματα που έπαιζαν, έφεραν στο μικρό νησί 600.000 θεατές όταν ο πληθυσμός του ήταν 100,000!!! Το νούμερο των 600.000 ακόμα και σήμερα ,  φαντάζει πολύ μεγάλο αλλά οι διοργανωτές έχασαν τον έλεγχο και είναι κατά προσέγγιση. Σε ένα κόσμο που άλλαζε, μουσικά και κοινωνικά, οι Free συστήθηκαν σε όλους μας ακόμα και στην μακρινή Ελλάδα, που το All Right Now κυκλοφόρησε σε single.

Σε μια Μ.Βρετανία που είχε εκλέξει κυβέρνηση Συντηρητικών με Πρωθυπουργό τον Edward Heath, σε ένα κόσμο που ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει τη διάλυση των Beatles, σε ένα κόσμο που τα ναρκωτικά μόλις είχαν αρχίσει να θερίζουν (Janis Joplin), σ ένα κόσμο που σε λίγο θα βίωνε τις απώλειες των μεγάλών Jimi Hendrix και Jim Morrison, οι Free είχαν κερδίσει όλες τις εντυπώσεις του Isle of Wight Festival. Άρπαξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε κι έπαιξαν δίπλα στα μεγάλα ονόματα των Doors, Emerson Lake and Palmer, Moody Blues, Jimi Hendrix, Who κ.α. Ονόματα που το σανίδι της σκηνής είναι αδύναμο για να αντέξει. Βαδίζοντας στο rock blues δρόμο των Led Zeppelin, οι Free συνδύασαν το βρετανικό Blues που είχαν διδάξει οι John Mayall, Alexis Korner και Cyril Davis με το αμερικάνικο Blues των Muddy Waters, Howling Wolf και άλλων γιγάντων. Όμως σε αυτή τη σύσταση, προσέθεσαν και το rock με τελικό αποτέλεσμα τον μοναδικό ήχο τους!
ΤΙ ΣΥΝΕΒΑΙΝΕ ΤΟΤΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Με περιορισμένες τις ελευθερίες λόγω της χούντας, στη μουσική είχε αρχίσει επικρατεί το λαϊκο τραγούδι με μεγάλα ονόματα, τους Στέλιο Καζαντζίδη, Γιάννη Πουλόπουλο, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Λίτσα Διαμάντη κ.α. Υπήρχαν όμως και φωτεινές και τραγουδοποιοί που προερχόντουσαν από το Νέο Κύμα όπως η Αρλέτα, ο Γιώργος Ρωμανός, ο Διονύσης Σαββόπουλος κ.α.. Στη μοντέρνα μουσική, μόλις είχαμε αρχίσει να ξεπερνούμε τις διασκευές ιταλικών και γαλλικών τραγουδιών απλοϊκών αλλά ωραίων τραγουδιών των Idols, Charms, Τάμμυ, Olympians, Starngers, Blue Birds, Μαρίνας κι ένα σωρό άλλων πρωτοπόρων και με συγκροτήματα όπως Socrates Drunk the Conium και Poll να ετοιμαζόμαστε να μπούμε στο γαλαξία του πραγματικού rock. Εξ άλλου η ευρωπαική επιτυχία των Aphrodite’s Child μόλις και δια της βίας είχε αντίκτυπο στη χώρα μας.
Όπως καταλάβατε από την παραπάνω παράγραφο, η απόσταση του τι συνέβαινε στη Μ.Βρετανία και τι στην Ελλάδα ήταν μέρα με τη νύχτα!
Με τραγουδιστή το χαρισματικό Paul Bernard Rodgers, παιδί μιας φτωχής οικογένειας που είχε 8 αγόρια κι ένα κορίτσι, με πατέρα λιμενεργάτη στο Middlesbrough, ο νεαρός Paul άρχισε να παίζει μπάσο στους Roadrunners που μανατζάριζε ο μεγάλος του αδελφός Joe. Ο τραγουδιστής των Roadrunners θέλησε να αφήσει το μικρόφωνο και να παίζει κιθάρα κι έπεισε τον νεαρό Paul να αναλάβει τα φωνητικά. Το συγκρότημα μετακινήθηκε από το Middlesbrought στο Λονδίνο αλλάζοντας το όνομά τους σε Wildflowers, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι άλλα μέλη τους ήταν ο μετέπειτα κιθαρίστας των Whitesnake, Micky Moody κι ο μπασίστας των  Elvis Costello and The Attractions,Bruce Thomas. Στο Λονδίνο βρήκε δουλειά τραγουδώντας στους Brown Sugar όταν σε ένα κατάστημα μουσικών οργάνων στην Charing Cross Road, συνάντησε τον νεαρό κιθαρίστα Paul Kossoff. Γεννημένος στο Β.Λονδίνο, ο Kossoff είχε πατέρα τον ηθοποιό David Kossoff και καταγόταν από καλή οικογένεια. Παθιασμένος με την κιθάρα, ο νεαρός Kossoff εξόργιζε τους καθηγητές τους στο ωδείο καθώς δεν μάθαινε να παίζει κιθάρα πάνω στα κλασικά έργα αλλά πάνω στα τραγούδια που άκουγε από τους αμερικάνικους δίσκους blues των Ray Charles και Big Bill Broonzy. Η παρακολούθηση μιας συναυλίας των John Mayall’s Bluesbreakers με τον Eric Clapton στην κιθάρα άλλαξε εντελώς την άποψη για τη μουσική. Οι 2 Paul μόλις γνωρίστηκαν, τα βρήκαν αμέσως κι αποφασίσανε να ασχοληθούν σοβαρά φτιάχνοντας ένα συγκρότημα. Στην παρέα τους μπήκε ένας 18χρονος ψηλός, ξανθός ντράμερ, ο Simon Kirke που έπαιζε με τους Black Cat Bones. O Kirke έμενε σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι, χωρίς νερό, ηλεκτρικό και τουαλέτα! Ο πατέρας του πρώην πωλητής, με τεράστια δυσκολία προσπάθησε να σπουδάσει τον νεαρό Simon που είχε άλλα όνειρα. Όνειρα που γεννήθηκαν όταν παρακολούθησε τον Jack Parnell και την Ορχήστρα του στο London Palladium. Αυτό ήταν! Αποφάσισε να πάει στο Λονδίνο που ήταν το όνειρο όλων νέων, αγοριών και κοριτσιών από τις άλλες πόλεις και να γυρίσει έχοντας Α Level σε όλα τα μαθήματα. Εκτός αν γινόταν pop star όπου τότε δεν θα επέστρεφε ποτέ. Και δεν επέστρεψε! Την νεανική τετράδα των πολλών υποσχόμενων νεαρών, συμπλήρωσε ο 14χρονος(!) μπασίστας Andy Fraser που περιέργως ήταν κι ο πιο έμπειρος! Γεννημένος στην βρετανική αποικία της Guiana (σ.σ.νότια της Βενεζουέλα, στη Ν.Αμερική) που τώρα λέγεται Guyana από ντόπιο πρώην σκλάβο (!)πατέρα και Αγγλίδα μητέρα, για αυτό και το μελαψό του χρώματός του, μετακομίζει στο Λονδίνο μόνο με τη μητέρα του αφού οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν 6 ετών. Η Κα Fraser αναγκάζεται να κάνει 3 δουλειές(!) για να μάθει ο μικρός Andy πιάνο και κιθάρα ενώ στο σχολείο τον αποκαλούν nigger. Από την κιθάρα, πηγαίνει στο μπάσο και στα 13 του παίζει μουσική με ρυθμούς calypso και reggae για να γνωρίσει μια κοπέλα που άλλαξες τη ζωή του (σ.σ. στα 13-14!). Η συνομήλικη σύντροφός του ήταν κόρη του προπάτορα του βρετανικού blues, Alexis Korner o οποίος βοήθησε το νεαρό Andy Fraser, γνωρίζοντας τον στον John Mayall που τον πήρε στους Bluesbreakers. Σε ανταπόδοση της εκτίμησης, ο Fraser αποκαλούσε τον Korner σαν «τον πατέρα που ποτέ δεν είχε»!


  O Alexis Korner τους γνώρισε στον νεαρό τότε ιδιοκτήτη της σχετικά άγνωστης και μικρής δισκογραφικής εταιρείας Island Rec, Chris Blackwell ο οποίος του υπέγραψε. Όμως η …δουλειά του Korner δεν τελείωσε εδώ, αφού τους έδωσε το όνομα Free που ήταν ένα δικό του νεανικό σχήμα που δεν είχε προχωρήσει!!!
Έτσι στις αρχές του 1969 η νεαροί Paul Rodgers, Paul Kossoff, Andy Fraser και Simon Kirke μπαίνουν στο Morgan Studio του Λονδίνου και ηχογραφούν τα 10 τραγούδια του πρώτου δίσκου τους που κυκλοφόρησε το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς με τίτλο Tons of Sobs που στα Cockney σημαίνει Loads of Money  κι ο τίτλος ήταν ιδέα του παραγωγού Guy Stevens, που ήταν προσωπική επιλογή του Chris Blackwell. Λίγα χρόνια αργότερα ο Stevens θα γινόταν "'όνομα“, κάνοντας παραγωγής τους Mott the Hoople και Clash (στο άλμπουμ τους London Callinbg).
Το άλμπουμ δεν μπήκε καν στα πρώτα 75 του βρετανικού chart ενώ έφθασε μόνο έως το Νο 197 στο Billboard chart της Αμερικής και στοίχισε μόνο 800 λίρες! Σκληρόπετσο hard rock με πολλά ακατέργαστα στοιχεία του βρετανικού blues,το  άλμπουμ απέτυχε εμπορικά κι όσες φορές κι αν κύτταξα τους πίνακες επιτυχιών των άλμπουμ στη Μ.Βρετανία, δεν μπόρεσα να κατανοήσω πως μια χώρα με ένα τόσο εκπαιδευμένο κοινό, να μην εκτίμησε ένα άλμπουμ που περιέχει ένα από τα καλύτερα blues rock κομμάτια σαν το «I’ m a Mover” ή τη διασκευή τους στο “The Hunter”, σύνθεση των Booker T. Jones, Carl Wells, Donald Dunn, Al Jackson, Jr.και Steve Cropper μέλη των Booker T. & the M.G.'s (σ.σ. το κομμάτι το έκανε επιτυχία ο Albert King κι εδώ οι Free το έχουν συμπεριλάβει σε Live ηχογράφηση).

Το άλμπουμ προσφέρεται στους blues ακροατές, όπως και το δεύτερο τους που κυκλοφόρησε με τίτλο Free λίγους μήνες μετά το πρώτο (Οκτώβριος 1969) σε παραγωγή Chris Blackwell που έχει πάρει προσωπικά την καριέρα τους. Με τους Paul Rodgers και Andy Fraser να έχουν αναλάβει όλο το συνθετικό βάρος, και αυτό βέβαια να αποτελεί μια μικρή έκπληξη αφού έχουμε συνηθίσει τους κιθαρίστες να αποτελούν μέρος της συνθετικής βάσης των συγκροτημάτων. Το άλμπουμ κατάφερε να μπει στο No.22 του βρετανικού chart αλλά απέτυχε στην Αμερική αλλά είναι πολύ χαμηλών τόνων σε σχέση με το πρώτο που είχε blues κότσια.
  Σε μια μικρή συζήτηση γνωριμίας που είχα το 1989 στα γραφεία της Island Records στο Λονδίνο με τον Πρόεδρο και ιδρυτή της εταιρείας, Chris Blackwell, τα πρώτα 2 άλμπουμ τους δεν ξεπέρασαν τις 20.000 αντίτυπα και τα δύο στη Μ.Βρετανία και δέχτηκε μεγάλες πιέσεις από τα στελέχη της εταιρείας του για να τους διώξει! Το εξώφυλλο επιμελήθηκε ο Ron Raffaelli σε συνεργασία με τον Storm Thorgerson. Ο Rafaelli χρησιμοποίησε φωτισμό strobe για να φαίνεται ότι ο έναστρος ουρανός στα πόδια της κοπέλας. Το όνομα του συγκροτήματος, σχεδόν δεν φαίνεται αφού γράφεται πάνω στα πόδια με πολύ μικρά γράμματα ενώ πουθενά στο εξώφυλλο κατά την προσφιλή συνήθεια του Thorgerson, δεν αναφέρεται το όνομα του συγκροτήματος και τίτλος!
Το συγκρότημα βρίσκεται καλεσμένο στην εκπομπή του John Peel όπου ο μεγάλος Άγγλος παραγωγός και παρουσιαστής είπε χαρακτηριστικά:”  O μέσος όρος ηλικίας τους είναι 17 ετών. Φανταστείτε τι ήχο θα «βγάλουν» όταν γίνουν 20”.

Μετά από σκληρή δουλειά, 2 άλμπουμ και ατελείωτες εμφανίσεις στη Μ.Βρετανία, οι Free βλέπουν με απογοήτευση ότι οι κόποι τους δεν έχουν αμειφθεί. Και τα 2 άλμπουμ τους δεν έχουν  καταφέρει να τους «βάλουν» στην αγορά ενώ συγκροτήματα όπως οι Led Zeppelin που παίζουν στο ίδιο ύφος με αυτούς, τα κατάφεραν με την πρώτη.
Με τη Δαμόκλειο Σπάθη να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους την άνοιξη του 1970 ηχογραφούν στο Trident studio του Λονδίνου αλλά και στο νεόκτιστο Island Studio που στεγαζόταν στο υπόγειο του κτηρίου της δισκογραφικής εταιρείας στο Notting Hill, το τρίτο άλμπουμ τους που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με τίτλο Fire and Water. H επιτυχία του τους οδήγησε να παίξουν σαν headliners στο  1sle of Wight Festival, εμφάνιση για την οποία διαβάσατε στην αρχή του κειμένου. Μόλις ο Chris Blackwell άκουσε το “All Right Now” σαν αυθεντικός δικσκάνθρωπος είπε: “That’s a Hit”. Η εκτέλεση που υπάρχει στο άλμπουμ είναι διάρκειας 5:32 αλλά με προτροπή του Blackwell η single έκδοση μειώθηκε σε 4:14, κόβοντας ένα μέρος του σόλο του Kossoff. Το single σταμάτησε στο Νο2 του βρετανικού chart, πίσω από την τεράστια επιτυχία των Mungo Jerry “In the Summertime”που είναι το πιο πετυχημένο single σε πωλήσεις στην Μ.Βρετανία, ξεπερνώντας τα 7.000.000 αντίτυπα! Στην Αμερική σταμάτησε στο Νο 17. Σύμφωνα με την ASCAP (American Society of Composers, Authors, and Publishers) το τραγούδι ξεπέρασε το 3.000.000 ραδιοφωνικά παιξίματα μόνο στην Αμερική από την ημέρα κυκλοφορίας του.

Σύμφωνα με τον Fraser, η έμπνευσή του ήλθε μετά από μια αποτυχημένη συναυλία στο Hull όπου έπαιξαν μπροστά σε 20 ανθρώπους κάτω από βροχή. Όταν πήγαν στα καμαρίνια για να ενθαρρύνει τους υπόλοιπους άρχισε να τραγουδάει  “All Right Now”, μια έκφραση που τη χρησιμοποιούσε ο ντράμερ τους Simon Kirke. Μόλις το τραγούδησε,  άρχισαν και οι υπόλοιποι να τραγουδούν “All right Now”  και σιγά σιγά οι Fraser και Rodgers κατέληξαν στην τελική σύνθεση. Μια μικρή διαφοροποίηση από τα παραπάνω είναι ότι ο ντράμερ Simon Kirke λέει ότι τοι γεγονός δεν έγινε μετά από συναυλία στο Hull αλλά στο Durham. Η επιτυχία του τρίτου άλμπουμ δεν περιορίζεται μόνο σε ένα τραγούδι, στο “All Right Now” αλλά δύο ακόμα σπουδαία τραγούδια που έμεινα κλασικά υπάρχουν σε αυτό, το αγαπημένο μου "Fire and Water" και το "Mr. Big" από το οποίο πολλά χρόνια αργότερα πήραν το όνομά του το γνωστό αμερικάνικο συγκρότημα. Την παραγωγή του άλμπουμ έκανε το ίδιο το συγκρότημα με τους John Kelly και ο Roy Baker που μετά από 4 χρόνια θα εργαζόταν με τους Queen στο Bohemian Rhapsody! Το συγκρότημα έχει μπει πλέον σε άλλη διάσταση και η συνέχεια στη δισκογραφία του γίνεται από το άλμπουμ Highway (Νο 41 Μ.Βρετανία, Νο 49 Αμερική) που παρ όλη την ύπαρξη δύο πολύ καλών και διαχρονικών τραγουδιών τους, των "The Stealer" και "Be My Friend" δεν κατάφερε πολλά πράγματα. Οι ηχογραφήσεις του έγιναν μέσα σε ένα μήνα με τους Fraser και Rodgers να έχουν όλο σχεδόν το συνθετικό βάρος. Ο Kossoff' έχει πολύ μικρή συνθετική συμμετοχή, ενώ τον περισσότερο χρόνο του ασχολείται με τα ναρκωτικά γι αυτό κι ένα μικρό χρονικό διάστημα απέχει από τις δραστηριότητες τους. Σε μετέπειτα συνεντεύξεις του, ο Simon Kirke είχε πει ότι η κατάρρευσή του ήταν συνέπεια του θανάτου του Jimi Hendrix τον οποίο θαύμαζε, ενώ από το διαμέρισμά του στο Notting Hill, οι drug dealers ήταν καθημερινοί επισκέπτες!

Πρώτο single ήταν το "The Stealer" αν και ο Chris Blackwell ήθελε το "Ride on a Pony" για να φθάσουμε στο 1971 και το συγκρότημα να επιστρέψει στο studio και να ηχογραφήσει 4 καινούργια τραγούδια και να διαλυθεί. Η Island Rec. για να προλάβει τις αρνητικές επιπτώσεις της διάλυσης, προλαβαίνει και κυκλοφορεί το Free Live! Που όπως έχω γράψει και στην παρουσίαση του στη στήλη Τα Καλύτερα Rock Live Άλμπουμ είναι ένα καλό και χαρακτηριστικό live άλμπουμ των αρχών της δεκαετίας του 70, που θα μπορούσε να ήταν καλύτερο αν υπήρχε και δεύτερος κιθαρίστας. Ηχογραφημένο σε συναυλίες τους στο  Sunderland  και στο Croydon, το  Free Live! αποδίδει μια καλή εικόνα για τα live Free Live!τους αλλά έως εκεί.
Η μεγάλη επιτυχία του “Al Right Now” έχει αρνητικές επιπτώσεις στο χαρακτήρα κάθε μέλους. Η εποχή που μετακινόντουσαν όλοι μαζί με το Morris που οδηγούσε ο Paul Kossoff (σ.σ. γιατί ήταν ο μόνος που είχε άδεια) έχει περάσει. Τώρα μετακινούνται με 4 ξεχωριστά αυτοκίνητα και οι σχέσεις των Paul Rodgers και Andy Fraser δεν είναι καλές.
Ένα από τα 4 τραγούδια που ηχογράφησαν πριν διαλυθούν είναι και το "My Brother Jake" που σημείωσε απρόσμενη επιτυχία φθάνοντας στο Νο4 του βρετανικού chart. Τα άλλα 3 μπήκαν στα άλμπουμ που ακολούθησαν. Οι 4 νεαροί Άγγλοι επανασχηματίζονται και κυκλοφορούν το πέμπτο άλμπουμ τους με τίτλο Free at Last  που ήταν το πιο πετυχημένο τους μετά το Fire and Water φθάνοντας έως το Νο 9 του  βρετανικού chart αλλά μόνο έως το Νο 69 του αμερικάνικου. Το single "Little Bit of Love"(No13) δεν βοήθησε για μεγαλύτερη επιτυχία.
Τα μεταξύ τους προβλήματα επανήλθαν με σοβαρότερο αυτό των ναρκωτικών του Kossoff που του ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες του συγκροτήματος. Η χρήση ναρκωτικών τον είχε κυριολεκτικά διαλύσει, φθάνοντάς στο σημείο λίγο πριν εμφανιστούν στο Albert Hall, o Kirke να του θυμίζει τα ακόρντα στο “All Right Now”.  Κατά τη διάρκεια της αμερικανικής περιοδείας του, λίγο πριν εμφανιστούν στη σκηνή, τον βρήκαν λιποθυμισμένο ενώ η τα τελευταία εμφάνισή του με τους Free ήταν στις 20 Οκτωβρίου 1972.Τελικά εκείνος που αποχώρησε πρώτος ήταν ο μπασίστας και συνβασικός συνθέτης Andy Fraser που τότε ήταν μόνο 20 ετών. Για σκεφτείτε, 20 ετών και είχε ηχογραφήσει 5 studio άλμπουμ κι ένα live και με πολλά πετυχημένα τραγούδια. Λίγο αργότερα αποχώρησε και ο Kossoff για να παρακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης.
Το 1971 οι Paul Kossof και Simon Krike βλέποντας ότι οι διασπαστικές τάσεις μέσα στο συγκρότημα είναι έντονες, με τη βοήθεια των Tetsu Yamauchi (γιαπωνέζος μπασίστας, αργότερα αντικατέστησε τον Ronnie Lane στους Faces) και του οργανίστα John "Rabbit" Bundrick, σχημάτισαν τους "Kossoff Kirke Tetsu Rabbit"που κυκλοφόρησαν ένα και μοναδικό άλμπουμ που ήταν άνευρο με προβλήματα στα φωνητικά αφού η φωνή του Kossoff με κανένα τρόπο δεν μπορεί να έλθει στα επίπεδα του Paul Rodgers.

ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Τον Απρίλιο του 1972, οι Free επανασχηματίζονται με τους Andy Fraser και Paul Rodgers να βάζουν στην άκρη τα προβλήματά τους και τον Kossoff να είναι δραστήριος μόνο στην αρχική φάση αφού τα ναρκωτικά τον είχαν κυριεύσει. Η ειρήνη μεταξύ Fraser και Rodgers διήρκεσε λίγο αφού κατά τη διάρκεια της γιαπωνέζικης περιοδείας οι μουσικοί ήλθαν στα χέρια κι ο Yamauchi τον αντικατέστησε, ενώ στο συγκρότημα μπαίνει κι οργανίστας Bundrick και μαζί ηχογραφούν το άλμπουμ Heartbreaker (Νο 9 Μ.Βρετανία, Νο 47 Αμερική)που έμελλε να είναι το τελευταίο άλμπουμ τους και να έχει ένα από τα καλύτερα εξώφυλλα που έχω δει. Απλό κι απόλυτα σαφές! Παρ’ όλο που το συγκρότημα εμφανίζει μια εικόνα διάλυσης το Heartbreaker περιέχει ένα από τα καλύτερα και πιο πετυχημένα τραγούδια τους, το "Wishing Well" (Νο 7 Αμερική). Στο μπάσο είναι ο Tetsu Yamauchi ενώ ο Paul Kossoff εξακολουθεί παρ όλα τα προβλήματά του να παίζει κιθάρα, έστω και αν χρειάστηκε σε ορισμένες ηχογραφήσεις να καλέσουν τον "Snuffy" Walden. Την παραγωγή επιμελήθηκε ο  Andy Johns αλλά και το συγκρότημα.  Το Heartbreaker που κυκλοφόρησε με ένα πολύ καλό εξώφυλλο, είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ των Free, παρ όλα τα προβλήματα. 
Μετά το τη διάλυσή τους κυκλοφόρησαν συλλογές κι ένα Box set. Η σημαντικότερη ίσως κυκλοφορία είναι το Free – Live at the BBC που περιέχει ηχογραφήσεις τους στο BBC μεταξύ 1968 και 1971.

 ΤΙ ΕΚΑΝΑΝ ΜΕΤΑ

Οι Paul Rodgers και Kirke σχημάτισαν τους Bad Company. Ο Paul Kossoff κυκλοφόρησε το άλμπουμ Back Street Crawler (1973) και μετά σχημάτισε τους Back Street Crawler με τους οποίους κυκλοφόρησε τα άλμπουμ The Band Plays On(1975) και 2nd Street(1976). Το 1983 κυκλοφόρησε η συναυλία του με τίτλο Live at Croydon Fairfield Halls 15/6/75. Έπαιξε σαν session σε αρκετά άλμπουμ όχι όμως τόσα όσα ήταν το ταλέντο του. Το 2011 κυκλοφόρησε το cd με τίτλο Paul’s Blues με ηχογραφήσεις από την εποχή που έπαιζε με τους Black Cat Bones, δηλαδή πριν πάει στους Free. Τον βρήκαν νεκρό στην τουαλέτα του αεροπλάνου που εκτελούσε την πτήση Νέα Υόρκη Λος Άντζελες. Αιτία θανάτου, καρδιακή προσβολή. Η γυναίκα του Jenny τον έθαψε στον κήπο του σπιτιού τους στο Hertfordshire. O Paul Rodgers έγραψε στη μνήμη του το τραγούδι των Bad Company ”Shooting Star”.  
Ο Tetsu Yamauchi πήγε στους Faces, ο John “Rabbitt” Bundrick έπαιξε σε πολλούς δίσκους με κυριότερη συμμετοχή του στους Who. O Andy Fraser σχημάτισε τους εντελώς αδιάφορους Sharks με τους οποίους κυκλοφόρησε 3 άλμπουμ και μετά κυκλοφόρησε άλλα 5 άλμπουμ σαν Andy Fraser. Ο Andy Fraser απεβίωσε τον Μάρτιο του 2015. Είχε διαγνωσθεί με μία σπάνια μορφή καρκίνου αρκετά χρόνια πριν ενώ ήταν παράλληλα και ασθενής με τον ιό του AIDS (είχε δηλώσει δημόσια ότι είχε και ομοφυλοφιλικές σχέσεις). Σύμφωνα με δηλώσεις του, δε φανταζόταν τον εαυτό του ως μπασίστα αρχικά. Όμως κατέληξε στο μπάσο διότι τα άλλα παιδιά στις σχολικές μπάντες ήθελαν να είναι είτε τραγουδιστές, είτε κιθαρίστες είτε ντράμερ.
ΤRIVIA
  • Τα τραγούδια "I'll be Creepin'" και "Woman" από το δεύτερο άλμπουμ τους διασκευάστηκαν από τους Three Dog Night.
  • Το 1975 οι Bad Company επαναηχογράφησαν το "The Stealer" για το άλμπουμ Run with the Pack (1976) αλλά τελικά δεν το συμπεριέλαβαν.
  • Στην Αμερικάνικη περιοδεία του Heartbreaker όπου περιόδευσαν με Traffic και Faces, τον Kossoff αντικατέστησε ο Wendell Richardson από τους Osibisa. Το τέλος τους ήντα ήδη προδιαγεγραμμένο με την εμφάνισή τους στο Hollywood Sportatorium της Φλόριδα στις 17 Φεβρουαρίου 1973 να είναι και η τελευταία τους.
Διαβάστε εδώ την ιστορία του τραγουδιού All Right Now
Διαβάστε εδώ την παρουσίαση του Free Live
Διαβάστε εδώ ένα άλλο άρθρο για τους Free
Διαβάστε εδώ την ιστορία του Paul Kossoff
Διαβάστε εδώ την ιστορία του Andy Fraser
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΙΧΑΡΔΟΣ
6/12/19





Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment